Το θρυλικό ελληνικό εστιατόριο του Great Ocean Road εγκαινιάζει μια νέα εποχή

«Ο Chris Talihmanidis ήταν, ίσως, ο πρώτος Έλληνας που πήγε στην Ανταρκτική. Εργάστηκε ως σεφ στο Nella Dan... Μια φορά βούτηξε ακόμη και στα παγωμένα νερά για να κερδίσει ένα στοίχημα!»

Όποιος έχει ταξιδέψει στην εντυπωσιακή διαδρομή του Great Ocean Road προς το Apollo Bay, πολύ πιθανόν να έχει απολαύσει τη ζεστή φιλοξενία στο Chris’s Beacon Point Restaurant.

Μέσα στους λόφους, περιτριγυρισμένο από δέντρα και με εκπληκτική θέα στον ωκεανό, αποτελεί αγαπημένο σημείο για χιλιάδες ανθρώπους.

Άλλωστε, ο ιδιοκτήτης, Chris Talihmanidis, είναι κάτι σαν θρύλος εντός και εκτός Αυστραλίας. Εδώ και 45 χρόνια, υποδέχεται ντόπιους, τουρίστες και πολλές διασημότητες. Οι Nicole Kidman, Tom Cruise, Barry Humphries και Joe Montana είναι μεταξύ των γνωστών ονομάτων που έχουν βιώσει τη χαρακτηριστική ζεστασιά και γοητεία του ομογενή εστιάτορα.

Για τον Chris, πλέον 90 ετών, ήρθε η ώρα να ξεκουραστεί, κι έτσι με ανάμεικτα συναισθήματα, ο ίδιος και η σύντροφός του, Penny Kenrick, αποφάσισαν να παραδώσουν τα ηνία του ιστορικού εστιατορίου, σε νέους ιδιοκτήτες, με την ελπίδα ότι θα συνεχίσουν την κληρονομιά τους.

«Δεν ήταν απλώς μια δουλειά, ήταν τρόπος ζωής. Κάθε χρόνο επέστρεφαν από την Ελλάδα με νέες ιδέες που ήθελαν να δοκιμάσουν. Ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας του εστιατορίου ήταν αυτή η δημιουργική σπίθα μεταξύ τους», λέει για τον πατέρα του, Chris, και τη σύντροφό του Penny, o Taki Talihmanidis

«Είναι μια δουλειά που κάναμε μαζί για πολλά, πολλά χρόνια», είπε η Penny στον «Νέο Κόσμο».

«Πηγαίναμε στη δουλειά μαζί κάθε μέρα», εξηγεί, προσθέτοντας ότι, αφού δεν μπορούν πλέον να διευθύνουν την επιχείρηση όπως άλλοτε, είναι καιρός να αποχωρήσουν.

Το ζευγάρι εργάζεται μαζί από τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Κάθε χρόνο ταξίδευαν στην Ελλάδα για τρεις μήνες, επισκέπτονταν εστιατόρια σε όλη την Ευρώπη, δοκιμάζοντας νέες γεύσεις, και επέστρεφαν με φρέσκες ιδέες και έμπνευση για να εμπλουτίσουν το μενού του εστιατορίου.

«Οι δυο τους έχουν τη δημιουργική σπίθα», είπε στον «Νέο Κόσμο» ο γιος του Chris, Taki Talihmanidis.

«Ήταν ο Chris και στο παρασκήνιο, πάντα η σύντροφός του, η Penny».

«Μαγείρευαν πάντα μαζί. Δεν ήταν απλώς μια δουλειά, ήταν τρόπος ζωής. Κάθε χρόνο επέστρεφαν από την Ελλάδα με νέες ιδέες που ήθελαν να δοκιμάσουν. Ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας του εστιατορίου ήταν αυτή η δημιουργική σπίθα μεταξύ τους».

Ο Chris Talihmanidis ήταν ίσως ο πρώτος Έλληνας που πήγε στην Ανταρκτική. Η φωτογραφία τραβήχτηκε το 1965 όταν εργαζόταν ως σεφ στο Nella Dan. Φωτoγραφία: Supplied

Ο Chris Talihmanidis, όπως όλα δείχνουν, είναι μια ξεχωριστή προσωπικότητα.

«Ήταν, ίσως, ο πρώτος Έλληνας που πήγε στην Ανταρκτική. Εργάστηκε ως σεφ στο Nella Dan και έκανε δύο φορές την περιοδεία. Το Nella Dan αργότερα συνετρίβη στα βράχια του Macquarie Island και η πλώρη του βρίσκεται τώρα στο Melbourne Aquarium. Συνήθιζε να μου λέει πόσο κρύο έκανε, και ότι μια φορά βούτηξε ακόμη και στα παγωμένα νερά για να κερδίσει ένα στοίχημα!» Ο Taki γελάει.

«Διοργάνωναν τις γαμήλιες δεξιώσεις τους εκεί, γιόρταζαν σταθμούς της ζωής τους, περνούσαν τον μήνα του μέλιτος… Και πάντα επέστρεφαν κάθε τόσο. Το μέρος αυτό έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτιστικής ζωής πολλών», λέει ο φίλος της οικογένειας, Christos Iliopoulos

Γεννημένος στο Πολύπετρο, κοντά στη Γουμένισσα στην Βόρεια Ελλάδα το 1934, τα πρώτα χρόνια του Chris σημαδεύτηκαν από τον πόλεμο και την κατοχή των Ναζί.

Ως το μεγαλύτερο παιδί, έπρεπε να θρέψει μια πενταμελή οικογένεια όσο ο πατέρας του έλειπε στην Χωροφυλακή. Από την ηλικία των 13 ετών, εργαζόταν σε εστιατόρια στη Θεσσαλονίκη. Αργότερα, κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, έγινε αρχιλοχίας πριν επιστρέψει στο πάθος του – αρχιμάγειρας στο στρατό.

Το 1960, ο Chris επιβιβάστηκε για την Αυστραλία. Παρόλο που ήταν πτυχιούχος σεφ, δεν ήταν επάγγελμα που η Αυστραλία δεχόταν τότε, οπότε πήρε ένα πιστοποιητικό τεχνίτη βαφέα για να μπορέσει να εισέλθει στη χώρα.

«Εργάστηκε στη Ford για μια εβδομάδα και μετά πήγε κατευθείαν στα εστιατόρια!»

Πολλοί θα θυμούνται ακόμη το πρώτο εστιατόριο που άνοιξε στο Lorne με την πρώτη του σύζυγο το 1972, «Chris’s restaurant».

«Όλα τα μεγάλα ονόματα ήθελαν να βρουν ένα τραπέζι εκεί. Κάθε βράδυ γινόταν ο χαμός. Οι Αυστραλοί δεν είχαν ξαναδεί κάτι παρόμοιο – μια αυθεντική ελληνική ταβέρνα», θυμάται ο γιος του, Taki, ο οποίος επίσης εργάζεται στον χώρο της φιλοξενίας, ξεκινώντας από την οικογενειακή επιχείρηση, σε ηλικία 11 ετών.

Αφού οι γονείς του χώρισαν, ο Chris γνώρισε την Penny και ξεκίνησαν μαζί το εγχείρημά τους στο Apollo Bay.

«Μετά από όσα είχε ζήσει, έγινε ανθεκτικός. Έχει αρκετά δυνατή εργασιακή ηθική και βαθιά εκτίμηση για το φαγητό», περιγράφει τον πατέρα του ο Taki, και θυμάται την καταστροφική πυρκαγιά που έκαψε το εστιατόριο Chris’s Beacon Point το 2003.

Το εστιατόριο, που ξαναχτίστηκε από τις στάχτες με τον αρχιτέκτονα, Mark Gratwick, αξιοποίησε στο έπακρο τη μαγευτική θέα, με φόντο το δάσος, και μπροστά τον απέραντο ωκεανό. «Είναι διαχρονικό και μοντέρνο ταυτόχρονα», είπε ο Taki. Προστέθηκαν, επίσης, εννέα διαμερίσματα, επιτρέποντας στους επισκέπτες να βυθιστούν πλήρως στο όμορφο περιβάλλον και να απολαύσουν την υψηλή γαστρονομία.

Ο Christos Iliopoulos, σύμβουλος επιχειρήσεων της οικογένειας, τους γνωρίζει εδώ και 20 χρόνια.

«Το θέμα με τον Chris είναι ότι είναι πολύ φιλικός και προσιτός. Αγαπάει πραγματικά τους ανθρώπους. Τους υποδέχεται όλους σαν να τους γνωρίζει χρόνια. Και αυτό το βρίσκουν αναζωογονητικό και επιστρέφουν εκεί σαν να επισκέπτονται έναν συγγενή».

Δεν είναι μόνο οι διασημότητες και οι τουρίστες που δειπνούν εκεί. Ολόκληρη η κοινότητα έχει συνδεθεί με τον χώρο.

«Ήταν ένα μέρος όπου υπήρχαν σημαντικές στιγμές για τους ανθρώπους. Διοργάνωναν τις γαμήλιες δεξιώσεις τους εκεί, γιόρταζαν σταθμούς της ζωής τους, περνούσαν τον μήνα του μέλιτος… Και πάντα επέστρεφαν κάθε τόσο. Το μέρος αυτό έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτιστικής ζωής πολλών», προσθέτει ο Iliopoulos.

Η υπέροχη θέα από το εστιατόριο που διατηρεί ο ομογενής Chris Talihmanidis, με τη σύντροφό του, Penny Kenrick εδώ και δεκαετίες

Για την Penny, η οποία μοιράζεται την ίδια αγάπη για το φαγητό και την περιπέτεια με τον Chris, η αφοσίωση και η σκληρή δουλειά που απαιτήθηκε για να κάνουν το εστιατόριο αυτό επιτυχημένο, ποτέ δεν της φάνηκε σαν δουλειά.

«Με τόση ποικιλία και τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργαζόμασταν, ποτέ δεν έμοιαζε με δουλειά. Ήμασταν απλώς μέλη της ομάδας, και ο Chris και εγώ πάντα δουλεύαμε σε απόλυτη συνεργασία με όλους. Ήμασταν πάντα μέσα στα πράγματα, με το προσωπικό μας, και είμαστε πολύ δεμένοι με όλους. Οι εργαζόμενοι μας φροντίζουν πάντα με σεβασμό».

«Για μένα, το πιο συγκινητικό είναι ότι τώρα έχουμε να κάνουμε με τα παιδιά και τα εγγόνια των αρχικών μας πελατών. Κάποια από τα παιδιά τους μάλιστα δούλεψαν για εμάς, γνωρίστηκαν, παντρεύτηκαν και τώρα τα παιδιά τους γιορτάζουν μαζί μας! Είναι μια μακρά πορεία, σε μια πολύ στενή κοινότητα».

Η Penny προσθέτει ότι στην επιτυχία του εστιατορίου σίγουρα έπαιξε ρόλο η τοποθεσία, αλλά ήταν επίσης αποτέλεσμα της ιδιαίτερης συνεργασίας μεταξύ τους.

«Ο Chris ήταν αυτός που υποδεχόταν τους πελάτες – ήταν το πρόσωπο του εστιατορίου. Όμως όλα κυλούσαν τόσο ομαλά λόγω της δικής μου οργάνωσης και της δουλειάς που έκανα στο παρασκήνιο».

Με τα ταξίδια τους στην Ελλάδα κάθε χρόνο εμπλούτιζαν το μενού, ενώ η Penny σημειώνει ότι η καταγωγή του Chris από τη Μικρά Ασία διαμόρφωσε επίσης τα πιάτα που προσέφεραν.

Οι γονείς του Chris ήταν μέρος της ελληνοτουρκικής ανταλλαγής πληθυσμών. Η μητέρα του γεννήθηκε στην Μικρά Ασία και το φαγητό με το οποίο μεγάλωσε ο Chris είχε τουρκικές και μεσανατολικές καταβολές.

«Το ελληνικό φαγητό που προσφέρουμε είναι περισσότερο επηρεασμένο από τη Μικρά Ασία».

Κοιτάζοντας στο μέλλον, ο Chis και η Penny ελπίζουν ότι οι επόμενοι ιδιοκτήτες του Chris’s Beacon Point Restaurant and Villas, θα υιοθετήσουν τον τρόπο ζωής και θα συνεχίσουν την κληρονομιά τους.

«Είναι μια υπέροχη πόλη, μια υπέροχη κοινότητα και ένα φανταστικό μέρος για να ζεις κανείς».

Το ζευγάρι δεν φεύγει από την περιοχή.

«Θα μείνουμε εδώ», είπε η Penny.

Ο Taki προσθέτει ότι θα ήταν υπέροχο οι νέοι ιδιοκτήτες να έρθουν με νέες ιδέες, να δημιουργήσουν νέα πράγματα και να το πάνε στο επόμενο επίπεδο.

«Υπάρχουν μεγάλες ανταμοιβές, αλλά και μεγάλες προσδοκίες. Αν θέλεις να φέρεις πελάτες στο τραπέζι σου, πρέπει να το κερδίσεις».