O Οκτώβρης του 1961 θα μείνει αλησμόνητος στον 88χρονο, σήμερα, ομογενή Τάσο Βασιλόπουλο.
Γεννημένος στη Μεσσηνία, ορφανός και μόλις 24 ετών έπαιρνε τον δρόμο για την ξενιτιά,
«Οι στιγμές που έζησα στον Πειραιά έμειναν για πάντα χαραγμένες στη μνήμη μου» λέει στον «Νέο Κόσμο» και προσθέτει: «Συγκινητικές, σπαρακτικές στιγμές αποχαιρετισμού συγγενών και φίλων. Εγώ ήμουν μόνος. Έφευγα με πίκρα για την Αυστραλία επειδή ένα μέλος της οικογένειάς μου είχε αριστερές πεποιθήσεις και ήταν αδύνατο να βρω εργασία».

Εν πλω προς την Αυστραλία, ο κ. Βασιλόπουλος έγραψε και ένα ποίημα στο οποίο περιέγραφε τα συναισθήματά του.
Το ποίημα αυτό το βρήκε, εξήντα και πλέον χρόνια αργότερα ο εγγονός του, Γιάννης Τζελέπης, και ήταν ένα από τα πολλά και πολύτιμα εκθέματα στην έκθεση «Καλώς Ήρθατε» που οργάνωσε η ομάδα νέων της Μελβούρνης «Ποσειδωνιάται».
Η έκθεση αυτή στάθηκε αφορμή να γνωρίσουμε τον κ. Βασιλόπουλο ο οποίος μας είπε πως από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στη Μελβούρνη έγινε αναγνώστης του «Νέου Κόσμου» και έκτοτε δεν έχει χάσει έκδοσή του.
«Οι πρώτες μου εντυπώσεις από τη Μελβούρνη δεν ήταν και οι καλύτερες» μας λέει. Ιδιαίτερα τον παραξένευαν τα ξύλινα σπίτια και η δημόσια αργία για τα άλογα.

«Πήγαινα και στον “Δημόκριτο” όπου γνωρίστηκα με τον Γκόγκο, τον Μουρίκη και άλλους. Ιδιαίτερη εντύπωση μου προκάλεσε ο Αλέκος Δούκας που μου έλεγε πως η Αυστραλία είναι καλή χώρα και με συμβούλευε ποιες κακοτοπιές να αποφεύγω».
Και συνέχισε: «Με τον καιρό συνήθισα. Εργάστηκα σκληρά, αλλά πρόκοψα. Ευτύχησα να κάνω οικογένεια, να αποκτήσω παιδιά και εγγόνια που σήμερα τα καμαρώνω».

Το ποίημα του κ. Βασιλόπουλου που παρουσιάστηκε στην έκθεση «Καλώς Ήρθατε» έχει ως εξής:
Πόσες μανούλες έκλαιγαν
πικρά στον Πειραιά
που τα παιδιά τους έφυγαν
μακριά στην ξενιτιά.
Η μέρα αυτή του χωρισμού
στις δεκατρείς Οκτώβρη
πρέπει να ονομασθεί
ημέρα μοιρολόγι.
Τα νιάτα της Ελλάδας μας
τα τολμηρά παιδιά,
άφηναν την πατρίδα τους
με την καρδιά σφιχτά.
Μάνα Ελλάδα μας γλυκιά
σε χαιρετάμε τώρα,
τα ζηλευτά καμάρια σου
φεύγουν για άλλη χώρα.
Πάμε μανούλα μας γλυκιά
στη μακρινή Αυστραλία
μήπως και βρούμε κάτω εκεί
την ποθητή (Αυστραλίας) ευτυχία.
Ελλάδα μας, πατρίδα μας,
μητέρα μας γλυκιά.
γιατί τα παλικάρια σου
τα διώχνεις μακριά;
Εμείς δεν κάναμε για ε
τόσους σκληρούς αγώνες
και τ’ όνομά σου αθάνατο’
θα ζει εις τους αιώνες;
Οι ζηλευτοί λεβέντες σου
που φεύγουν με καημό
δε έχυσαν γιασένανε
το αίμα σαν νερό;
Τα αδέλφια μας πολέμησαν
στο χάνι στη Γραβιά,
κι η κάθε χώρα έλεγε
να ‘χα τέτοια παιδιά.
Εμείς πάλι δεν είπαμε
το “‘Οχι” το σαράντα
και σύ σήκωσες ψηλά
της λευτεριάς την δάδα;
Το σύμβολο της λευτεριάς
που συνεχώς κρατάς,
αυτό γλυκιά Ελλάδα μας
το οφείλεις σε εμάς.
Κι όμως, πατρίδα μας γλυκιά,
που ‘μεις δεν σε ξεχνούμε,
μας διώχνεις τόσο άπονα
μας κάνεις και πονούμε.
Για τις θυσίες μας αυτές
τις τόσο αιματηρές
μας διώχνεις σαν την μητριά
σε χώρες μακρινές.
Μανούλα μας, Ελλάδα μας,
πατρίδα μας γλυκιά
μάζεψε τα παιδάκια σου
από την ξενιτιά.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ
*Συγκινημένος από την αναχώρησή μου από την Ελλάδα στις 13-10-61 έγραψα το ποίημα αυτό.
