Η ποίηση του Γιώργου Βέη εμφυσεί την αγάπη του για τη φύση στους αναγνώστες, ώστε να ανατρέξουν σε προσωπικά τους βιώματα και να αναγνωρίσουν εκείνη τη ρομαντική εκδοχή του εαυτού τους που είναι συνδεδεμένη με το περιβάλλον.
Με αφορμή τα 57 ποιήματα του Καταυλισμού-εκδ. Ύψιλον-, κοινό γνώρισμα των οποίων είναι οι φυσικές εικόνες ως απόπειρες ψυχογραφήματος της αλήθειας, μεταφερόμαστε σε ένα παρόν που προσελκύεται από το μνημειώδες, υπό την έννοια ότι η φυσική ομορφιά ανασταίνεται κι αναβιώνει ως άγρια ή/και ήρεμη δύναμη, κινητήριος για το ποιητικό πνεύμα. Ώστε, το ποιητικό λεξιλόγιο θωρακίζεται από τις φυσικές εικόνες που προάγουν τη σκέψη προς την ηθοφυσική και την κάθαρση από τις αναλήθειες της καθημερινότητας.
Στρεφόμενος στην οικολογική ποίηση – eco poetry – και συνεχίζοντας την παράδοση της Λουίζ Γκλικ, ο Γιώργος Βέης δεν επιμένει τόσο στη λεπτομερή καταγραφή των φυτών όσο στη θέαση της φύσης σε σχέση με τον τόπο ή την ιδιαίτερη κάθε φορά πόλη ανά τον κόσμο, για να προκαλέσει εκείνες τις τοπιογραφίες που θα μας επιστρέψουν το αιώνιο ως αληθινό απόκτημα της στοχαστικής παράδοσης. Βερολίνο, Βοστώνη, Κιθαιρώνας, Παγώνδας είναι μερικές από αυτές.
Ξεκινώντας την συλλογή Καταυλισμός με το ποίημα «Επαναπατρισμός» παρατηρούμε την ανάγκη ανάπτυξης μιας προσωπικής συνομιλίας με το μέλλον ως φυσική υπόσχεση, ενώ οι εναρκτήριες εικόνες-κλειδιά, όπως είναι το κοχύλι και τ’ αγριόχορτα, πρόκειται να μας απασχολήσουν και στη συνέχεια, στα επόμενα ποιήματα της συλλογής, σε σχέση με το θραύσμα, το «τσόφλι αιωνιότητας».
Ο Γιώργος Βέης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 15 Φεβρουαρίου 1955. Μαθήτευσε στην Ιωνίδειο Σχολή Πειραιώς και κατόπιν φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παρακολούθησε μεταπτυχιακά μαθήματα στον τομέα των Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης και ακολούθησε τη διπλωματική σταδιοδρομία, υπηρετώντας στον Διπλωματικό Κλάδο του Υπουργείου Εξωτερικών.
Οικοτροπώντας με τα πράγματα, ο Γιώργος Βέης θεμελιώνει τη μυστικιστική σχέση του με τη φύση – μούσα που του προσφέρει ερεθίσματα, ιδέες, πίστη. Νιώθει ευγνώμων απέναντί της και αισθάνεται την ανάγκη να μοιραστεί τα συναισθήματά του, όταν σημειώνει, λόγου χάρη:
Ας μείνουμε εδώ κι απόψε μαζί, ξανά το χάος λείπει.
Από την άλλη, δεν παραλείπει να θίξει τις καταστροφές και τις ανθρώπινες επεμβάσεις σε βάρος της φύσης. Ειδικότερα, στο ποίημα «Όχι, ποτέ ξανά», η φυσική καταστροφή ανταμώνει την ιστορία, ενόσω περιδιαβάζουμε τους στίχους για να φτάσουμε στο ότι «Καίγεται η Σμύρνη, 1922-2022/ Εγκαυστική των παθημάτων».
Η σχέση με το χρόνο προσεγγίζεται άλλοτε δυναμικά και άλλοτε πιο στατικά στα ποιήματα της συλλογής. Ενώ σε κάποια είναι εμφανής μια μεταβολή, όπως στο «Ικρίωμα» όπου η μεταβολή αφορά και στο λεκτικό έναρθρο σώμα του ποιήματος, σε άλλα διαπιστώνεται μια τάση παραλογής, όπως για παράδειγμα στο επόμενο ποίημα «Στ’ άγρια μανουσάκια», όπου είναι έντονη η αγάπη για τη διήγηση. Διόλου τυχαία προς το τέλος ο ποιητής θα δηλώσει:
Γιατί Οδυσσέα με λένε κι εμένα
που κράτησα εκείνο το χάνι με βόλια
με Θεό αρματολό και κλέφτη δίπλα μου.
Η ομορφιά στην ποίηση του Γιώργου Βέη εγγράφεται στη φύση και την ανθρώπινη διάδραση και υπόσταση σε σχέση μαζί της. Σε αυτά τα φυσικά μαθήματα παρατηρείται μια τάση επικοινωνίας μεταξύ των γενεών καθώς και η επιθυμία για το διαλογικό πολιτισμό από γενιά σε γενιά και μεταξύ των γενεών. Φαίνεται πως οι «θρύλοι», τα «θαύματα» είναι ασίγαστα τεκμήρια και αφορμές κινητοποίησης, στο φάσμα της οποίας κάποιες ερωτήσεις αρθρώνουν το νόημά τους ως ειρωνεία της στιγμής και απορητική φιλοσοφία.
(Θα μου πεις
Πυγολαμπίδες παντού;).
Και από «Το Θαλασσοβάτη»:
Με πνεύμα σπονδών πάντα και Χριστουγέννων
κάτι σαν Περσέας δηλαδή από αλκοόλ και μαστίχα.
Μια άλλη ενότητα στην ποίηση του Γιώργου Βέη αφορά στην απομάγευση. Τόσο το ποίημα «Χωρίς δόξα» όσο και το επόμενό του «Δεν θα πάω σήμερα, έχει Γραίγο» συνομιλούν με τον άδοξο αγώνα του καθημερινού χρόνου που ενίοτε προκαλεί κυκλοθυμία στο άτομο, μελαγχολία και αποθάρρυνση.
Ειδικότερα, απέναντι σε αυτόν τον αγώνα με τον άλλο, το σκοτεινό εαυτό, ο ποιητής μάς δείχνει ότι οι συνθήκες της τυχαιότητας είναι αναπόφευκτες πολλές φορές και πρέπει να συμφιλιωθούμε με τα γεγονότα, όταν λόγου χάρη «Στο τετράδιο του καιρού» σημειώνει:
Οι κορμοράνοι με τα καψαλισμένα φτερά
που πρόλαβαν την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή
να πετάξουν ως εδώ, να με βρουν
που σώθηκα μέσα στο όνειρο.
Και στο ποίημα «Δίαιτα» γράφει:
Να τ’αγαπάς τ’αγριάπιδα, μπορούν να σε σώσουν
την τελευταία στιγμή, όταν πένης κι αρρίζωτος
βλέπεις το ρήμα ξεκάρφωτο, σημάδι το αίμα.
Όσο διαβάζουμε τη συλλογή, στη μέση περίπου, βλέπουμε ότι ο Γιώργος Βέης επιχειρεί να δει και κοινωνικοπολιτικά την πόλη ερευνώντας το αστικό στοιχείο σε σχέση με τον άνθρωπο πλάνητα, άστεγο και αναγνώστη – ταξιδιώτη των μέσων μεταφοράς. Αλλάζει ρόλους, διαλογίζεται από άλλη θέση, καταλήγει να εμπλουτίσει την ποίησή του με ένα κοινωνικό λεξιλόγιο, προσδίδοντάς της ένα σύστοιχο βάρος και κάτοπτρο υπαρξιακού ορίζοντα. Ως προς αυτόν τον άξονα κινείται και το ποίημα «Μάτση» για την ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου (1914-1987).
Με γνώμονα την ενδοπαρατήρηση, διαφαίνεται στα ποιήματα ο στόχος να συνδέσει τα ποιητικά σύμβολα – λέξεις με την ατέρμονη ρευστότητα του είναι:
Άδεια σφηκοφωλιά
βουβό το κλαδί μέρες
ο τρόμος μένει.
Τρόπον τινά, στη θέαση του είναι, το παρελθόν αποκτά εμβληματική σημασία ως πλατφόρμα αποθησαύρισης, ενόσω το ποιητικό υποκείμενο ανασυγκροτείται και αισθάνεται ένα είδος εκπλήρωσης μετά τη διαχείριση του πόνου και την εκμάθηση από το χρονικό αυτής της επίπονης διαδικασίας, ίχνη της οποίας μοιράζεται ως λάμψεις από το προσωπικό και υπόρρητο σκοτάδι με τους αναγνώστες.
Ο ποιμένας του άδολου
είναι στ’αλήθεια τ’αηδονάκι.
Με αφορμή αυτά τα ίχνη της σκόπιμα μυστικιστικής απροσδιοριστίας εν μέρει, ο ποιητής επιχειρεί να υποβάλει την ιδέα πως η μελαγχολία συγκροτεί την ποιητική εξιστόρηση. Αυτό, βέβαια, ως στάση ύπαρξης και θέση, κατάγεται από τον Μπένγιαμιν, ο οποίος ήταν της άποψης ότι κατανοεί την ιστορία αυτός που ταυτίζεται συγκινησιακά μαζί της. Συγκεκριμένα, ο Μπένγιαμιν είχε γράψει: «Γεννήθηκα υπό τον αστερισμό του Κρόνου – υπό τον αστερισμό της πιο αργής περιστροφής, τον πλανήτη των λοξοδρομήσεων και των βραδυποριών» (βλ. Σούζαν Σόνταγκ, Η γοητεία του φασισμού, μτφρ. Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 2010, σ.82).
Ομοίως, λοιπόν, ο Γιώργος Βέης κατανοεί εαυτόν και ποίηση ως ιστορική εξελικτική διαδικασία καθώς επιχειρεί να αναμορφώσει το συγκινησιακό φορτίο του. Αυτή η εργαλειακή αντίληψη για τη μελαγχολία είναι η ίδια που είχε και ο Γκόγια στη σκοτεινή περίοδό του, ζωγραφίζοντας το σκύλο ή τον Κρόνο να τρώει τα παιδιά του. Άλλωστε, ο Γκόγια είχε διατυπώσει ότι ο Κρόνος ήταν ο Χρόνος που, μεταφορικά, (κατα)τρώει τον άνθρωπο.
Συνοψίζοντας, ο Καταυλισμός είναι μια συλλογή για τον άνθρωπο που ώριμα περιδιαβαίνει τη ζωή, πέραν της ενοχής και της αυτομαστίγωσης, παίρνοντας μαθήματα από την καρτερικότητα και την ανθεκτικότητα της φύσης. Με κριτήριο τις φυσικές αρετές ο ποιητής εναποθέτει την ελπίδα των στίχων του στο βάθρο του περιβάλλοντος ως το ουράνιο, το αιώνιο και άξιο να φροντιστεί συγχρόνως.
*Πηγή: https://www.literature.gr/kataylismos-giorgos-veis/