Ο «Νέος Κόσμος» συνεχίζει να παρουσιάζει αληθινές ιστορίες ενδοοικογενειακής βίας από την παροικία μας, με στόχο την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης και την παροχή χρήσιμων πληροφοριών, στο πλαίσιο της εκστρατείας «16 Ημέρες Δράσης: ‘Σπάμε’ τη σιωπή, σταματάμε τη βία».
Η παρακάτω ιστορία της Άννας* είναι αληθινή, αλλά για την προστασία της ταυτότητάς της, χρησιμοποιείται ψευδώνυμο.
Η Άννα* ήταν μόλις 21 ετών όταν γνώρισε τον άνδρα που αργότερα θα παντρευόταν.
«Ήταν μια μεγάλη ιστορία αγάπης», αφηγείται στον «Νέο Κόσμο». Η σχέση τους, όμως, ήταν ταραχώδης από την αρχή, με συχνές περίοδους χωρισμού, πριν τελικά παντρευτούν έξι χρόνια αργότερα.
Η κακοποίηση ξεκίνησε σχεδόν αμέσως μετά τον γάμο. Οι λεκτικές επιθέσεις κλιμακώθηκαν γρήγορα σε σωματική βία, με την Άννα να θυμάται τη φρικτή στιγμή που ο άντρας της την χτύπησε ενώ ήταν έγκυος στο πρώτο τους παιδί.
«Υπήρχαν πάντα σημάδια», λέει η Άννα, ακόμη και πριν από τον γάμο τους. «Αλλά πίστευα πως τα πράγματα θα καλυτερεύσουν, πως θα αλλάξουν».
Περιγράφει τον άντρα της ως ναρκισσιστή, χειριστικό, συντηρητικό και ζηλιάρη. Εκείνος όριζε κάθε πτυχή της ζωής της – από το να της απαγορεύει να εργάζεται ή να έχει φίλους, μέχρι το να παρακολουθεί τα έξοδά της, απαιτώντας εξηγήσεις για κάθε δολάριο που ξόδευε. «Δεν ξόδεψα ποτέ ούτε ένα σεντ για τον εαυτό μου», λέει η Άννα.
«Με υποτιμούσε συνεχώς, και τώρα συνειδητοποιώ ότι πιθανότατα το έκανε επειδή δεν ένιωθε ποτέ καλά με τον εαυτό του. Αλλά τότε ήταν σαν να περπατούσα μέσα σε ένα πυκνό δάσος – δεν μπορούσα να δω το φως, ούτε κάποιο δρόμο διαφυγής».
Η αγάπη, εξηγεί, ήταν αυτό που την κρατούσε δεμένη. «Τον αγαπούσα πραγματικά. Για πολύ καιρό πίστευα ότι έφταιγα εγώ κατά κάποιο τρόπο – για τον θυμό του, για το ότι δεν έκανα αρκετά, και ότι ίσως τον προκαλούσα».
«Πάντα βίωνα μια καταπίεση», λέει η Άννα. «Ποτέ δεν είχα την αυτοπεποίθηση να είμαι ο εαυτός μου και να διεκδικήσω την ταυτότητά μου».
Μεγαλωμένη σε μια αυστηρή ελληνική οικογένεια στην Αυστραλία, η Άννα δεν είχε την ελευθερία να βγαίνει, ή να συνάπτει σχέσεις πριν από τον γάμο.
«Η οικογένειά μου ήταν επίσης παραδοσιακή. Αν και δεν υπήρχε κακοποίηση ανάμεσα στους γονείς μου, η μητέρα μου έκανε τα πάντα για τον πατέρα μου, και πίστευα ότι έτσι ήταν το σωστό».
Το να ζει υπό τον καταπιεστικό έλεγχο του άντρα της ήταν σαν να ζει μέσα σ’ ένα «μαύρο σύννεφο».
«Δεν εργαζόμουν. Εξαρτιόμουν απόλυτα από αυτόν τον άνθρωπο για τα πάντα. Πώς θα μπορούσα να φύγω;».
Στα μάτια των άλλων, ο άντρας της φαινόταν ο τέλειος σύντροφος, γεγονός που έκανε ακόμα πιο δύσκολο για την Άννα να εμπιστευτεί κάποιον και να ομολογήσει τα όσα πέρναγε. Ακόμη και η πεθερά της, που περιστασιακά τον επέκρινε, τον ρωτούσε τι είχε κάνει η Άννα για να προκαλέσει τη συμπεριφορά του.
Ο φόβος ήταν μόνιμα στη ζωή της Άννας, καθώς προσπαθούσε με κάθε τρόπο να προβλέπει τη διάθεσή του και να αποφεύγει τα ξεσπάσματά του. Αλλά όταν η κακοποίηση στράφηκε προς τα παιδιά της -και αφού επιβεβαίωσε ότι ο μικρότερος γινόταν αντικείμενο σεξουαλικής κακοποίησης- η Άννα ήξερε ότι η μόνη της επιλογή ήταν να φύγει.
«Τότε ήταν που είπα, φτάνει πια», λέει. «Έφυγα με τα παιδιά μου εκείνο το βράδυ, μεσάνυχτα, χωρίς τίποτα άλλο εκτός από το νυχτικό μου και τις παντόφλες μου».
Τα παιδιά της ήταν τότε 13 και 3 ετών. Η Άννα επέστρεψε στους γονείς της, οι οποίοι είχαν υποψιαστεί ότι υπέφερε.
«Οι γονείς μου ήταν πολύ υποστηρικτικοί. Είμαι πολύ τυχερή. Διαφορετικά, δεν ξέρω τι θα είχα κάνει».
Αρχικά, η Άννα πίστευε ότι είχε «καταστρέψει τη ζωή της» φεύγοντας. Κοιτώντας πίσω, εύχεται να είχε καλύτερη ενημέρωση για τις επιλογές της και τις υπηρεσίες υποστήριξης που προσφέρονται σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας.
«Εύχομαι να είχα απευθυνθεί στους σωστούς ανθρώπους και να είχα προετοιμαστεί πριν φύγω – να είχα μάθει για τις επιλογές μου. Πήγα στους γονείς μου για να επιβιώσω, αλλά δεν έχουν όλοι αυτή την υποστήριξη. Πολλές γυναίκες ζουν πολύ δύσκολα για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την φυγή τους».
Η πορεία μετά την φυγή της ήταν οικονομικά και συναισθηματικά εξαντλητική. Δεν έλαβε καμία οικονομική υποστήριξη για τη διατροφή των παιδιών και πέρασε χρόνια παλεύοντας για την πλήρη επιμέλεια του μικρότερου παιδιού της, ενώ ταυτόχρονα ξεκινούσε από το μηδέν, χωρίς δουλειά ή πτυχίο.
«Έπρεπε να ταΐσω τα παιδιά μου και να τα μορφώσω», λέει η Άννα.
Παρά τις δυσκολίες, η Άννα ξέρει ότι πήρε τη σωστή απόφαση. «Το ταξίδι σου ξεκινάει όταν φεύγεις. Τότε είναι που τα πράγματα γίνονται πολύ επικίνδυνα, αλλά πάλι το ίδιο θα έκανα – νωρίτερα όμως».
«Τα παιδιά μου ήταν αυτά που μου έδιναν τη δύναμη. Έπρεπε να είναι ασφαλή και προστατευμένα, αλλά και να ευαισθητοποιηθούν, να κατανοήσουν τις επιλογές που έχουν στη ζωή τους. Να καταλάβουν την αξία τους, να αναγνωρίσουν την ταυτότητά τους και να διασφαλίσω ότι η αυτοεκτίμησή τους είναι δυνατή».
Για δύο χρόνια μετά την αναχώρησή της, η Άννα ήταν τρομοκρατημένη κάθε φορά που πήγαινε στη δουλειά της, φοβούμενη ότι θα δεχόταν επίθεση ανά πάσα στιγμή.
«Ήταν ένας εφιάλτης, παρόλο που είχα επαγγελματίες που με υποστήριζαν. Χρειάστηκε πολύς χρόνος για να αρχίσω ξανά να εμπιστεύομαι. Και ακόμα δυσκολεύομαι να εμπιστευτώ τους άνδρες».
Η Άννα αναγνωρίζει το στίγμα που εξακολουθεί να υπάρχει, ειδικά στην παροικία μας.
«Η ντροπή κρατάει τους ανθρώπους σιωπηλούς. Πάλεψα μόνη μου για πολύ καιρό. Τα εξαδέλφια μου, μου γύρισαν την πλάτη και οι άνθρωποι δεν ήθελαν να με πιστέψουν ή έβρισκαν δικαιολογίες για τη συμπεριφορά του. Ένιωθα πολύ απομονωμένη».
Η Άννα στάθηκε στα πόδια της. Εργαζόταν δύο-τρεις δουλειές για να αντεπεξέλθει, ενώ παράλληλα σπούδαζε. Σήμερα, διοχετεύει τις γνώσεις και τις εμπειρίες της στην κοινωνική εργασία, βοηθώντας άλλους να αντιμετωπίσουν παρόμοιες καταστάσεις. Τονίζει ότι η ενδοοικογενειακή βία επηρεάζει και τους άνδρες, αν και πολλοί ντρέπονται να το ομολογήσουν, παραμένοντας ακόμα και δεκαετίες σε κακοποιητικές σχέσεις.
Αναλογιζόμενη την συνεχή αύξηση περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας και των γυναικοκτονιών, η Άννα πιστεύει ότι χρειάζεται να προσφέρουμε υποστήριξη και στους δράστες. «Για να σκοτώσεις κάποιον, δεν μπορείς να είσαι στα καλά σου. Βρίσκεσαι σε μία κατάσταση ψύχωσης. Έχουν χάσει τον έλεγχο της ζωής τους και γι’ αυτό γίνονται τόσο επικίνδυνοι όταν φεύγεις. Πρόκειται για την ανάγκη τους να κρατούν τον έλεγχο, αλλά τον έχουν ήδη χάσει από τη στιγμή που άρχισαν την κακοποίηση».
Οι δράστες πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτούς τους «δαίμονες» αλλά τα προγράμματα που υπάρχουν γι’ αυτούς είναι συνήθως «κλεισμένα» για μήνες.
«Πρέπει να υποστηρίξουμε όχι μόνο τα άτομα που έχουν υποστεί ενδοοικογενειακή βία, αλλά και τους δράστες της κακοποίησης», λέει, προσθέτοντας ότι το «κλειδί» για να φέρουμε την αλλαγή στην κοινωνία μας είναι η εκπαίδευση των νέων πάνω σε αυτά τα ζητήματα και η αντιμετώπιση των μαθημένων συμπεριφορών – είτε αυτών που οδηγούν σε κακοποίηση, είτε αυτών που καθιστούν κάποιον ευάλωτο στο να γίνει θύμα.
Το μήνυμα της Άννας προς όσους βιώνουν ενδοοικογενειακή βία είναι ένα μήνυμα ελπίδας.
«Υπάρχει ζωή μετά από αυτό. Μπορεί μόνο καλύτερη να γίνει. Αναζητήστε βοήθεια. Ανοιχτείτε. Μιλήστε για όσα περνάτε. Ακόμα κι αν πέντε πόρτες είναι κλειστές, μία θα ανοίξει», λέει και τονίζει πόσο σημαντικό θεωρεί τον οργανισμό Orange Door, ως το πρώτο σημείο επαφής για κάποιον που θέλει να δραπετεύσει.
Κοιτάζοντας πίσω, η Άννα αισθάνεται υπερήφανη. Τόσο για το παιδιά της και πόσα έχουν καταφέρει, όσο και για το έργο που προσφέρει στην κοινωνία.
«Είμαι περήφανη για το άτομο που έχω γίνει και για την πορεία που έχω διανύσει. Τα παιδιά μου είναι δυνατά, και έχω βοηθήσει άλλους να βρουν ασφάλεια και ελπίδα. Αν δεν είχα τα παιδιά μου, δεν ξέρω αν θα ήμουν εδώ να σας μιλήσω σήμερα».
Κάθε μέρα, λέει η Άννα, είναι μια ευλογία. «Όταν έχεις περάσει κάτι τέτοιο, μαθαίνεις να εκτιμάς κάθε στιγμή ελευθερίας και φωτός».
*Αν εσείς ή κάποιος που γνωρίζετε χρειάζεται υποστήριξη, μην μένετε σιωπηλοί. Υπάρχουν οργανώσεις που μπορούν να σας βοηθήσουν. Τηλεφωνήστε στο 1800 RESPECT ή στο 1800 737 732, ή επισκεφθείτε το Orange Door (www.orangedoor.vic.gov.au) για συμβουλές και υποστήριξη.