Αναμφισβήτητα, δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες μεταναστών, που κατέφθασαν σχεδόν αμούστακα παιδιά, κυρίως από τις αρχές του 1880, κατόρθωσαν με την εγκατάστασή τους να αναδειχθούν σε μεγάλες μορφές στο χώρο της επιχειρηματικότητας, του εμπορίου και της βιομηχανίας.
Πολλοί απλά εφάρμοσαν γνωστές μεθόδους σε συγκεκριμένους χώρους επαγγελμάτων. Άλλοι αντέγραψαν ή τροποποίησαν μεθοδεύσεις και ανακαλύψεις άλλων και διέπρεψαν.
Λιγότεροι, εφάρμοσαν δικές τους καινοτομίες σε ήδη λειτουργούσες επιχειρήσεις και πλούτισαν. Ελάχιστοι ήσαν αυτοί που πρωτοστάτησαν, που προέβησαν σε δικές τους εφευρέσεις, που είχαν τις δικές τους καινοφανείς ιδέες και με τη δράση τους άλλαξαν το πρόσωπο της οικονομίας και της παραγωγής τροφίμων όχι μόνον στην Αυστραλία, αλλά διεθνώς.

Το φαινόμενο Nick Thyssen ανήκει στην τελευταία αυτή κατηγορία των εφευρετικών και πολυμήχανων επιχειρηματιών. Είναι ο άνθρωπος που κυκλοφόρησε στην Αυστραλία και διεθνώς τον φυσικό χυμό πορτοκαλιού και λοιπών εσπεριδοειδών, το περίφημο Patra Juice Original Juice. Είναι ο επιχειρηματίας που κατασκεύασε τις πρώτες φυσικές σούπες στον κόσμο σε χάρτινα και αργότερα πλαστικά δοχεία για νοσοκομεία, αθλητικά σωματεία, στρατώνες με διάρκεια ζωής που ξεπερνούσε τις τρεις εβδομάδες (μέχρι τότε κι ακόμη μαγειρεμένα φαγητά διατηρούνται σε κονσέρβες με συντηρητικά).
Είναι ο πρώτος επιχειρηματίας στην Αυστραλία και διεθνώς που εμποροποίησε τις φρουτοσαλάτες σε χάρτινα και πλαστικά δοχεία για τις ανάγκες γηροκομείων, στρατώνων και νοσοκομείων). Είναι ο Έλληνας επιχειρηματίας που κατόρθωσε να δημιουργήσει σχέσεις εμπορίου και κοινωνικής αλληλεγγύης με τους δεκάδες μεγάλους φαρμαδόρους και καλλιεργητές απέραντων φυτειών εσπεριδοειδών στην αχανή Βικτώρια και Ν.Ν.Ουαλία, ο άνθρωπος που σε περιόδους κρίσης στήριξε το αγροτικό εμπόριο, αγοράζοντας τα προϊόντα της επαρχίας με τιμές ανώτερες από αυτές των συνεταιρισμών.

Ο Nick Thyssen έφτασε σε ηλικία 16 ετών στην Αυστραλία από το χωριό του, Βαλιμίτικα, της επαρχίας του Αιγίου, τον Οκτώβριο του 1951, με πρόσκληση του μεγαλύτερου αδελφού του, Κωνσταντίνου Θεοδοσιάδη, που είχε φτάσει στη Μελβούρνη το 1949, προσκαλεσμένος από τον θείο του Απόστολο Μπουγά, τον φημισμένο Paul Taylor.
Με παρότρυνση του Κώστα, ο Νίκος εργάσθηκε σε ελληνικά εστιατόρια και κάφες της Μελβούρνης και του Σέππαρτον, πριν ανοίξει τις δικές του επιχειρήσεις στον χώρο της εστίασης. Τέσσερα χρόνια αργότερα, τα δύο αδέλφια, έφεραν στην Αυστραλία σταδιακά τους γονείς τους, Γεώργιο και Ελένη, και τις αδελφές τους Άννα, Ευανθία και Παναγιώτα, τις οποίες και καλοπάντρεψαν.
Η φρενήρης και καταπληκτική εμπορική σταδιοδρομίας του Νικ ξεκινάει στα 1957, όταν γνωρίζεται με την Maureen Elizabeth Vitzdamm-Jones, μία συνετή και καλόγνωμη γυναίκα, την οποία προσέλαβε αρχικά ως υπάλληλο στο εστιατόριό του και στη συνέχεια συνδέθηκαν για τα επόμενα εξήντα και πλέον χρόνια συζυγικής ζωής, φέροντας στον κόσμο και αναθρέφοντας τρία παιδιά, την Laney-Ελένη, τηn Becky-Ρεβέκκα και τον Αδάμ Γεώργιο.
Το νεαρό ζευγάρι ξεκινούν τον ακαταπόνητο αγώνα τους, αρχικά για επιβίωση, και στην συνέχεια αγκαζέ προς την επιτυχία. Από την Σαιντ Κίλντα και Έλστερνγουικ στο Μουράμπιν και από εκεί στο Κάρλτον και στο Μπράνσγουικ και μετά στο Μιλ Παρκ, ο ένας για τον άλλον, υλοποιούν τις καινοτόμες ιδέες του Νικ. Πότε με συνεταίρους, όπως τον Άλεκ Καλτζόφσκι, ένα παιδί από τον Ακρίτα της Φλώρινας ο οποίος βρέθηκε στις ανατολικοευρωοπϊκές χώρες μέσα στη λαίλαπα του Εμφυλίου σπαραγμού, πότε με τα παιδιά τους, πότε με καλοπροαίρετους φαρμαδόρους, στήνουν τα δικά τους εργοστάσια, αγοράζουν τεράστια αγροκτήματα, φυτείες απέραντες με πορτοκαλεώνες και άλλα εσπεριδοειδή, πότε φάρμες με τα δικά τους κτήνη.

Εξήντα χρόνια δράσης με ιδέες που επηρέασαν και άλλαξαν την οικονομική ζωή τουλάχιστον στην παραγωγή τροφίμων, με καινοτόμες ιδέες του Νικ να κατασκευάζει δικά του αυτοσχέδια μηχανήματα, κινούμενες ζώνες για την επεξεργασία των φρούτων, ειδικές χημικές μεθόδους για να λύσει το πρόβλημα της μακροβιότητας των παραγόμενων προϊόντων, σούπες και χυμοί, ειδικές μεθόδους στην δημιουργία ζωοτροφών, ώστε να αξιοποιεί τις φλούδες από τα εσπεριδοειδή ως γόνιμο συστατικό για τις αγελάδες τους.
Μέχρι και την απόκτηση του νησιού του ιστορικού Churchill Island, δίπλα στο Philip Island, το πρώτο νησί όπου φυτεύτηκαν σπόροι που έφεραν μαζί τους από τη Βρετανία οι άποικοι, νησί με τα πρώτα πολυβολεία για την προστασία της Μελβούρνης από θάλασσα. Το νησί αγοράσθηκε από τον Νικ και τον Άλεκ, για να εκτρέφονται και εκπαιδεύονται εκεί άλογα και για να στηθούν κατασκηνώσεις. Ωστόσο, όταν η κυβέρνηση της Βικτώριας και ο τότε πρωθυπουργός Ντικ Χαίημερ, ζήτησε να αγοράσει η Πολιτεία το νησί των δύο εφευρετικών Ελλήνων, για λογαριασμό των κατοίκων της Βικτώριας, οι ιδιοκτήτες τους συναίνεσαν και το νησί επιστράφηκε στην Πολιτεία.

Από το Κάρλτον με 600 λίρες ξεκίνησε η περίφημη για την Αυστραλία, Patra Orange Juice, η πρώτη στον κόσμο εταιρεία που παρήγαγε και προσέφερε στην αγορά φυσικό χυμό, αντί για την μέχρι τότε συμπυκνωμένη κονσέρβα πορτοκαλάδας. Ήταν μια εταιρεία που απογειώθηκε σχεδόν χωρίς τροχοδρόμηση, που κατέκτησε την εθνική και διεθνή αγορά, μέχρι την Ιαπωνία και την Ελλάδα.
Ακολούθησαν και άλλες εταιρείες τροφίμων, οι περίφημες Ready Cut, Acron, Ezy Chef, Original Juice και, τέλος, η βιομηχανία γαλακτομικών προϊόντων ProCal. Βρετανοί και Αμερικανοί ιδιοκτήτες πολυεθνικών εταιρειών έσπευσαν να επενδύσουν στις εταιρείες αυτές, κι άλλες που δημιούργησε το δαιμόνιο, η θεϊκή και ζωτική δύναμη που είχε μέσα του, ο Νικ.
«Στόχος μου δεν υπήρξε το κέρδος, σε κάθε νέο εγχείρημα που αποτολμούσα. Σκεπός μου δεν ήταν να κερδίσω. Απλά ήθελα τη νέα ιδέα που είχα για μια επιχείρηση, να αποβεί επιτυχής. Ήθελα απλά να πετύχω σε ό,τι έκανα. Έχασα και πολλά χρήματα σε ιδέες που δεν πέτυχαν. Υποστηρίζω ότι χρειάζεται τόλμη στην επιτυχία. Κι αν ακόμη πέσεις, κι αν ακόμη χάσεις, να μη δειλιάσεις. Η επιμονή θα σε δικαιώσει. Ο στόχος δεν πρέπει να είναι το κέρδος, αλλά η επιτυχία μιας προσπάθεια, ακόμη και χωρίς κέρδος. Το χρήμα πρέπει να το σέβεσαι, να μην το αγαπάς και να μην το υποτιμάς».
Ο Νικ εκτίμησε την αγάπη που πήρε από αλλοεθνείς και αλλόγλωσσους, από τον ευγενή και ανθρωπιστή Εβραίο που τον βοήθησε να φέρει την οικογένειά του, και τον έτερο Εβραίο που του προσέφερε το κεφάλαιο για να ανοίξει το εστιατόριό του το 1956 στο κοσμοπολίτικο προάστειο της Σαντ Κίλντα, και από τους Αυστραλούς και Ιταλούς φαρμαδόρους που του συμπαραστάθηκαν, μέχρι και τους συνεργάτες και συνεταίρους που πάντα τον άκουγαν και τον συμβουλεύονταν με σεβασμό. Ο Νικ και η Maureen στάθηκαν δίπλα στα παιδιά τους, τα προστάτευσαν και φρόντισαν να τους μεταδώσουν την αγάπη για τον ελληνικό πολιτισμό και την Ελλάδα.

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ – NICK THYSSEN: A GREAT INNOVATOR TO REMEMBER
Κυκλοφόρησε τον περασμένο μήνα το βιβλίο Nick Thyssen a Great Innovator to Remember στο οποίο αναδύεται, ως ιστορική βιογραφία, η ζωή και η δράση του καινοτόμου αυτού επιχειρηματία.
Ξεκινώντας από τα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του 1930 στη βόρεια Πελοπόννησο, τον ξενιτεμό του πατέρα του στην Αίγυπτο για δέκα χρόνια, την έλευση του εκ μητρός θείου του στη Μελβούρνη πριν από τον Βαλκανοτουρκικό πόλεμο, τα χρόνια του πολέμου, τα χρόνια της ανέχειας, της φτώχειας, το μεροκάματο της επιβίωσης στα εργοστάσια συσκευασίας σταφίδας στο Αίγιο, η έξοδος στην Αυστραλία, τα πρώτα δύσκολα χρόνια και στη συνέχεια η επιτυχία της εδραίωσης και η επιτυχία της απογείωσης, με οδηγό πάντα τις νέες ιδέες του.
Τα δύσκολα χρόνια της μετανάστευσης και εποικισμού των Ελλήνων μεταναστών (1950-1970), η βάπτιση των παιδιών τους στην Ορθοδοξία, ύστερα από ευγενή προτροπή της Καθολικής μητέρας τους, οι σχέσεις της οικογένειας με την Ελλάδα και την Ευρώπη, η ανέλιξη των επιχειρήσεων, η σχέση με τους Βρετανούς και Αμερικανούς πολυεθνικούς, η κοινωνική ζωή τους και η αγάπη τους για τα άλογα, το ψάρεμα και το γκολφ, η καθημερινότητα του Νικ στα χρόνια της Δύσης με τους Έλληνες φίλους στο Μπουλίν, οι οργανωμένοι Αιγιώτες στη Μελβούρνη, αποτελούν μερικά από τα θέματα που θίγονται στο βιβλίο. Πάνω από όλα όμως αναδύεται το πρωτοποριακό, το εφευρετικό του Νικ, η μοναδικότητά του, να αναζητά καθημερινά και επίπονα νέες ιδέες, νέους τρόπους στο επιχειρείν, νέες μεθόδους .
Το βιβλίο Nick Thyssen a Great Innovator to Remember στην πρώτη του πολυτελή έκδοση δεν έχει εμπορικούς στόχους. Στόχος του είναι να διαβαστεί από νέους και οι νέοι αυτοί να αντλήσουν βιωματικά παραδείγματα από τη ζωή του Νικ, να μαθητεύσουν στις δικές του εμπειρίες, για να τολμήσουν κι αυτοί κάτι το καινούριο, το πρωτοφανές. Να αποφύγουν την αντιγραφή και τον μάταιο ανταγωνισμό.
Το βιβλίο θα προσφερθεί ως δώρο και όσοι το πάρουν μπορούν να κάνουν μία δωρεά στο Βασιλικό Νοσοκομείο Παίδων της Μελβούρνης.
Σε άλλη έκδοση θα δοθούν λεπτομέρειες για την παρουσίαση του βιβλίου και τη διάθεσή του.