«Τέλος εποχής» και… επίσημα πια για το «Διεθνές» (International Cakes), το εμβληματικό ζαχαροπλαστείο στην καρδιά της Μελβούρνης, το οποίο αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την παροικία μας, και όχι μόνο, για δεκαετίες.
Τη Δευτέρα, 30 Σεπτεμβρίου, ο Βασίλης Μπατζογιάννης (Bill Batz), αργά το βράδυ, μετά από μία ακόμα ημέρα με πολλή δουλειά, φεύγοντας από το μαγαζί του, κλείδωσε πίσω του την πόρτα.
Όπως έκανε εδώ και 55 χρόνια.
Μόνο που αυτήν τη φορά, την επόμενη το πρωί δεν επέστρεψε για να ανοίξει και πάλι το «Διεθνές» για τους αγαπημένους πελάτες του…
«Έβαλα το κλειδί, το γύρισα, βούρκωσα και δε γύρισα να κοιτάξω πίσω», δήλωσε εμφανώς συγκινημένος στον «Νέο Κόσμο», καθώς δεν άφησε πίσω του το ζαχαροπλαστείο μόνο, αλλά μία ολόκληρη ζωή.
Μπορεί, όντας έντονα συναισθηματικά φορτισμένος, να μη θυμάται ποια ήταν ακριβώς η τελευταία παραγγελία (ήταν πολλά τα take ways, όπως μας είπε), αλλά δεν ξεχνάει με τίποτα την πόση αγάπη δέχθηκε από τον κόσμο, εδώ και δεκαετίες, αλλά και τις τελευταίες ημέρες, όταν δημοσιεύτηκε η συνέντευξή του, στην εφημερίδα μας και την Ίριδα Παπαθανασίου, αποκαλύπτοντας ότι το «Διεθνές» θα κλείσει στα τέλη Σεπτεμβρίου.
Υπήρξε απίστευτη ανταπόκριση, δεν περίμενα ότι θα λάβω τόσα μηνύματα, τόσα τηλεφωνήματα, επισήμανε ο κ. Μπατζογιάννης, επισημαίνοντας ότι ο ίδιος «μπήκε» στο ζαχαροπλαστείο 55 χρόνια πριν, αλλά αυτό προϋπήρχε από το 1967. Μάλιστα ακόμη παλαιότερα, τη δεκαετία του ’50 λειτουργούσε ως καφενείο.
Υπήρξε ένας τόπος συνάντησης των Ελλήνων μεταναστών. Και πολλοί από αυτούς, από το λιμάνι της Μελβούρνης, όπου έφταναν με τα πλοία της γραμμής, πήγαιναν εκεί, ζητώντας πληροφορίες για το πού μπορούν να μείνουν ή πού μπορούν να εργαστούν.
Οι οικογένειες Μπατζογιάννη και Γιοβάνογλου, των συνέταιρων στο «Διεθνές», σε ανακοίνωσή τους στον «Νέο Κόσμο» το περασμένο Σάββατο, εξέφρασαν τις ευχαριστίες τους προς τους πιστούς πελάτες τους, ανά τις δεκαετίες.
Εκτιμούμε βαθιά τις σχέσεις που χτίσαμε με την Ελληνοαυστραλιανή παροικία και είμαστε ευγνώμονες για την αδιάκοπη υποστήριξή σας, όλα αυτά τα χρόνια, ανέφεραν, ανάμεσα σε άλλα.
Η εμπιστοσύνη και η αφοσίωσή σας στην επιχείρησή μας υπήρξε η κινητήριος δύναμη της επιτυχίας μας και σας εκφράζουμε τη βαθύτατη εκτίμησή μας.
Ήταν τιμή μας να σας εξυπηρετούμε και να είμαστε μέρος της ζωής σας…
Εκφράζουμε τις πιο θερμές μας ευχαριστίες για την αγάπη και τη στήριξη που λάβαμε μετά την ανακοίνωση του κλεισίματος της επιχείρησής μας…
Ειλικρινά συγκινηθήκαμε από τα θερμά σας μηνύματα, τις αναμνήσεις που μοιραστήκαμε και τις εγκάρδιες ευχές σας.
Αν και οι πόρτες μας κλείνουν, νιώθουμε χαρά για τις αναμνήσεις που είχαμε την τιμή να δημιουργήσουμε με την αγαπημένη μας κοινότητα, οι οποίες θα παραμείνουν για πάντα στις καρδιές μας.
Με την πιο θερμή μας εκτίμηση … και βαθύτατη ευγνωμοσύνη προς όλους,
Βασίλης Μπατζογιάννης, Εμμανουήλ Γιοβάνογλου, Γιάννης Γιοβάνογλου, Μαίρη Μπατζογιάννη.
Όπως έγραφε η Ίριδα, «δεν υπάρχει κανείς στη Μελβούρνη, ή ακόμα και στην Αυστραλία, που δε γνωρίζει το ‘Διεθνές’, το οποίο υποδέχεται εδώ και δεκαετίες, γενιές Ελλήνων -και όχι μόνο- στον χώρο του που βρίσκεται στη Lonsdale Street, τον δρόμο όπου κάποτε χτυπούσε η ‘καρδιά’ της παροικίας».
«Μαζί … κλείνει και ένα σημαντικό κεφάλαιο της ελληνικής Διασποράς στην Αυστραλία».
Όχι τυχαία λοιπόν, η είδηση για το κλείσιμο του «Διεθνές», έκανε τα τελευταία 24ωρα «τον γύρο» και των αυστραλιανών ΜΜΕ.
«Ένα από τα τελευταία ελληνικά ζαχαροπλαστεία της πόλης (στο κέντρο της Μελβούρνης) έκλεισε τις πόρτες του μετά από 60 χρόνια», έγραψε η Herald Sun.
«Το International Cakes, το τελευταίο εναπομείναν ζαχαροπλαστείο στην ελληνική συνοικία της Μελβούρνης, σέρβιρε τον τελευταίο του μπακλαβά το βράδυ της Δευτέρας».
«Η ανταπόκριση ήταν απίστευτη και οι πελάτες λυπούνται πολύ που μας βλέπουν να φεύγουμε», δήλωσε στην αυστραλιανή εφημερίδα ο κ. Μπατζογιάννης.
«Από τότε που έμαθαν ότι κλείνουμε, έρχονται και αγοράζουν όλα τα κέικ μας … Έχουν μεγαλώσει εδώ … Είχα τους πιο γλυκούς πελάτες».
Για ένα ζαχαροπλαστείο «θεσμό» (institution) που κλείνει, έκανε λόγο ο οδηγός πόλης «broadsheet.com.au»
«Σε ιδανική θέση στην καρδιά του ελληνικού συνοικισμού της Μελβούρνης, το International Cakes υπήρξε σημαντικό μέρος για την ελληνική κοινότητα της πόλης…», επισήμανε.
«Οι άνθρωποι γνώριζαν το κατάστημα και ήθελαν να συνεχίσει να λειτουργεί. Θέλουν να συνεχίσω και εγώ, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ … πολλοί άνθρωποι λυπούνται που θα μας δουν να φεύγουμε», ανέφερε στο εν λόγω μέσο, ο κ. Μπατζογιάννης.
Στο ίδιο πλαίσιο του news.com.au, το 7News και μία σειρά ακόμα από ΜΜΕ, ενώ και το ABC φέρεται να ετοιμάζει το δικό του αφιέρωμα στο «Διεθνές».
«ΕΔΩ ΗΤΑΝΕ ΕΛΛΑΔΑ»
Ας θυμηθούμε τι έγραφε πρόσφατα η Ίριδα Παπαθανασίου για το «Διεθνές»:
Αν οι τοίχοι μπορούσαν να μιλήσουν, το «Διεθνές» θα αφηγούνταν για ώρες ατελείωτες ιστορίες για τους Έλληνες που πρωτοέφταναν στην Αυστραλία, τις οικογένειες που έφτιαξαν και πώς εξελίχθηκαν στη χώρα που εντέλει έγινε η δεύτερη πατρίδα τους…
Απέναντι ακριβώς, στο νοσοκομείο Queen Victoria, γεννήθηκαν χιλιάδες Ελληνόπουλα, με τους μπαμπάδες και τους συγγενείς να περιμένουν ανυπόμονα τα γεννητούρια, στο φιλόξενο ζαχαροπλαστείο των Βασίλη Μπατζογιάννη (Bill Batz) και Μανώλη Γιοβάνογλου.
Δίπλα του ακριβώς ήταν και τα γραφεία του «Νέου Κόσμου», με το προσωπικό κάθε μέρα να κάνει ουρά για τον πρωινό καφέ, όπου ο κ. Βασίλης μάθαινε τα νέα της πατρίδας και της παροικίας από πρώτο χέρι.
Ακόμα και ο γνωστός αρχισυντάκτης της εφημερίδας μας, Σωτήρης Χατζημανώλης, εργάστηκε εκεί ως φοιτητής τα Σαββατοκύριακα, μαζί με τον κ. Βασίλη, συνάπτοντας μία φιλία που διαρκεί μέχρι σήμερα.
Ήταν αυτός ο λόγος, που ο κ. Βασίλης επέλεξε τον «Νέο Κόσμο» να ανακοινώσει στους αγαπημένους του πελάτες, ότι το «Διεθνές» κλείνει οριστικά τις πόρτες του στο τέλος του μήνα.
Μπορεί όλα γύρω από το ελληνικό ζαχαροπλαστείο να άλλαξαν, να έφυγαν από τον δρόμο 50-60 ελληνικές επιχειρήσεις, αλλά «το Διεθνές» παρέμεινε εκεί ολόιδιο για πάνω από μισό αιώνα, με τους ίδιους ιδιοκτήτες, να συνεχίζουν να προσφέρουν τις γλυκές γεύσεις και τη χαρακτηριστική φιλοξενία της πατρίδας.
«Έχουμε πελάτες από παντού. Έρχεται κόσμος κάθε μέρα, που από παλιά μας γνωρίζει. Τα πιο πολλά Ελληνάκια, χιλιάδες δηλαδή, έχουν γεννηθεί εδώ απέναντι στο νοσοκομείο Queen Victoria. Αυτά τα παιδιά όλα, το θυμούνται και αγαπάνε το μέρος αυτό. Τι να σου πω; Έρχονται με τόσο σεβασμό στο μαγαζί μας -είναι μεγάλοι άνθρωποι τώρα- και με αποκαλούν ακόμα ‘θείο’. Αγαπάνε το μαγαζί για την ιστορία του», μας είπε κατασυγκηνιμένος ο κ. Βασίλης.
«Αυτό το μαγαζί το αγάπησα από την πρώτη στιγμή γιατί είχε το ελληνικό στοιχείο. Ήταν σαν να ήμουν στην πατρίδα. Εδώ ήτανε Ελλάδα!».
«Γιατί ήμουνα Έλληνας, και παρέμεινα Έλληνας – δεν έγινα ποτέ Αυστραλός. Αγαπούσα τους Έλληνες, τη ράτσα μου, είναι ωραίος κόσμος. Και εδώ στο μαγαζί υπήρχε τεράστιο σέβας. Στα 55 χρόνια δεν προέκυψε ποτέ κάποιο περιστατικό. Οι Έλληνες είναι περήφανος κόσμος. Είναι ωραίοι πελάτες, οι καλύτεροι πελάτες που μπορείς να έχεις».
Εδώ «άκουγες ελληνικές φωνές μέσα και έξω, ήτανε το κάτι άλλο. Τώρα δεν υπάρχουν Έλληνες εδώ».
«Από το ’90 και μετά. Ανέβηκαν τα ενοίκια. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Ο Ελληνισμός άρχισε να εξαπλώνεται και δεν ήταν εύκολο να κατέβουν στην πόλη για το παραμικρό. Στην πόλη θα ερχότανε κάποτε μόνο για καφέ. Τώρα πρέπει να περάσεις τα freeway, θέλεις χρόνο, και να βρεις και να παρκάρεις. Όπως άρχισαν να ζούνε πιο έξω από τη Μελβούρνη, έτσι άρχισαν και αυτές οι επιχειρήσεις να φεύγουν από το κέντρο και ο ελληνισμός άρχισε να αφομοιώνεται μέσα στο αυστραλιανό περιβάλλον».
Τα παιδιά του εργάστηκαν στο Διεθνές». «Οι δυο μου κόρες κατά περιόδους. Αλλά του συνεταίρου μου ο γιος ακόμα εργάζεται εδώ. Έχω έναν συνέταιρο εδώ και 45 χρόνια, τον Μανώλη Γιοβάνογλου. Και με τον Μανώλη τα βρήκαμε. Για να σιγουρέψουμε την επιχείρησή μας, αγοράσαμε το κτήριο για να μην μπορεί κανείς να μας κουνήσει από εδώ. Δουλέψαμε όσο θέλαμε να δουλέψουμε, και πριν από 4-5 χρόνια πουλήσαμε το κτήριο με σκοπό να βγούμε στη σύνταξη. Και εκεί που τα κανονίσαμε ήρθε το Covid που μας κράτησε εδώ για λίγα χρόνια ακόμα».
«Αν και έχω βαριά καρδιά που φεύγω δηλαδή…», λέει ο κ. Βασίλης συγκινημένος. «Γιατί θα αφήσω τόσο κόσμο που θα είναι δυσαρεστημένος. Το λέω σε Αυστραλούς πελάτες μου και μου λένε πόσο θα τους λείψει.. με ρωτάνε ‘που θα πας;’».
Είναι πολλοί που έρχονται κάθε μέρα, άνθρωποι από παλιά, όχι μόνο Έλληνες αλλά και Αυστραλοί, που μπαίνουν στο μαγαζί λες και είναι το σπίτι τους…
«Θα μου λείψει το μαγαζί. Θα μου λείψει ο κόσμος και όχι μόνο οι Έλληνες. Έκανα όσα ήθελα, πρόσφερα όσο μπόρεσα, και δεν έχω τίποτα άλλο να πω από ‘Ευχαριστώ’ στους πελάτες μου για όλη την συμπαράσταση».