Η εκδημία του Παναγιώτη (Πέτρου) Γιαννούδη αποτελεί μέρος της πράξης του Τελευταίου Χρησμού της πρωθιέρειας του Απόλλωνα, της Πυθίας, η οποία είχε προβλέψει τον θάνατο του αρχαίου ελληνικού Κόσμου με την επικράτηση του Χριστιανισμού. Η Πυθία είχε ενημερώσει, το 362 μ.Χ., τον εντολοδόχο γιατρό του αυτοκράτορα Μεγάλου Ιουλιανού (του Παραβάτη, κατά τη Χριστιανική βιβλιογραφία), ότι πλέον ούτε αυλές υπάρχουν στους Δελφούς ούτε ο Απόλλων ούτε οι προφητικοί χρησμοί ούτε οι δάφνες ούτε πηγή με προφητικό νερό, δίδοντας έτσι το «τετέλεσται» για τον ελληνικό Κόσμο.
Για τα δεδομένα της Ομογένειας και για τις παροικίες των Ελλήνων της Αυστραλίας, ο θάνατος του Π. Γιαννούδη σηματοδοτεί την πράξη του Τελευταίου Χρησμού, όπως τον γνωρίσαμε τα τελευταία εβδομήντα χρόνια. Επί εβδομήντα και πλέον χρόνια οι πρωτοπόροι Έλληνες μετανάστες στήριξαν με αγώνες τους την ελληνική παράδοση και τα έθιμα, ανέγειραν τις εκκλησιές τους, έστησαν τα σχολεία τους, οργάνωσαν τις εστίες κοινωνικής πρόνοιας, γηροκομεία, γηριατρεία, παιδικούς σταθμούς.

Το κυριότερο είναι ότι έστησαν γέφυρες διαρκούς και συστηματικής επικοινωνίας με την Ελλάδα και τους ελλαδικούς θεσμούς σε θέματα που αφορούν την κοινή μας πατρίδα, τα λεγόμενα εθνικά θέματα. Επί εβδομήντα χρόνια αγωνίσθηκαν για το Βορειοηπειρωτικό, τη Μακεδονία, την Κύπρο, το Αιγαίο, δέθηκαν συναισθηματικά με αγώνες, απεργίες, διαδηλώσεις, συγκρούσεις με τους εχθρούς της Ελλάδας και των ελλαδικών θεσμών.
Οι 270.000 Έλληνες έποικοι που εκπατρίσθηκαν, έκτισαν τον παλιό κόσμο της Ελλάδας στην Αυστραλία και στην υπόλοιπη Διασπορά. Καλλιέργησαν σχέσεις εμπιστοσύνης για την Ελλάδα με τα παιδιά τους, τους έμαθαν να αγαπούν και να νοιάζονται για την Ελλάδα, τους έμαθαν να αυτοπροσδιορίζονται ως Έλληνες στην ξενιτειά. Επί εβδομήντα χρόνια, όσο διήρκεσε η ζωή τους, οι Έλληνες πίστευσαν στον κόσμο που έφεραν μαζί τους από την Ελλάδα, από όλες τις γειτονιές της Ελλάδας. Προσπάθησαν να τους διδάξουν την παράδοση, τους χορούς και τη μουσική τους, τη γλώσσα και την πίστη τους.
Αυτός ο κόσμος ο Ελλαδικός, ο ελληνότροπος, ο ελληνοκεντρικός, ο Ελληνικός τώρα και στα επόμενα δέκα-δεκαπέντε χρόνια χάνεται, όπως χανόταν και στην περίπτωση του Αυτοκράτορα Ιουλιανού, για να παραμείνει μόνον εν ζωή, ένας συναισθηματικός δεσμός με την Ελλάδα και τους Έλληνες από τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Θα μείνει επίσης η μνήμη των αγωνιστών και οραματιστών, όπως ο Π. Γιαννούδης, για να θυμίζει σε αυτούς που έρχονται και στους αγέννητους, το χρέος των παλιών, τη λάμψη ενός ακάματου και ασυμβίβαστου πατριωτισμού των παλιών μεταναστών, του κόσμου που φεύγει και έφυγε, απέναντι στην πατρίδα τους.
Ο Γιαννούδης είναι από τους τελευταίους αξιόμαχους πατριώτες, στις φλέβες των οποίων αιμορραγούσε ο ελλαδικός κόσμος, Ελλάδα και Κύπρος. Ήταν από τους πλέον ενεργούς και ακαταμάχητους πολεμιστές των εθνικών μας θεμάτων, ήταν αυτός ο Έλληνας της Διασποράς που δίδαξε στους ελλαδικούς και στα όργανα της Ελλάδας στη Διασπορά ότι παρ’ όλα τα προβλήματα, τις εναντιώσεις, το αχρείαστο κυνήγημα και την απαξίωση, οι Έλληνες στη Διασπορά παραμένουν στις επάλξεις μέχρι τέλους, μαθαίνοντας να συγχωρούν και να αγαπούν αυτούς που τους αδίκησαν και τους αδικούν, γιατί μέσα τους δεν κατασκηνώνει απλά η αγάπη για την πατρίδα τους, αλλά και το χρέος τους απέναντι στην τεράστια κληρονομιά που κουβαλούν στους ώμους τους οι Έλληνες, εδώ και τέσσερις χιλιάδες χρόνια.

Θα αναφερθώ, ως μνημόσυνο απέναντι στην τεράστια προσφορά του Π. Γιαννούδη προς όλους, σε όλους και για όλους μας, αντλώντας δύο-τρία παραδείγματα της αξιόμαχης δράσης του, από το έργο μου για την ιστορία των Κυπρίων της Αυστραλίας, στην έρευνα και προβολή των οποίων η βοήθειά του προς εμέ ήταν υπερέχοντος γενναιόδωρη.
Από τους πιο σημαντικούς Κύπριους ηγέτες της παγκόσμιας ελληνικής Διασποράς, ήταν αναμφισβήτητα ο ρέκτης επιχειρηματίας Παναγιώτης Γιαννούδης, έχοντας υπηρετήσει αρχικά ως οργανωτικός γραμματέας από το 1972, υπό τον Τ. Τουμπουρού.
Ο Παναγιώτης (Πέτρος) Γιαννούδης (2.2.1935-5.11.2024) γεννήθηκε στο Βουνί, ένα μικρό χωριό της επαρχίας Λεμεσού σε οικογένεια μικρών αγροτών. Γονείς του ήταν ο Μιχαήλ (1898-1982) και η Ειρήνη Θεοδώρου (1906-1996) και τα αδέλφια του Αδελαονίκη, Αθηνά, Αντώνιος και Θεοδώρα.
Φοίτησε στο τοπικό δημοτικό σχολείο και το 1948 μετακόμισε στη Λεμεσό, όπου φοίτησε στο Λινίτειο Γυμνάσιο. Την εποχή που έζησε στη Λεμεσό, μοιραζόταν ένα σπίτι με άλλους συνοριοφύλακες, ενώ εργαζόταν πουλώντας αγγλόφωνες εφημερίδες σε Βρετανούς στρατιώτες. Από το 1951, περιστασιακά, και τα Σαββατοκύριακα, εργάστηκε ως ταμίας σε θερινούς κινηματογράφους και εκπαιδεύτηκε ως αθλητής στίβου με τον Γυμναστικό Σύλλογο Λεμεσού. Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο και έχοντας εργαστεί ως λιθογράφος και βιβλιοδέτης για αρκετούς μήνες, το 1956 δέχτηκε πρόσκληση από την αδελφή του Αδελαονίκη, η οποία είχε εκπατριστεί στην Αυστραλία δύο χρόνια νωρίτερα. Έφτασε με την Air-India από τη Βηρυτό και μετά από πέντε ημέρες (2-7 Ιουλίου 1956) ταξιδεύοντας μόνο κατά τη διάρκεια της ημέρας έχοντας ως σταθμούς την Τεχεράνη, Βομβάη, Μαντράς, Σιγκαπούρη και το Ντάργουιν.
Στο αεροπλάνο επέβαιναν επίσης δεκαπέντε νεαροί Έλληνες μετανάστες, συμπεριλαμβανομένου του Σπαρτιάτη, Γεωργίου Φουντά, ο οποίος αργότερα εξελέγη επί μακρόν πρόεδρος της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτώριας (ΕΟΚΜΒ).
Τον υποδέχθηκαν η αδελφή του Νίκη, και ο κουνιάδος του Χριστόδουλος Πρωτόπαπας, και έζησε μαζί τους για μικρό χρονικό διάστημα στο Fitzroy. Αρχικά, εργάστηκε σε εργοστάσιο ρούχων πριν ενταχθεί στη βιομηχανία κινηματογράφου Hoyts.
Λίγο αργότερα, έγινε αθλητής για τον αθλητικό σύλλογο του Collingwood Harriers. Ως αθλητής αγωνίστηκε σε διάφορους αγώνες και τον Δεκέμβριο του 1956 εκπροσώπησε τη Μελβούρνη στους πρώτους πανελλήνιους αγώνες στο Σίδνεϊ, όπου τερμάτισε δεύτερος και στους δύο αγώνες – 800 μέτρα και 1500 μέτρα. Κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων της Μελβούρνης τον Νοέμβριο του 1956, ο Παναγιώτης-Πέτρος εντάχθηκε στην ελληνική ομάδα ως εθελοντής. Την ημέρα εργαζόταν σε εταιρεία κατασκευής ενδυμάτων και τη νύχτα φοιτούσε στο Taylors College σπουδάζοντας Διοίκηση Επιχειρήσεων, για να βελτιώσει την εκπαίδευσή του. Εργάστηκε επίσης ως βοηθός μηχανικός προβολέα στο Hoyts Cinemas στη Μελβούρνη, το οποίο περιελάμβανε το Plaza στην Collins Street της Μελβούρνης και το Padua Cinema στο Brunswick. Το 1957 κατάφερε να διοριστεί αντιπρόσωπος μιας από τις πιο εντυπωσιακές ιστορικές κινηματογραφικές βιομηχανίες στην Ελλάδα, της Φίνος Φιλμ και να συνάψει κερδοφόρα συνεργασία με τον παραγωγό και ιδρυτή της, Φιλοποιμένα Φίνο. Τον Δεκέμβριο του 1957 έφερε στην Αυστραλία την πιο δημοφιλή ρομαντική ταινία, με τίτλο Golpho. Η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά στο Δημαρχείο Μελβούρνης μπροστά σε 2.521 θεατές. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο πλήθος Ελλήνων που συγκεντρώθηκε ποτέ κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης της ελληνικής μετανάστευσης.
Μετά την τεράστια επιτυχία του και τα εμπνευσμένα σχόλια στα ελληνικά Μέσα Ενημέρωσης, ο Π. Γιαννούδης περιόδευσε σε ολόκληρη την ήπειρο, επισκεπτόμενος περισσότερες από εκατόν πενήντα αγροτικές και αστικές πόλεις, χωριά, Δήμους, καθώς και κοινοτικές αίθουσες, αγροκτήματα, σπίτια και μεγάλα εστιατόρια προβάλλοντας το Golpho. Από τις μισθωμένες μεγάλες και ευρύχωρες κινηματογραφικές αίθουσες, στις υπόγειες γκαλερί του Cooper Pedy, από τους drive-in κινηματογράφους της τεράστιας ενδοχώρας της Δυτικής Αυστραλίας σε όλη τη διαδρομή από το Albany στο Νότο μέχρι το Broom και το Derby στο Βορρά και τις φάρμες ζαχαροκάλαμου του μακρινού βόρειου Κουίνσλαντ μέχρι τους Δήμους των ερήμων της κεντρικής Αυστραλίας.
Αυτός ο νεαρός παροδικός ιπτάμενος ρέκτης της Golpho, ήταν γνωστός σε όλους τους Έλληνες και Κύπριους έκανε μια περιουσία, αρκετή για να του προσφέρει μια ανοδική καριέρα στην κινηματογραφική βιομηχανία. Υπήρχε μεγάλη ζήτηση για ελληνικές ταινίες, καθώς πολύ λίγη ψυχαγωγία ήταν διαθέσιμη στους μετανάστες που έφταναν στην Αυστραλία. Ήδη, υπήρχαν περίπου τέσσερα ή πέντε διαφορετικά άτομα που πρόβαλλαν ελληνικές ταινίες κάθε Σάββατο σε κάποιες αίθουσες εκκλησιών.

Το 1958 ο Π. Γιαννούδης, συνεργάστηκε με τον Ανδρέα Παπαδόπουλο και τον Στάθη Ραυτόπουλο και δημιούργησε μια κινηματογραφική εταιρεία με την επωνυμία Cosmopolitan Motion Pictures Pty. Ltd. Αυτή η εταιρεία έγινε ένας από τους κύριους διανομείς ταινιών στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, και σύντομα μαζί με τον Chris Louis από το Σίδνεϊ, έγιναν οι μοναδικοί Έλληνες, Τούρκοι, Ινδοί και Γιουγκοσλάβοι διανομείς στην Αυστραλία. Επίσης, διένειμαν άλλες διεθνείς, αγγλικές και αμερικανικές ταινίες. Κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών, η Cosmopolitan Motion Pictures αγόρασε οκτώ κινηματογράφους στη Μελβούρνη, δύο στην Αδελαΐδα και έναν στο Περθ και μίσθωσε κινηματογράφους σε διάφορες επαρχιακές πόλεις.
Τα έτη 1960 έως 1975, η Ομογένεια γνώρισε τεράστια εισροή Ελλήνων μεταναστών που έφτασαν στην Αυστραλία και οι επιχειρήσεις άνθισαν. Η Cosmopolitan Motion Pictures οργάνωσε επίσης περιοδείες για θεατρικές ομάδες, δημοφιλείς τραγουδιστές, καλλιτέχνες και παλαιστές, συμπεριλαμβανομένων των Jim Londos και Primo Carnera (1958) και Χάρη Καρπόζηλου (1960). Το αποκορύφωμα ήταν η διοργάνωση στις αρχές της δεκαετίας του 1970 συναυλιών για τον Μίκη Θεοδωράκη και το συγκρότημά του στην Αυστραλία, οι οποίες σημείωσαν εξαιρετική επιτυχία. Ο τότε πρωθυπουργός και φιλέλληνας Gough Whitlam, παρακολούθησαν δύο από αυτές τις συναυλίες στο Σίδνεϊ και το Μπρίσμπεϊν. Στα μέσα της δεκαετίας του εξήντα ήταν ένας από τους πρωτοπόρους στην ίδρυση του πρώτου Ελληνοαυστραλιανού Εμπορικού Επιμελητηρίου στη Μελβούρνη και λόγω του γεγονότος ότι κατείχε και λειτουργούσε περισσότερους από έντεκα κινηματογράφους στη Μελβούρνη, την Αδελαΐδα, το Περθ και άλλες πόλεις, η παρουσία του στην κοινότητα ήταν ζωτικής σημασίας και σημαντική.
Το 1972 ο Π. Γιαννούδης εντάχθηκε ταυτόχρονα στην AHEPA (Australasian Hellenic Educational Progressive Association), καθώς και στην Κυπριακή Κοινότητα Μελβούρνης και Βικτώριας (CCMV).
Το 1972, ο Γιαννούδης έγινε μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κυπριακής Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτώριας, ως οργανωτικός γραμματέας. Δυστυχώς, το 1974 ήταν μια τραγική στιγμή για την Κύπρο με την τουρκική εισβολή. Ασχολήθηκε με την παροχή βοήθειας σε πρόσφυγες υπό δύσκολες συνθήκες, ταξιδεύοντας 3-4 φορές τον χρόνο στην Κύπρο. Το 1979 έγινε πρόεδρος της Κυπριακής Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτώριας μέχρι το 1990. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του διοργάνωσε την πρώτη Γιορτή Κυπριακού Κρασιού το 1982, την πρώτη Λέσχη Ηλικιωμένων το 1990, καθώς και άλλες εορταστικές εκδηλώσεις. Το 1978 έγινε επίσης Πρόεδρος της Ομοσπονδίας Κυπριακών Κοινοτήτων Αυστραλίας μέχρι το 1996. Επίσης, το 1978 έγινε αντιπρόεδρος της ΠΟΜΑΚ (απόδημοι Κύπριοι) και κατείχε αυτή τη θέση μέχρι το 1996, και από το 1996 μέχρι το 2003, ως γενικός γραμματέας της Παγκόσμιας Οργάνωσης Κυπρίων. Από το 1977 μέχρι το 2003 διετέλεσε επίσης πρόεδρος της Συντονιστικής Επιτροπής Κυπριακού Αγώνα (ΣΕΚΑ).
Εν τω μεταξύ, στις 17 Ιουλίου 1960, ο Π. Γιαννούδης γνώρισε και παντρεύτηκε στην εκκλησία του Ευαγγελισμού, την Κατερίνα Κατωπόδη (γεν. 11.1.1937). Ο πατέρας της, Ανδρέας, ένας επιδέξιος ράφτης που λειτουργούσε το επάγγελμά του από το κατάστημά του στην οδό Swanston, είχε εγκατασταθεί το 1920 από το νησί της Λευκάδας. Η μητέρα της, Μαρία Ροσβόγλου, ήταν κόρη Μικρασιατών προσφύγων από τον Τσεσμέ, που είχαν εγκατασταθεί στη Μελβούρνη το 1924. Ο Παναγιώτης και η Κατερίνα απέκτησαν τρία παιδιά: τη Μέριλιν (25.12.1961), μικροβιολόγο που παντρεύτηκε τον Γιώργο Σουβοζίκα και ανέθρεψαν τον Κωνσταντίνο και την Αικατερίνη, τον Μιχαήλ (16.9.1963), ηλεκτρονικό μηχανικό που παντρεύτηκε την Πασχαλίνα Λιάσκου και απέκτησαν την Αθηνά και την Παναγιώτα και τέλος, την Ειρήνη (1.12.1972), δασκάλα η οποία μεγάλωσε δύο παιδιά, τον Αθανάσιο και την Αικατερίνη.
Ο Γιαννούδης υπήρξε η ζώσα πνοή του Κυπριακού Ελληνισμού. Εκατοντάδες είναι τα περιστατικά της ενεργητικότητας και του πάθους του για προσφορά και ανθρωπισμό. Επιστρέφοντας από την επίσκεψή του στην Κύπρο με τον Χάρη Σιαμαρή και τον Κώστα Ζιντύλη, ο Γιαννούδης και οι σύντροφοί του έκαναν την κυπριακή τραγωδία το κύριο ζήτημα της εθνικής συμφιλίωσης και συζήτησης σε όλες τις εφημερίδες κα τα ραδιόφωνα με έντονα συναισθηματικές ς εκκλήσεις και παρακλήσεις Κυπρίων και Ελλήνων ηγετών προσελκύοντας το δημόσιο φιλότιμο.
Ακολούθησε επίσης αγώνας από τους κυπριακούς Οργανισμούς για να φιλοξενήσουν τους τουλάχιστον 9.000 Ελληνοκύπριους πρόσφυγες στη Βικτώρια και την Αυστραλία και να αναλάβουν μια εκστρατεία για την παρακολούθηση και τον εντοπισμό των αγνοούμενων μαρτύρων. Η μοίρα και η ευημερία τους στην Αυστραλία υπήρξε ένα ισχυρό ερέθισμα για τα επερχόμενα Διοικητικά Συμβούλια για τα επόμενα σαράντα και πλέον χρόνια, ενισχύοντας τα αισθήματα αλληλεγγύης και εθνικής υπερηφάνειας μεταξύ των Ελλήνων. Κατά την περίοδο 1974-1978 πάνω από 2.000.000 δολάρια είχαν παραδοθεί στην Υπηρεσία Αρωγής και Αποκατάστασης Εκτοπισμένων υπό τη διοίκηση του ιδρυτή της Γεωργίου Ιακώβου, περισσότεροι από 100 τόνοι τροφίμων και ειδών που παραδόθηκαν αεροπορικώς, σε συνεργασία με την κυβέρνηση της Κοινοπολιτείας. Την ίδια περίοδο, ο Π. Γιαννούδης και οι συνεργάτες του στην Cosmopolitan Motion Pictures, Στάθης Ραυτόπουλος (1921-2003) και Ανδρέας Παπαδόπουλος (1913-1988), μαζί με τον πρώην πρόεδρο της Κυπριακής Κοινότητας Σίδνεϊ (1961-1963) και τον επιχειρηματία Χρίστο Λούη, προσέφεραν την ενθουσιώδη υποστήριξή τους στο πρόγραμμα έκκλησης προσφύγων της Κύπρου στην Αυστραλία. Διέθεσαν όλες τις κινηματογραφικές αίθουσές τους για την προβολή ταινιών, συναυλιών και δημόσιων συνελεύσεων για την υποστήριξη των προσφύγων.
Επίσης, ο Π. Γιαννούδης και οι Κύπριοι ηγέτες της Κυπριακής Κοινότητας, σε συνεργασία με την PEVAK, διοργάνωσαν διαδοχικές εκδηλώσεις υποδοχής για τους εισερχόμενους πρόσφυγες, δεξιώσεις τσαγιού για συγκέντρωση χρημάτων, κοινωνικούς χορούς και εκκλήσεις. Στις 21 Ιουλίου 1977, ο Π. Γιαννούδης συναντήθηκε στη Λεμεσό με τον πρόεδρο Μακάριο και συμφώνησε να διανείμει στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία μια ταινία σε σκηνοθεσία Ευάγγελου Ιωαννίδη με τίτλο «Μακάριος – Το Μακρύ Ταξίδι», με όλα τα έσοδα να πηγαίνουν στο Φιλανθρωπικό Ταμείο Μακαρίου.
«Δυστυχώς για την Κύπρο, λίγες μέρες αργότερα, πέθανε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Παρευρέθηκα στην κηδεία του και ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω. Ο διάδοχός του, Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος, μου ζήτησε αργότερα να επιβλέψω προσωπικά την προβολή της ταινίας στην Αυστραλία. Επισκέφθηκε μάλιστα την Αυστραλία και τα έσοδα από την ταινία Australia wide δόθηκαν στο Archbishop’s Fund στην Κύπρο».
Αυτή η καθολική συνεργασία υπέρ εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων ήταν δικαιολογημένη. Υπολογίστηκε ότι το 40% του ελληνικού πληθυσμού της Κύπρου, καθώς και πάνω από το ήμισυ του τουρκοκυπριακού πληθυσμού, εκτοπίστηκαν από την τουρκική εισβολή. Τα στοιχεία για τους εσωτερικά εκτοπισμένους Κυπρίους ποικίλλουν: η Ενωμένη Ειρηνευτική Δύναμη στην Κύπρο (UNFICYP) υπολόγισε 165.000 Ελληνοκύπριους και 45.000 Τουρκοκύπριους. Η Ύπατη Αρμοστεία καταγράφει ελαφρώς υψηλότερους αριθμούς, 200.000 και 65.000 αντίστοιχα, εν μέρει με βάση επίσημες κυπριακές στατιστικές που καταγράφουν παιδιά εκτοπισμένων οικογενειών ως πρόσφυγες. Στις 2 Αυγούστου 1975, τα δύο μέρη κατέληξαν στη Βιέννη στη συμφωνία εθελοντικής ανταλλαγής πληθυσμών, η οποία τέθηκε σε εφαρμογή υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Σύμφωνα με αυτή τη Συμφωνία, οι Τουρκοκύπριοι που παρέμειναν στο νότο μετακινήθηκαν στο βορρά και οι Ελληνοκύπριοι που παρέμειναν στο βορρά μετακινήθηκαν στο νότο, εκτός από μερικές εκατοντάδες Ελληνοκύπριους που επέλεξαν να διαμείνουν στο βορρά.
Η παράνομη εισβολής και κατοχή της Κύπρου παρέμεινε ο πραγματικός πρωταρχικός στόχος του Π. Γιαννούδη. Έθεσε συνεχή σχέδια για μια δίκαιη επίλυση, εκφράζοντας επίσης τον αποτροπιασμό των συμπατριωτών του σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Σχεδόν πενήντα χρόνια αργότερα, θυμόταν εκείνες τις ημέρες της εισβολής αλλά και του ανώτερου πνεύματος ψυχικής ευφορίας και αλληλεγγύης των Ελλήνων της Αυστραλίας:
Περισσότερες από εξήντα με εβδομήντα γυναίκες κατά τη διάρκεια των προηγούμενων μηνών, μετά την επιστροφή μας, συνήθιζαν να συγκεντρώνονται στο Εκκλησιαστικό Μέγαρο του Αγίου Δημητρίου, στο Prahran, ενώ χιλιάδες άνθρωποι έφερναν τρόφιμα, ρούχα και άλλο υλικό για τους πρόσφυγες στην Κύπρο. Θυμάμαι με μεγάλη συγκίνηση τα πρόσωπα αυτών των αφοσιωμένων κυριών, οι οποίες συνήθιζαν να παίρνουν τα ρούχα στο σπίτι, να τα πλένουν, να τα σιδερώνουν και στη συνέχεια να τα φέρνουν πίσω για να τοποθετηθούν σε χαρτοκιβώτια. Υπήρχαν εκείνες οι πανύψηλες φιγούρες, ο Θεός να τους ευλογεί, που ήταν συνεχώς εκεί καθημερινά, δουλεύοντας ως εθελοντές πολλές ώρες. Ανάμεσά τους ήταν η Κατερίνα Γιάλλουρη, η Όλγα Παπαδάκη, η Γιούλη Λαζάρου, ο Παπαλουκάς, ο Π. Ζιντίλης για να αναφέρουμε μόνο μερικά. Καταφέραμε να συγκεντρώσουμε σε λίγους μήνες μόνο στη Μελβούρνη πάνω από ένα εκατομμύριο δολάρια. Εμπιστευτήκαμε τα χρήματα στον Γεώργιο Ιακώβου και την ανθρωπιστική του οργάνωση, την Υπηρεσία Αρωγής και Αποκατάστασης Εκτοπισθέντων.
Θυμάμαι τον χαρισματικό και γενναιόδωρο Λεύκιο Παπαδόπουλο, ικανό ταξιδιωτικό πράκτορα και πιστό μέλος διαδοχικών Διαχειριστικών Επιτροπών. Ο ίδιος, και το ταξιδιωτικό γραφείο Hermes, έπεισαν ακόμη και τη διοίκηση της Qantas να χρηματοδοτήσει τις προσπάθειές μας. Εξασφάλισε τη δωρεά μεταφορά 1000 κιλών ρουχισμού για να μεταφέρονται κάθε εβδομάδα από τη Μελβούρνη στην Αθήνα. Στη συνέχεια τα εμπορεύματα μεταφέρονταν στη Λάρνακα για τις ανάγκες των προσφύγων. Ένας άλλος ταξιδιωτικός πράκτορας, ο Φώτης Ιωσηφίδης, συνήθιζε να δωρίζει αεροπορικά εισιτήρια μετ’ επιστροφής στην Ελλάδα για τις εκστρατείες συγκέντρωσης χρημάτων, ενθαρρύνοντας έτσι τον κόσμο να αγοράσει λαχεία προς ενίσχυση του αγώνα. Οι επιχειρήσεις λιανικής πώλησης της Ελληνικής Αυστραλίας δώρισαν τα δικά τους προϊόντα στην έκκληση για τους πρόσφυγες. Υπήρχαν συνεχείς υπενθυμίσεις στις ελληνορθόδοξες εκκλησίες και τα σχολεία. Ο ίδιος ρυθμός γενναιοδωρίας συνεχίστηκε όλα αυτά τα χρόνια. Υπενθυμίζω ότι η Graecian Tours που λειτουργούσε από την οδό Lonsdale, είχε επίσης συμβάλει στην προσφορά πολλών αεροπορικών εισιτηρίων μετ’ επιστροφής για την υπόθεση της Κύπρου, ειδικά μετά το 1981, όταν η Ολυμπιακή Αεροπορία έκανε την Αυστραλία σπίτι της. Αυτό είχε την ομόφωνη υποστήριξη όλων των εταίρων που συμμετείχαν στο Graecian Tours, δηλαδή του Λεύκιου Παπαδόπουλου, του Γιώργου Φούντα, του Σάββα Παπασάββα, του Αντωνίου Τούμπουρου, του Γιώργου Νικολάου και του υπογράφοντος.
