Κώστας Ταγκαλάκης: Ο βασιλιάς της νύχτας στην Αυστραλία

Ένας από τους πιο επιτυχημένους και αγαπητούς Έλληνες επιχειρηματίες της Αυστραλίας, μίλησε αποκλειστικά στον «Νέο Κόσμο» για τη μακρά του πορεία στη νυχτερινή ζωή της Μελβούρνης

Συνηθίζουμε να αποκαλούμε επιτυχημένους επιχειρηματίες, βασιλιάδες. Ο βασιλιάς του καφέ, ο βασιλιάς της βενζίνης, ο βασιλιάς των εστιατορίων και ούτω καθεξής. Πόσο ακριβής και δίκαιος είναι όμως αυτός ο χαρακτηρισμός; Ο βασιλιάς, είναι ένας, δεν υπάρχει δεύτερος, μικρότερος ή λιγότερο επιτυχημένος. Ο βασιλιάς, δεν αμφισβητείται και ο θρόνος του δεν χωράει άλλον.

Γι’ αυτό τον λόγο επιλέξαμε να αποκαλέσουμε τον πρωταγωνιστή αυτού του κειμένου, βασιλιά. Διότι είναι μοναδικός, δίχως ανταγωνισμό και με μια ιστορία βαριά και πολυσήμαντη, μια ιστορία γεμάτη χρυσό.

Με έναν από τους πιο λαϊκούς τραγουδιστές που έχουν πατήσει το πόδι τους σε πίστα του Ταγκαλάκη, τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο

Ο Κώστας Ταγκαλάκης είναι ο αδιαμφισβήτητος βασιλιάς της ελληνικής νυχτερινής ζωής της Αυστραλίας. Για 35 χρόνια, ο Κώστας Ταγκαλάκης είναι μια καθοριστική δύναμη στη νυχτερινή ζωή της Μελβούρνης. Το πάθος του για τη μουσική, η αφοσίωσή του στους θαμώνες του και η ακλόνητη δέσμευσή του στην εύρεση γνήσιων ταλέντων, τον έχουν αναδείξει σε έναν από τους πιο αγαπητούς επιχειρηματίες της ελληνικής κοινότητας.

Με τον συνεργάτη του Γιάννη Λελουδά και τον Οικονομοπουλο

Το ταξίδι του Ταγκαλάκη στην νυχτερινή ζωή, ξεκίνησε το 1985 όταν ήταν ακόμα φοιτητής και έπιασε δουλειά ως σερβιτόρος στο θρυλικό «Φαντασία», ένα κλαμπ ζωντανής μουσικής που γρήγορα έγινε ακρογωνιαίος λίθος της ελληνικής ψυχαγωγικής σκηνής της Μελβούρνης. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1990, το μαγαζί θα περνούσε στα χέρια του.

Με την Πέγκυ Ζήνα

Η «Φαντασία» ήταν μια πλατφόρμα για μερικούς από τους πιο διάσημους τραγουδιστές της Ελλάδας, γοητεύοντας το κοινό με τις ψυχωμένες μελωδίες και τις ηλεκτρισμένες ερμηνείες τους. Η οικεία ατμόσφαιρα του μαγαζιού, σε συνδυασμό με τη ζεστή φιλοξενία του Κώστα Ταγκαλάκη και τη σχολαστική προσοχή στη λεπτομέρεια – από την κομψή διακόσμηση μέχρι την άψογη εξυπηρέτηση – δημιούργησαν μια αξέχαστη εμπειρία στους θαμώνες.

Ο Κώστας Ταγκαλάκης έχει δουλέψει με όλες τις γενιές των Ελλήνων τραγουδιστών, εδώ με τον Νίκο Οικονομόπουλο

Το κλαμπ «Φαντασία», αν και μια τεράστια επιτυχία, ήταν μόνο η αρχή του επιχειρηματικού ταξιδιού του Ταγκαλάκη.

Μετά την επιτυχία του, άνοιξε το «Βαρελάδικα» το 1996, έναν ακόμη καταξιωμένο χώρο ζωντανής μουσικής που συνέχισε να προσελκύει κορυφαίους Έλληνες καλλιτέχνες.

Το 2000 τον βρήκε να ανοίγει το «Κολωνάκι», διευρύνοντας περαιτέρω την εμβέλειά του στην ελληνική ψυχαγωγική σκηνή.

Το 2006, ο Ταγκαλάκης άνοιξε την «Κίνηση», που αρχικά βρισκόταν στο Richmond. Αυτό το κλαμπ κέρδισε γρήγορα δημοτικότητα και τα τελευταία χρόνια, εγκαταστάθηκε με επιτυχία στο Toorak, διασφαλίζοντας τη συνεχή παρουσία του ως κόμβος για την ελληνική νυχτερινή ζωή της Μελβούρνης.

Με την οικογένεια του Πλούταρχου  και την Maria Maroulis η οποία τραγουδάει στα μαγαζιά του για πάνω από 20 χρόνια

Κάθένας από αυτούς τους χώρους έγινε προορισμός για όσους αναζητούν μια αυθεντική γεύση της ελληνικής κουλτούρας των μπουζουκιών και όχι μόνο, προσφέροντας ένα ζωντανό μείγμα μουσικής, χορού και κοινωνικής αλληλεπίδρασης.

Όλα αυτά τα χρόνια, ο Κώστας Ταγκαλάκης έχει φιλοξενήσει έναν τεράστιο αριθμό Ελλήνων τραγουδιστών και τραγουδιστριών στα μαγαζιά του, συμπεριλαμβανομένων θρυλικών φιγούρων όπως η Ρίτα Σακελαρίου, ο Τάσος Μπουγάς, ο Βασίλης Καρράς, ο Πλούταρχος, η Πέγκυ Ζήνα, ο Βασίλης Τερλέγκας και πολλοί ακόμα θρύλοι της ελληνικής μουσικής.

Με το Νίκο Μακρόπουλο

Αυτό το εντυπωσιακό ρόστερ ταλέντων αναδεικνύει τη δέσμευση του Ταγκαλάκη να φέρει τα καλύτερα ονόματα της ελληνικής μουσικής στη Μελβούρνη. Αυτές οι συνεργασίες όχι μόνο εμπλούτισαν το πολιτιστικό τοπίο της πόλης αλλά εισήγαγαν επίσης το αυστραλιανό κοινό στον ποικίλο και σαγηνευτικό κόσμο της ελληνικής μουσικής.

Με έναν από τους πιο σπουδαίους τραγουδιστές που πέρασαν ποτέ από τα μαγαζιά του Κώστα Ταγκαλάκη, τον Βασίλη Καρρά

Πέρα από τα επιχειρηματικά του εγχειρήματα, ο Ταγκαλάκης χαίρει βαθύ σεβασμού στην ελληνική κοινότητα για τη γενναιοδωρία και τις φιλανθρωπικές του προσπάθειες. Έχει υποστηρίξει με συνέπεια διάφορες κοινοτικές πρωτοβουλίες, επιδεικνύοντας μια ισχυρή δέσμευση για ανταπόδοση.

Καθώς σκέφτεται τα 35 χρόνια επιτυχίας του, ο Κώστας Ταγκαλάκης παραμένει παθιασμένος όσο ποτέ για να μοιραστεί την αγάπη του για την ελληνική μουσική και τον πολιτισμό.

«Λατρεύω τη νυχτερινή ζωή, τα μαγαζιά, τους θαμώνες, τους καλλιτέχνες, τα πάντα. Είναι η ζωή μου. Μπήκα στα μαγαζιά μικρό παιδί και τώρα, 35 ολόκληρα χρόνια μετά, έχω ακόμα την ίδια δίψα, την ίδια αγάπη και ενθουσιασμό».

Τα πράγματα, όπως είναι φυσικό, έχουν αλλάξει πάρα πολύ αυτά τα 35 χρονιά κατά τα οποία ο κύριος Ταγκαλάκης βρίσκεται στην νυχτερινή ζωή της Μελβούρνης.

Σε μια παλαιότερη φωτογραφία με τον Γιώργο Μαζωνάκη

«Έχω μεγαλώσει τρεις γενιές Ελλήνων στα μαγαζιά μου (γέλια). Γλεντούσε η γενιά των πατεράδων μας, μετά η δική μας γενιά και τώρα έρχονται και διασκεδάζουν τα παιδιά μας. Έχω ζήσει μέχρι τώρα, τρεις διαφορετικές εποχές στα μπουζούκια. Τα παλαιότερα χρόνια βέβαια, ήμασταν 10 μπουζουκτσίδικα στη Μελβούρνη και δουλεύαμε όλοι. Τώρα έχω μείνει μόνος μου, αλλά ευτυχώς η παροικία με στηρίζει πολύ. Έχουν έρθει τα τελευταία χρόνια και πολλοί νέοι από την Ελλάδα, οι οποίοι έχουν δώσει πνοή στη νυχτερινή διασκέδαση. Οι γενιά του πατέρα μου, ήταν πολύ άγρια. Τα μαγαζιά είχαν μπελάδες σχεδόν κάθε βράδυ. Η επόμενη γενιά ηρέμησε κάπως και η τωρινή έχει χαλαρώσει τελείως. Μου αρέσουν τα νέα παιδιά, αυτά που βλέπω τώρα στα μαγαζιά μου. Ντύνονται όμορφα, πίνουν ποιοτικά ποτά, διασκεδάζουν με την ψυχή τους και πάνε σπίτι τους δίχως να δημιουργήσουν προβλήματα».

Μιλήσαμε για το «χρυσό» παρελθόν. Πως βλέπει το μέλλον της ελληνικής νυχτερινής ζωής;

«Δύσκολα τα πράγματα. Ο κόσμος γενικώς δεν πάει πια τόσο πολύ έξω. Κάποτε οι θαμώνες των μαγαζιών μπορούσαν να συντηρήσουν μια επιχείρηση για επτά μέρες της εβδομάδα. Τώρα βρισκόμαστε στην φάση που μια φορά την εβδομάδα είναι υπεραρκετή. Σε 3 – 4 χρόνια πιστεύω πως θα έχουμε πάει στο μια φορά το δεκαπενθήμερο. Τα μπουζούκια θα έχουν την μορφή συναυλιών, με μεγάλα ονόματα να έρχονται από Ελλάδα».

Με τον Δημήτρη Μπάση μπροστά από την επιχείρηση του κ. Ταγκαλάκη, Melissa

Πρακτικά, πόσο δύσκολο είναι να συντηρήσεις μια επιχείρηση που λειτουργεί μόνο μια-δύο φορές την εβδομάδα;

«Είναι εξαιρετικά δύσκολο να στελεχώσεις μια επιχείρηση που λειτουργεί κατ’ αυτό τον τρόπο. Ποιος σωστός επαγγελματίας μπορεί να ζήσει με ένα-δύο μεροκάματα την εβδομάδα; Είναι μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Από την εύρεση σερβιτόρων μέχρι και τραγουδιστών. Ευτυχώς, εγώ είμαι ευλογημένος με κάποιους ανθρώπους που βρίσκονται δίπλα μου δεκαετίες τώρα. Για παράδειγμα ο μαέστρος, ο Θοδωρής Μαράντης και ο μαιτρ μου ο Κωνσταντίνος Ντερής, δουλεύουν μαζί μου για περίπου 30 χρόνια. Αυτό είναι ευλογία για κάθε επιχειρηματία και μπορώ να πω με σιγουριά πως δεν θα τα είχα καταφέρει δίχως την βοήθεια και υποστήριξη τους».

Από πού πηγάζει αυτή του η αγάπη για τα νυχτερινά μαγαζιά;

«Κοίταξε, ο Έλληνας ξέρει να διασκεδάζει και εγώ νιώθω πολύ Έλληνας μέσα μου. Τόσο, που όταν βλέπω το μαγαζί γεμάτο με ανθρώπους να διασκεδάζουν με την ψυχή τους, συγκινούμαι. Με γεμίζει χαρά και περηφάνια αυτή η εικόνα. Δεν θα άλλαζα αυτό το συναίσθημα με τίποτα και γι’ αυτό θα βρίσκομαι στην νύχτα για όσα ακόμα χρόνια μπορώ. Την αγαπάω πραγματικά αυτή την δουλειά».

Με την σύζυγό του, Έφη Ταγκαλάκη, βρίσκονται μαζί για περίπου 20 χρόνια. Τι γνώμη έχει αυτή για το πεδίο εργασίας του και πόσο δύσκολο είναι να συντηρήσεις μια σχέση, όταν δουλεύεις τόσο σκληρά στη νύχτα;

«Θα σου πω μια ιστορία. Η ιδέα να ανοίξω τα Goody’s στην Μελβούρνη μου ήρθε όταν άρχισα να σκέφτομαι πως θα έπρεπε σιγά σιγά να αρχίσω να βγαίνω από τον χώρο της νύχτας. Όταν αυτή η περιπέτεια, διότι περί περιπέτειας επρόκειτο, τελείωσε και βάλαμε τα νούμερα κάτω και συνειδητοποίησα πόσα χρήματα χάθηκαν, γύρισε η γυναίκα μου και μου είπε με ύφος. «Δεν μένεις στην νύχτα ρε Κώστα, που ξέρεις τα κατατόπια και είσαι τόσο επιτυχημένος;» (γέλια). Σίγουρα, η νύχτα δεν είναι εύκολη δουλειά, αλλά αν είσαι καθαρός, μένεις μακριά από τα πολλά ποτά και τους άλλους κινδύνους, τότε δεν έχεις τέτοιου είδους προβλήματα. Η Έφη ήταν πάντα δίπλα μου, σαν βράχος να με στηρίζει σε κάθε μου προσπάθεια».

Με τον Βασίλη Τερλέγκα

Από όλα αυτά τα ονόματα που έχει συνεργαστεί, ποια είναι αυτά που του έχουν κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση;

«Ήμουν και σχετικά μικρός τότε και αυτό έπαιξε τον ρόλο του, αλλά είχα έρθει πολύ κοντά και σεβόμουν απεριόριστα την Ρίτα Σακελαρίου. Μου έδωσε κάποτε μια από τις καλύτερες συμβουλές που έχω λάβει. Κάτι είχε πάρει το αυτί μου, κάτι που είχαν πει για μένα και με είχε κάπως πειράξει. Η Ρίτα το κατάλαβε, με φώναξε δίπλα της και μου είπε. «Να στεναχωριέσαι όταν σταματήσουν να μιλούν για εσένα. Εμείς οι καλλιτέχνες πληρώνουμε για δυσφήμιση και εσύ στεναχωριέσαι που κάποιος είπε κάτι για σένα , δωρεάν;» Από τα νέα παιδιά, έχω πάρα πολύ καλή σχέση με τον Γιάννη Πλούταρχο, τον Οικονομόπουλο, την Πέγκυ Ζήνα και τον Δημήτρη Μπάση. Κοίταξε, αν η βραδιά πάει καλά και ο τραγουδιστής περάσει όμορφα, τότε πολύ φυσικά δημιουργείται μια σχέση και οι τραγουδιστές που έρχονται εδώ, περνάνε πάντα πολύ όμορφα. Ο κόσμος τους υποδέχεται πολύ ζεστά και πάντα φεύγουν από την Μελβούρνη με τις καλύτερες εντυπώσεις».

Με τον Λευτέρη Πανταζή

Ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα που πέρασαν ποτέ από τις πίστες του Κώστα Ταγκαλάκη, ήταν και ο Βασίλης Καρράς.

«Με τον Βασίλη είχαμε μια απίθανη σχέση. Τον αγαπούσα πολύ. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια φορά που είχαμε πάει έξω για φαγητό και γύρισε από το πουθενά και μου έδωσε μια άδεια, λευκή χαρτοπετσέτα. Δεν κατάλαβα τι εννοούσε και τον ρώτησα. Μου απάντησε με το γνωστό του ύφος πως εγώ παίρνω λευκό. Αυτό που εννοούσε ήταν πως όποτε και να τον χρειαζόμουν, θα αρκούσε απλά να σηκώσω το τηλέφωνο και να τον καλέσω στην Αυστραλία, δίχως καν να μιλήσουμε για αμοιβές και χρήματα. Τέτοια ήταν η σχέση μου με τον Βασίλη και με άλλους Έλληνες τραγουδιστές. Έχουμε χτίσει πλέον σχέσεις βασισμένες στην εκτίμηση και τον σεβασμό».

Η νύχτα όμως και τα μπουζούκια δεν είναι το μοναδικό πάθος του Κώστα Ταγκαλάκη.

«Αγαπάω την μπάλα με πάθος. Δεν έχω αφήσει ποτέ το ποδόσφαιρο. Είτε ως ποδοσφαιριστής, ως σπόνσορας ή ωσ προπονητής, είμαι πάντα εκεί και το λατρεύω. Νεαρός, εκεί στα τελειώματα των ’80ς, είχα την ευκαιρία να παίξω στην Ευρώπη αλλά εγώ επέλεξα τα μπουζούκια και αυτή την δουλειά και δεν το έχω μετανιώσει μιας και αγαπώ εξίσου δυνατά την νυχτερινή ζωή. Όταν είμαι στην προπόνηση είναι η μόνη στιγμή που ηρεμώ, κλείνω το τηλέφωνο και επικεντρώνομαι στους παίχτες και το ποδόσφαιρο. Είναι πάθος μου το ποδόσφαιρο, το λατρεύω».

Με τον καλό του φίλο και συνεργάτη, Γιώργο Κατσάκη. Φωτογραφία: Κώστας Ντεβές