«Καλώς Ήρθατε!»

Μια έκθεση στη Μελβούρνη για τη μετανάστευση στην Αυστραλία από την ομάδα νέων «Οι Ποσειδωνιάται»

«Πόσος χρόνος χρειάζεται άραγε για να επουλωθεί το τραύμα;» ήταν η πρώτη μου αντίδραση όταν, την Κυριακή 17 του Νοέμβρη πήρα μια πρόσκληση να επισκεφτώ ένα σπίτι στο Doncaster, για να παρευρεθώ σε μια ιδιωτική μουσειακή έκθεση με θέμα τη μετανάστευση.

Για τον νεομετανάστη κάθε αναφορά στη μετανάστευση είναι στην πραγματικότητα σαν να του ξύνουν τη νωπή ακόμα πληγή του που αιμορραγεί. Και για τον λόγο αυτό, όπως έχει άλλωστε καταγραφεί και από επιστημονικές έρευνες, πολλοί μετανάστες πρώτης γενιάς αποφεύγουν να συμμετέχουν σε ανάλογες εκδηλώσεις.

«Οι Ποσειδωνιάται» Χριστίνα Σαββοπούλου, Γιάννης Τζελέπης και Δημήτρης Γάλλος, απόφοιτοι πανεπιστημιακών σπουδών στις ανθρωπιστικές επιστήμες και στη μηχανική. Φωτογραφία: ‘Danial Oveisi’@ov3isi on Instagram.

Με όλες αυτές τις σκέψεις να μου στροβιλίζουν στο μυαλό κι ενώ προσπαθούσα να βρω δικαιολογία για να το αποφύγω, βρέθηκα αργά το απόγευμα της προηγούμενης Κυριακής να οδηγώ κατευθυνόμενη προς το Doncaster, προκειμένου να επισκεφτώ την έκθεση «Καλώς ‘Ηρθατε», που οργάνωσαν τρεις νέοι μετανάστες τρίτης γενιάς, «Οι Ποσειδωνιάται».

H καρδιά μου σφίχτηκε ακόμα πιο πολύ καθώς αντίκρισα την καλυμμένη με λευκό σεντόνι ταμπέλα στην μπροστινή αυλή της μονοκατοικίας της, στο Doncaster , που πρόδιδε ότι το σπίτι της γιαγιάς είχε δοθεί προς πώληση ή ίσως και να είχε ήδη πωληθεί. Στεναχώρια…

Στην είσοδο του γκαράζ παρκαρισμένη η Holden HX Premier του ’75, φτιαγμένη και καλογυαλισμένη καμάρωνε για τις παλιές δόξες της.

Η Holden HX Premier του 75, το αυτοκίνητο που κάποτε ανήκε στον παππού του Γιάννη Τζελέπη

Με διστακτικά βήματα προχώρησα στην είσοδο, όπου με υποδέχτηκε μια νέα κοπέλα, η Χριστίνα Σαββοπούλου, που τη γνώριζα ήδη από κάποιο συνέδριο Ελληνικών αλλά και μια άλλη μουσειακή έκθεση όπου είχαμε συναντηθεί πριν από λίγο καιρό. Πόσο χαίρομαι να συναντώ νέους ανθρώπους με ανησυχίες στα θέματα της γλώσσας και του πολιτισμού! Νιώθω πως οι προσπάθειές μας ως εκπαιδευτικοί ίσως και να μην πάνε χαμένες τελικά.

«Καλώς Ήρθατε» μου είπε χαμογελώντας και ξεκίνησε να με ξεναγεί στο σπίτι που αγοράστηκε το 1976 και ανήκε στους ποντιακής καταγωγής, Βασίλη Σαββόπουλο από την Καστοριά και Περσεφόνη Μιστακοπούλου από τη Μεσοποταμία που δεν είναι πια στη ζωή.

«Αυτό ήταν το σπίτι του παππού και της γιαγιάς μου» μου εξήγησε. «Προσπαθήσαμε να το ξαναφτιάξουμε όπως ήταν τότε που περνούσα εδώ τις ωραιότερες στιγμές των παιδικών μου χρόνων» άρχισε να μου ξεδιπλώνει το κουβάρι της οικογενειακής της ιστορίας.

«Όταν αποφασίσαμε να πουλήσουμε το σπίτι, έπρεπε να μαζέψουμε τα πράγματα του παππού και της γιαγιάς κατέληξε. Ανοίγοντας για πρώτη φορά αυτό το μπαούλο ξύπνησαν μέσα μας ξανά όλες εκείνες οι υπέροχες αναμνήσεις και δεν θέλαμε να πετάξουμε όλα αυτά τα κειμήλια – απομεινάρια της ζωής των ανθρώπων που μας αγάπησαν πιο πολύ και από την ίδια τους τη ζωή» είπε η Χριστίνα.

Η έκθεση συμπληρώνεται και από ένα εξαιρετικό βίντεο

«Εδώ, μαζί με τους φίλους μου Γιάννη Τζελέπη και Δημήτρη Γάλλο, συγκεντρώσαμε κειμήλια που ανακαλύψαμε στα μπαούλα όχι μόνο των δικών μου, αλλά και των δικών τους γιαγιάδων και παππούδων.

«Αυτά όλα τα αντικείμενα αφηγούνται την ιστορία των πρώτων Ελλήνων μεταναστών στη Μελβούρνη».

Η θλίψη και η αίσθηση απώλειας που ένιωθα μέχρι εκείνη τη στιγμή άρχισαν να ξεθωριάζουν σαν τις παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες που ήταν ακόμα στολισμένες μέσα στις ασημένιες κορνίζες του σκρίνιου και να παραχωρούν τη θέση τους σε κάποιες αμυδρές ελπίδες και αρκετή δόση απορίας καθώς το σχήμα της εμπειρίας άρχισε να αποκτά ολοένα και περισσότερο διαστάσεις οξύμωρου.

Και ο “Νέος Κόσμος” σε κάθε ελληνικό σπίτι…

Από τη μία μεριά οι τρεις νέοι, που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη Μελβούρνη, με πολιτιστικές ανησυχίες, με αγάπη και σεβασμό στην κληρονομιά τους, που πάλεψαν πολλά χρόνια στα σχολεία για να μάθουν Ελληνικά και που παλεύουν ακόμα για να μη γίνουν αυτό ακριβώς που λέει το όνομα που έδωσαν στην ομάδα τους «Οι Ποσειδωνιάται»*.

Κι από την άλλη εγώ, μια νέα μετανάστρια, να ταλαντεύομαι ανάμεσα σε ταυτίσεις και αντιθέσεις, περιπλανόμενη ανάμεσα στα δωμάτια του σπιτιού και στις αναμνήσεις της ζωής μιας άλλης μετανάστριας, που ήρθε στην Αυστραλία πολλά χρόνια πριν από μένα, μια εντελώς διαφορετική εποχή και κουβαλώντας πολύ διαφορετική «προίκα» στη βαλίτσα της, αλλά με πολύ συναφείς ελπίδες και όνειρα με τα δικά μου.

Στο πρώτο δωμάτιο που με ξενάγησαν η Χριστίνα μαζί με τον Γιάννη ανακάλυψα έναν θησαυρό από έγγραφα, ταυτότητες, αιτήσεις, βεβαιώσεις, πιστοποιητικά από το ταξίδι στη Αυστραλία των οικογενειών του Κωνσταντίνου και της Σεβαστής Παπαστεργιοπούλου, του Γιάννη και της Ρούλας Τζελέπη, του Τάσου και της Μαρίας Βασιλοπούλου και του Δημήτρη και της Κανέλλας Γάλλου.

Ο Τάσος Βασιλόπουλος με τον Γιάννη Τζελέπη

Κάθε έγγραφο και μια σειρά από ατέλειωτες αγωνίες μέχρι την πολυπόθητη ορκωμοσία για την υπηκοότητα. Και μετά ο γάμος, τα βαφτίσια των παιδιών… Γέλια, δάκρυα, αναμνήσεις μιας ολόκληρης ζωής…

Στον τοίχο, ανάμεσα στις φωτογραφίες από την επιβίβαση στο Πατρίς, τα στιχάκια του παππού Τάσου Βασιλόπουλου, από ένα ποίημα που έγραφε το 1961, όταν πήρε τον δρόμο του ξεριζωμού από την πατρίδα του.

«Η μέρα αυτή του χωρισμού στις δεκατρείς Οκτώβρη

πρέπει να ονομαστεί ημέρα μοιρολόγι» διαβάζουμε στη δεύτερη στροφή.

Στο διπλανό δωμάτιο, το νυφικό της γιαγιάς. «Ήταν μοδίστρα» καμαρώνει περήφανη η εγγονή Χριστίνα.

Σε μια γωνιά του σαλονιού το παλιό γραμμόφωνο και τα δισκάκια των 45 στροφών και λίγο πιο πέρα η πολυθρόνα του παππού όπου συνήθιζε να πίνει το καφεδάκι του διαβάζοντας την ελληνική εφημερίδα του.

«Ο παππούς μου διαβάζει καθημερινά και ανελλιπώς τον Νέο Κόσμο» δήλωσε ο Γιάννης.

Στο τραπεζάκι ακουμπισμένη η «Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας» και η «Βυζαντινή Ιστορία» με τα οποία διδάσκονταν Ελληνικά τα παιδιά των πρώτων μεταναστών του προηγούμενου αιώνα κι απ’ την άλλη μεριά, ανάμεσα στα περιοδικά της Ποντιακής Εστίας τα άλμπουμ με τις οικογενειακές φωτογραφίες διηγούνται την πραγματικά δύσκολη αλλά και γεμάτη επιτυχίες και χαρές ζωή των Ελλήνων μεταναστών του προηγούμενου αιώνα.

Στην πίσω αυλή, στον κήπο όπου φύτευε τον μπαχτσέ του ο παππούς, μια λεμονιά και στην απλώστρα στεγνώνουν ξανά στην κρεμάστρα η φόρμα εργασίας του παππού και η ρόμπα της γιαγιάς. Με πόσο ιδρώτα ποτίστηκαν κάποτε αυτά τα ρούχα που τώρα έγιναν μουσειακά εκθέματα!

Η σπιτική λεμονάδα που με κέρασαν ήταν πιο πολύ για να ξεδιψάσει τη νοσταλγία μου για όσα άφησα κια εγώ πίσω μου πριν από μόλις οχτώ χρόνια.

Αλλά η ώρα πέρασε και η έκθεση ετοιμαζόταν να κλείσει. Έπρεπε να φύγω.

Τα συναισθήματα που έπαιρνα μαζί μου στα βήματά μου προς την έξοδο ήταν πολύ διαφορετικά από αυτά με τα οποία μπήκα στο σπίτι. Η καρδιά μου ήταν τώρα γεμάτη συγκίνηση και θαυμασμό για μια εποχή που σιγά σιγά γίνεται παρελθόν αλλά και ελπίδα για το μέλλον, αισιοδοξώντας πως οι νέοι μας δεν θα ξεχάσουν και θα σταθούν με σεβασμό απέναντι στην ιστορία και στις ρίζες τους.

“Θα ξανανοίξουμε την έκθεση στο κοινό και έχουμε και άλλα σχέδια για το μέλλον» υποσχέθηκαν ο Γιάννης και η Χριστίνα που με παράβγαλαν μέχρι την εξώπορτα.

Η έκθεση θα λειτουργήσει και πάλι 1, 8, 14, 15 και 22 Δεκεμβρίου.

Τις μέρες αυτές θα λειτουργεί από 1 μ.μ. έως 5 μ.μ.

Η τιμή εισόδου είναι $5.

Η έκθεση λειτουργεί στο Doncaster.

Εγγραφείτε στο https://events.humanitix.com/kalos-irthate-migration-exhibition και θα σας αποσταλούν όλα τα στοιχεία και η διεύθυνση.

Ακολουθείστε το Kalos Irthate @kalosirthate_exhibiton και @theposeidoniate στο Instagram

Εις το επανιδείν λοιπόν!

* Η ομάδα έχει πάρει το όνομά της από το ομώνυμο ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη, Ποσειδωνιάται (1906):

Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται

εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι

με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους.

Το μόνο που τους έμενε προγονικό

ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες,

με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους.

Κ’ είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής

τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται,

και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε,

που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι.

Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους.

Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες —

Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί·

και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,

να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά

βγαλμένοι — ω συμφορά! — απ’ τον Ελληνισμό.