Ο Andrew Raftopoulos ανέδειξε ορισμένα σημαντικά και αξιοσημείωτα σημεία σχετικά με το άρθρο της Ζωής Θωμαΐδου για τη «Μυστική Απογραφή» που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στον «Νέο Κόσμο».
Αυτή η επιστολή αποτελεί απάντηση στις παρατηρήσεις του κ. Raftopoulos του σχετικά με την κοινωνική τάξη των μεταναστών και το ποιοι συμπεριλήφθηκαν ή αποκλείστηκαν από την Απογραφή.
Το επιστημονικό μας άρθρο καλύπτει σε μεγάλο βαθμό τα ερωτήματα που έχουν τεθεί, και εξετάζει σε μεγαλύτερο βάθος τις φυλετικές αντιλήψεις γύρω από τη «Μυστική Απογραφή» και τους Έλληνες, σε σύγκριση με το τεκμηριωμένο άρθρο του «Νέου Κόσμου», το οποίο λόγω περιορισμού λέξεων, αναγκάστηκε να παραφράσει και να συνοψίσει σημαντικό μέρος της εργασίας μας.

Σχετικά με τη συμπερίληψη ή μη των εύπορων ή ελίτ Ελλήνων, στο άρθρο μας χρησιμοποιήσαμε ως μελέτη περίπτωσης αυτή την πληθυσμιακή ομάδα στην Νότια Αυστραλία.
Οι δύο οικογένειες που δεν καταμετρήθηκαν ήταν γαιοκτήμονες και κτηνοτρόφοι, οι οποίοι είχαν απομακρυνθεί από την Ορθοδοξία και σε μεγάλο βαθμό είχαν απαρνηθεί την ελληνική τους ταυτότητα.
Ενδεχομένως, η τοπική αστυνομία να τους θεωρούσε «υποδείγματα» αφομοίωσης.
Οι οικογένειες αυτές ήταν η οικογένεια North (Tramountanas) και η οικογένεια Ralli.
Ο George (Tramountanas) North από τη Λήμνο ήταν ο πρώτος Έλληνας έποικος στη Νότια Αυστραλία, φτάνοντας στο Port Adelaide το 1842.
Παντρεύτηκε την Αγγλίδα μετανάστρια Lydia Vosper, και μαζί ασπάστηκαν τον Καθολικισμό. Αγόρασαν τμήμα γης κοντά στο Port Lincoln, όπου μεγάλωσαν τους δύο γιους τους και απέκτησαν τελικά 22 εγγόνια.
Ο George απεβίωσε το 1911, όμως η οικογένεια North είχε ήδη αποκτήσει εξέχουσα θέση στην περιοχή και τα μέλη της οικογένειας συμμετέχουν ενεργά στα δρώμενα της ελληνικής κοινότητας μέχρι σήμερα.
Οι γιοι και τα εγγόνια του δεν καταμετρήθηκαν, παρά την ελληνική τους καταγωγή, ενώ άλλοι Έλληνες η οποίοι γεννήθηκαν στην Αυστραλία συμπεριλήφθηκαν στην Απογραφή.
Η οικογένεια North μπορεί να συγκριθεί με τον Κεφαλονίτη μετανάστη και πρώτο «Έλληνα» που πολιτογραφήθηκε στη Νότια Αυστραλία, τον Andrew Siffoli, ο οποίος καταμετρήθηκε, καθώς και με άλλους που πιθανώς είχαν «αφομοιωθεί» σε κάποιο βαθμό, όπως οι Peter Dolf και John Black από το Port Wakefield.
Οι βασικές διαφορές εντοπίζονται στη θρησκεία και την κοινωνική θέση (οι North ήταν κτηνοτρόφοι).

Μια άλλη περίπτωση είναι αυτή του Miltiadis Bidzanis (Michael De Diar), ο οποίος καταγόταν από τα Κύθηρα και την Κρήτη.
Ήταν ο πρώτος Έλληνας στο Port Pirie, που έγινε επιτυχημένος έμπορος, ιδιοκτήτης σκαφών και πιλότος/πλοίαρχος, ο οποίος επίσης, απουσίαζε από τη «Μυστική Απογραφή».
Τα μέλη της οικογένειας Ralli επίσης δεν υπολογίστηκαν.
Ο Stephen S. Ralli, ένας Χιώτης με καταγωγή από το Λονδίνο, ανήκε σε μια γνωστή οικογένεια εμπόρων που είχε επιβιώσει από τη σφαγή της Χίου το 1822.
Εγκαταστάθηκε στη Νότια Αυστραλία τη δεκαετία του 1880 και το 1886 είχε αγοράσει 15.200 στρέμματα στη Μπαλακλάβα.
Ο κ. Ralli είχε παντρευτεί την Αγγλίδα Ida Cecil Beck και απέκτησε τρεις γιους, δύο εκ των οποίων γεννήθηκαν στην Αδελαΐδα.
Η οικογένεια Ralli ισορροπούσε μεταξύ Ορθοδοξίας και Αγγλικανισμού, ενώ από τις πολλές νεκρολογίες του στις αυστραλιανές εφημερίδες μετά το 1941, μόνο μία ανέφερε την ελληνική καταγωγή του.
Υπήρχαν επίσης περιπτώσεις μη Ελλήνων που θεωρούνταν Έλληνες, όπως οι Σύριοι (ή Λιβανέζοι) μετανάστες Alilem (Alikem) Alem και Michael Hessin (Nassin), ο Πέρσης ψαράς Alex (Alik) Said, καθώς και οι «χριστιανοί Τούρκοι» Constantin Machail, Panagiotis Machail και Nicholas Lolougis, όλοι από το Port Pirie.
Η καταγραφή αυτών των ατόμων δημιούργησε ερωτήματα σχετικά με το ποιος θεωρούνταν πραγματικά «Έλληνας».
Επιπλέον, ενώ η «Μυστική Απογραφή» αμφισβητεί τους συνήθεις αριθμούς των Ελλήνων στην Αυστραλία κατά τη δεκαετία του 1910, αυτή έρχεται σε σύγκρουση και με άλλες πηγές, όπως εκείνη της Δυτικής Αυστραλίας, η οποία ανέφερε περίπου 1.000 Έλληνες σε εφημερίδες του 1916, σε αντίθεση με τη «Μυστική Απογραφή» που κατέγραφε μόνο 285 στη Δυτική Αυστραλία.
Όπως επισημαίνεται στο άρθρο μας, υπήρχαν πολλές διαφοροποιήσεις σχετικά με το ποιοι καταμετρήθηκαν και ποιοι όχι, χωρίς να τηρείται ένας σταθερός κανόνας.
Συμμεριζόμαστε την άποψη του κ. Raftopoulos για την ad-hoc (προσωρινή μέθοδος καταμέτρησης η οποία είναι προσαρμοσμένη στην τρέχουσα κατάσταση) φύση της καταμέτρησης, καθώς οι οδηγίες αφορούσαν αποκλειστικά τους Έλληνες και τους χώρους συνάντησής τους (κάτι που περιελάμβανε φυσικά τις περιπτώσεις των AJJ Lucas και του Grigorios Matorikos, όπως ανέφερε ο κ. Raftopoulos, λόγω του ότι οι επιχειρήσεις τους αποτελούσαν «χώρους συνάντησης»).
Αν και υπήρχαν ορισμένες εξαιρέσεις από την αστική μεσαία τάξη, η συντριπτική πλειοψηφία των καταμετρημένων Ελλήνων ανήκαν στην εργατική τάξη, γεγονός που αντανακλούσε τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των μεταναστών της εποχής και τη θεώρησή τους ως πιθανή «απειλή» σε περίπτωση που η Ελλάδα συμμαχούσε με τις Κεντρικές Δυνάμεις.

Υπήρχαν ουσιαστικά δύο έντυπα που έπρεπε να ακολουθήσει η αστυνομία.
Κάθε αστυνομική δικαιοδοσία είχε την ελευθερία να κάνει τη δική της καταμέτρηση, και από την ανάλυση των εγγράφων παρατηρείται σημαντική διαφορά στις πληροφορίες που συλλέγονταν, όχι μόνο μεταξύ των κρατών αλλά και μεταξύ των δήμων.
Η καταμέτρηση δεν ήταν ενιαία, αλλά όλες οι περιοχές ακολούθησαν έναν «μπούσουλα» (εκτός από τη Βόρεια Περιοχή, η οποία πραγματοποίησε δική της απογραφή που επικεντρώθηκε μόνο σε άνδρες στρατιωτικής ηλικίας το 1916, περιλαμβάνοντας και τους Μαλτέζους μετανάστες).
Η «Μυστική Απογραφή» αποτελεί ένα μοναδικό επεισόδιο στην ιστορία παρακολούθησης των μεταναστών, εγείροντας ερωτήματα σχετικά με την κοινωνική τάξη, τη θρησκεία, την αφομοίωση, την πολιτογράφηση, την παρακολούθηση των μεταναστών, την πίστη και την καχυποψία κατά τη διάρκεια του πολέμου, καθώς και το ποιος θεωρούνταν Έλληνας.
Αποτελεί μια ανεκτίμητη πηγή για τους σύγχρονους ερευνητές και ανυπομονούμε να τη μελετήσουμε περαιτέρω, ώστε να αποκαλύψουμε νέες πτυχές της πρώιμης ελληνικής κοινότητας της Αυστραλίας.
Παρακαλούμε αφιερώστε λίγο χρόνο για να διαβάσετε το άρθρο μας στο Australian Historical Studies.