Σαν να ήταν σε γύρισμα του Apocalypto, της ταινίας δράσης που τον έκανε γνωστό, συμπεριφέρθηκε ο 42χρονος ηθοποιός Ρούντι Γιάνγκμπλαντ (Rudy Youngblood), που συνελήφθη μετά από επεισοδιακή καταδίωξη στη συμβολή των οδών Θήρας και Πατησίων στην Αθήνα, τα ξημερώματα της 27ης Δεκεμβρίου.

Προηγουμένως, είχε χτυπήσει ένα σταθμευμένο μηχανάκι έξω από το αστυνομικό τμήμα της Κυψέλης, είχε απειλήσει με μαχαίρι τον αξιωματικό υπηρεσίας και το είχε σκάσει τρέχοντας για να αποφύγει τη σύλληψη.

Πλέον, έχοντας συνέλθει από το μεθύσι που τον είχε οδηγήσει σ’ αυτή τη συμπεριφορά, είναι αντιμέτωπος με τις συνέπειές της. Οδηγήθηκε στη Δικαιοσύνη, του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δέκα μηνών με τριετή αναστολή, ωστόσο δεν μπορούσε να αφεθεί ελεύθερος, αφού διαπιστώθηκε ότι ο Αμερικανός ηθοποιός δεν είχε βίζα παραμονής στην Ελλάδα εν ισχύ και πρακτικά ήταν παράνομος.

Έτσι, παραμένει κρατούμενος στο τμήμα της Κυψέλης και σε βάρος του κινείται πλέον η διαδικασία απέλασης, εκτός κι αν στο μεταξύ καταφέρει να ανανεώσει τη βίζα, οπότε θα αφεθεί ελεύθερος.

Σύμφωνα με την αστυνομία, όλα έγιναν λίγο μετά τις 3 τα ξημερώματα της περασμένης Παρασκευής. Ο ηθοποιός που βρίσκεται στην Ελλάδα για γύρισμα ταινίας είχε βγει για να διασκεδάσει, είχε πιει πολύ και ενώ επέστρεφε στο σπίτι που διέμενε προσωρινά, βρέθηκε έξω από το αστυνομικό τμήμα της Κυψέλης.

Καθώς ήταν μεθυσμένος χτύπησε ένα σταθμευμένο μηχανάκι . Ο αξιωματικός υπηρεσίας που τον είδε, τον ρώτησε αν χρειαζόταν κάποια βοήθεια. Αντί άλλης απάντησης, ο Γιανγκμπλαντ έβγαλε από την τσέπη του ένα αναδιπλούμενο μαχαίρι, συνολικού μήκους 18 εκατοστών με λάμα οκτώ εκατοστών, το άνοιξε και άρχισε να το κραδαίνει απειλητικά προς τον αστυνομικό, την ώρα που εκείνος τον καλούσε να το πετάξει, παίρνοντας παράλληλα μέτρα για την αυτοπροστασία του.

Ο μεθυσμένος Αμερικανός ηθοποιός βρήκε την ευκαιρία και άρχισε να τρέχει προς την Πατησίων, κρατώντας το μαχαίρι. Ο αξιωματικός υπηρεσίας μαζί με τον φρουρό του τμήματος έτρεξαν πίσω του και παράλληλα ζήτησαν ενισχύσεις μέσω ασυρμάτου. Συνάδελφοί τους από την Άμεση Δράση έφτασαν σε λίγα λεπτά και τον συνέλαβαν στη συμβολή της Θήρας με την Πατησίων.

Ο Γιάνγκμπλαντ συνελήφθη με τις κατηγορίες της απείθειας, της απειλής και της παραβίασης της νομοθεσίας περί όπλων. Πλέον αναμένει τις εξελίξεις, παραμένοντας κρατούμενος και απευχόμενος να απελαθεί, αφού κάτι τέτοιο δεν θα του επιτρέψει να συνεχίσει στα γυρίσματα της ταινίας για την οποία βρέθηκε εξ αρχής στην Ελλάδα.

Να σημειωθεί ότι το 2017 είχε συλληφθεί και πάλι σε ένα καζίνο του Μαϊάμι, καθώς πελάτες διαμαρτυρήθηκαν για τη συμπεριφορά του ενώ ήταν μεθυσμένος.

Στο μεταξύ ο ίδιος προχώρησε στην υποβολή αντιρρήσεων ενώπιον του διευθυντή της Υποδιεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής.

Στις αντιρρήσεις που υπέβαλε ο Ρούντι Γιάνγκμπλαντ περιγράφει όσα συνέβησαν από τα ξημερώματα της 27ης Δεκεμβρίου μέχρι σήμερα και ζητά να μην απελαθεί από τη χώρα γιατί θα είχε κόστος τόσο για τον ίδιο όσο και για την καριέρα του.

Μια απέλαση χωρίς τη δυνατότητα οικειοθελούς αναχώρησης συνεπάγεται την επιβολή απαγόρευσης εισόδου στις χώρες της Συνθήκης Σένγκεν για διάστημα 5 ετών, γεγονός που ο ίδιος φέρεται να χαρακτηρίζει «καταστροφικό για την καριέρα του».

Μάλιστα, φέρεται να εξηγεί πως μια τέτοια απαγόρευση θα πλήξει σοβαρά τη φήμη του, τις επαγγελματικές συνεργασίες του και θα δημιουργήσει εμπόδια στην άσκηση του επαγγέλματός του στην Ευρώπη.

ΤΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕΙ Ο ΗΘΟΠΟΙΟΣ

Ο ηθοποιός αναφέρει πως συνελήφθη την 27η Δεκεμβρίου 2024 τα ξημερώματα στην Κυψέλη από αστυνομικούς που διενεργούσαν περιπολία στην περιοχή και επιμένει ότι ουδέποτε επιτέθηκε ή επέδειξε απείθεια προς τους αστυνομικούς.

«Εμφανίστηκαν κάποιοι άνδρες, ντυμένοι στα μαύρα και μου μιλούσαν στην ελληνική γλώσσα, χωρίς να μου εξηγήσουν ότι είναι αστυνομικοί. Εγώ δεν αντιλήφθηκα ποιοι ήταν και τι ήθελαν από εμένα. Αυτοί οι άνδρες δεν μου έδειξαν αστυνομική ταυτότητα ή άλλο διακριτικό σήμα που να επιβεβαιώνει την ιδιότητά τους. Εάν το γνώριζα θα είχα συμμορφωθεί αμέσως στις εντολές τους, καθώς δεν είχα κάποιο λόγο για να φοβηθώ» φέρεται να υποστηρίζει ο 42χρονος σημειώνοντας πως ένιωσε ότι κινδυνεύει και για τον λόγο αυτό αντέδρασε.

Οπως φέρεται να περιγράφει, αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για αστυνομικούς μόλις του πέρασαν χειροπέδες, ενώ υπογραμμίζει πως δεν του ανακοινώθηκαν τα δικαιώματά του κατά τη στιγμή της σύλληψης.

Μετά τη σύλληψή του, οδηγήθηκε ενώπιον των αρμόδιων δικαστικών αρχών, οι οποίες τον καταδίκασαν σε ποινή φυλάκισης 10 μηνών με αναστολή. «Οταν βρέθηκα ενώπιον του δικαστηρίου δεν είχα πλήρη επίγνωση της διαδικασίας που βρισκόταν σε εξέλιξη. Ούτε βέβαια της ποινής που επιβλήθηκε και τι σημαίνει αυτό για μένα. Δεν κάλεσα ούτε δικηγόρο γιατί θεώρησα πως δεν κινδύνευα, αφού δεν είχα διαπράξει κάποιο αδίκημα» φέρεται να ισχυρίζεται ο ηθοποιός εγείροντας ζήτημα ως προς την τήρηση των δικονομικών εγγυήσεων, όπως προβλέπονται από τη νομοθεσία.

Μετά την ολοκλήρωση της δικαστικής διαδικασίας, κρατήθηκε εκ νέου από τις αστυνομικές αρχές στο Αστυνομικό Τμήμα Κυψέλης, αφού προέκυψε το ζήτημα της παραμονής του στη χώρα. Πληροφορίες της «Κ» αναφέρουν ότι ο 42χρονος επιμένει πως δεν έχει καταλάβει γιατί καταδικάστηκε και περιγράφει τον εαυτό του ως πρωταγωνιστή «σε ρόλο αθώου σε κακογραμμένο σενάριο».

ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΒΗΜΑΤΑ

Με τις αντιρρήσεις που υπέβαλε προκειμένου να μην απελαθεί σημειώνει πως στο διάστημα που βρίσκεται στη χώρα μας δεν έχει απασχολήσει τις Αρχές.

«Βρέθηκα στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο για να συμμετάσχω στη δημιουργία μιας ταινίας που αφορά την οργάνωση “17 Νοέμβρη”. Τον Νοέμβριο αντιμετώπισα ένα πρόβλημα υγείας και μεταφέρθηκα με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο “Γεώργιος Γεννηματάς”. Ο γιατρός μού έδωσε αγωγή και μου είπε πως δεν μπορώ να φύγω ακόμα για την Αμερική γιατί έπρεπε να κάνω θεραπεία. Ετσι έμεινα στην Ελλάδα περισσότερο διάστημα από το αρχικό πλάνο και δεν αντιλήφθηκα τη λήξη της βίζας μου» φέρεται να αναφέρει ο 42χρονος.

Πλέον, εντός των επόμενων ημερών θα εκδοθεί η απόφαση σχετικά με το αν θα γίνουν δεκτές οι αντιρρήσεις. Σε περίπτωση που γίνει δεκτό το αίτημά του, θα αφεθεί ελεύθερος και θα του τεθεί προθεσμία προκειμένου να αποχωρήσει οικειοθελώς από τη χώρα.

Αν το αίτημα του απορριφθεί θα συνεχίσει να κρατείται και οι ελληνικές αρχές θα τον οδηγήσουν στο αεροπλάνο της επιστροφής στην πατρίδα του. Βέβαια, ο ίδιος σε περίπτωση απόρριψης των αντιρρήσεων που υπέβαλε, έχει τη δυνατότητα να προσφύγει στα διοικητικά δικαστήρια.