Carol Fraser: Η Αυστραλή που έγινε Ελληνίδα… με την ψυχή της

Από μια παιδική φιλία στην απόλυτη αφοσίωση στον ελληνικό πολιτισμό - Η συγκινητική διαδρομή μιας γυναίκας που διάλεξε να γίνει κομμάτι της Ομογένειας, στηρίζοντας με πάθος τους Έλληνες της Μελβούρνης


Το ενδιαφέρον μου να την γνωρίσω καλύτερα και να μάθω την ιστορία της ήταν μεγάλο. Το πρώτο μας ραντεβού κάπου στα τέλη του περασμένου Νοέμβρη, δεν πραγματοποιήθηκε λόγω κακής συνεννόησης ως προς τον τόπο συνάντησης.

Αφήσαμε να περάσουν οι γιορτές και για σιγουριά κλείσαμε συνάντηση στα γραφεία του «Νέου Κόσμου» πριν από λίγες μέρες.

Όταν έφτασε η Carol με μια μικρή καθυστέρηση λόγω της γνωστής κίνησης στους δρόμους της Μελβούρνης, έδειχνε λίγο αγχωμένη. Για να της δώσω το χρόνο να χαλαρώσει, της πρόσφερα καφέ και αφού ήπιε μια δυο γουλιές, ξεκινήσαμε.

Αυτή, λοιπόν, είναι η ιστορία μιας «επίκτητης» Ελληνίδας που αποδεικνύει ότι η ελληνικότητα μπορεί να παρεισφρήσει σε κάθε άνθρωπο – οποιασδήποτε καταγωγής – και να μεταβάλλει το DNA του.

Οι νιόπαντροι φωτογραφίζονται με το φιλικό τους ζευγάρι, Βασίλη και Δήμητρα Σολωμού με τους οποίους συγκατοίκησαν τα πρώτα χρόνια μετά το γάμο τους

ΟΛΑ ΞΕΚΙΝΗΣΑΝ ΑΠΟ ΜΙΑ ΠΑΙΔΙΚΗ ΦΙΛΙΑ

Στη γειτονιά της Carol, κάπου στα ενδότερα της Μελβούρνης, στα χρόνια της πρώτης μετανάστευσης – γύρω στο 1963 – εγκαταστάθηκε μια οικογένεια Ελλήνων από τη Φλώρινα. Εκείνη, που τότε ήταν μόλις 8 ετών, συνδέθηκε φιλικά με την κόρη τους καθώς ήταν συμμαθήτριες.

Σε εκείνο το σπίτι, το οποίο επισκεπτόταν καθημερινά, η μικρή Carol γνώρισε τις ελληνικές γεύσεις κι έμαθε τις πρώτες ελληνικές λέξεις από τον πατέρα της φίλης της.

Στην αυλή ενός φτωχικού μεταναστευτικού σπιτιού, λοιπόν, μπήκε ο σπόρος στην ψυχή της που την οδήγησε να εξελιχθεί σε μια γυναίκα που, όπως η ίδια ισχυρίζεται, «σκέφτομαι με τρόπο ελληνικό ακόμα και οι πεποιθήσεις μου είναι ελληνικές».

Οι γονείς της αντιδρούσαν σε αυτή την τάση της κόρης της προς κάθε τι ελληνικό και δεν το έκρυβαν. «Ώστε είσαι περισσότερο Ελληνίδα από τους ίδιους τους Έλληνες;», σχολίαζαν επικριτικά, χωρίς αυτές οι παρατηρήσεις τους να την επηρεάζουν.

Από αριστερά, η μητέρα της Carol, Flora Fraser, με τον μεγάλο γιο της Carol, David και δίπλα της, η πρώην πεθερά της, Γεωργία Ζαχαροπούλου που κρατά στην αγκαλιά της τον μικρότερο, Paul

ΈΡΩΤΑΣ… ΑΛΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Παρά τις αντιρρήσεις του Σκωτσέζου πατέρα της και της Αυστραλής μητέρας της, η Carol συνέχισε να εμβαθύνει στην ελληνική κουλτούρα και να προσπαθεί να βελτιώσει τις γνώσεις της στη γλώσσα. «Παρόλο που δεν γνώριζα πολλές λέξεις, πήγαινα στον ελληνικό κινηματογράφο, παρακολουθούσα ελληνικές θεατρικές παραστάσεις και σιγά – σιγά τα ελληνικά μου άρχισαν να βελτιώνονται», λέει η ίδια.

Στα 14 της, μαθήτρια ακόμα, γνώρισε έναν νεαρό Έλληνα. Ερωτεύθηκαν και μετά από περίπου δύο χρόνια αρραβωνιάστηκαν. Η Carol, έχοντας ένα ακόμα σημαντικό κίνητρο κατάφερε μόνη της να μάθει να διαβάζει και να γράφει στα ελληνικά.

Η Κάρολ (αριστερά) με την γιαγιά της από τη μεριά της μητέρας της, Flora May

ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ

«Η μητέρα του αρραβωνιαστικού μου, ήταν από τη Σκαφιδιά του Πύργου (Ηλείας). Αν και ήταν αγράμματη και δεν ήξερε να διαβάζει, αδημονούσε για τα γράμματα που της έστελναν οι δικοί της από το χωριό. Το ίδιο κι εκείνοι για τα δικά της», λέει η Carol κι εξηγεί πως κάπως έτσι ξεκίνησε να διαβάζει στη μέλλουσα πεθερά της τα γράμματα από το χωριό και να της γράφει τις απαντήσεις κάθε δυο βδομάδες.

Όπως έμαθε αργότερα, η Carol, όταν επισκέφθηκε το χωριό μετά από χρόνια, ο τότε 9χρονος εγγονός της πεθεράς της και ανιψιός της ίδιας, περίμενε με αδημονία τον ταχυδρόμο να φανεί στο κατώφλι του σπιτιού.

Και κάθε φορά κατρακυλούσε σαν το σίφουνα στην ασπρισμένη τσιμεντένια σκάλα για να αρπάξει από τα χέρια του τον πολύτιμο μικρό φάκελο με τις κόκκινες και μπλε γραμμές στο πλάι… Κραδαίνοντάς τον, με την ίδια φούρια, έτρεχε πίσω στη μάνα του φωνάζοντας με ενθουσιασμό: «γράμμα από την ξενιτιά!».

Κι αυτό για εκείνο το σπιτάκι στη Σκαφιδιά ήταν σπουδαίο γεγονός.

Το ίδιο σπουδαίο ήταν όμως και για τη γιαγιά, εδώ στη Μελβούρνη που αδημονούσε να μάθει τα νέα των δικών της.

«Κι εγώ είχα σημαντικό ρόλο. Γιατί της διάβαζα αυτά τα γράμματα κι ας έβαζα τους τόνους λάθος…», λέει η Carol συγκινημένη.

«ΒΑΠΤΙΖΕΤΑΙ Η ΔΟΥΛΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ…»

Στα 16 της, η Carol αποφασίζει να βαπτιστεί χριστιανή ορθόδοξη. Το Μυστήριο γίνεται στον Άγιο Βασίλειο στο Brunswick, χωρίς την παρουσία των γονιών της ή άλλων μελών της οικογένειάς της, που δεν ήθελαν να έχουν καμία σχέση με την ακατανόητη γι’ αυτούς «μανία» της κόρης τους με την Ελλάδα.

«Το χριστιανικό μου όνομα είναι Αικατερίνη, Κατερίνα», λέει με περηφάνια.

Το 1967, στα 18 της, παντρεύτηκε τον αρραβωνιαστικό της και μετακόμισε στο σπίτι του. «Εκεί έζησα τη ζωή των μεταναστών», λέει χαρακτηριστικά κι εξηγεί: «τρεις οικογένειες σε ένα σπίτι, όλοι μιλούσαν μόνο ελληνικά γιατί δεν γνώριζαν αγγλικά κι εγώ έπρεπε να ακολουθώ τους κανόνες».

Ο ρόλος της Carol στη λειτουργία του νέου της σπιτικού ήταν καθοριστικός. Όχι μόνο λειτουργούσε ως γέφυρα επικοινωνίας με το χωριό, αλλά βοήθησε την οικογένεια, ως διερμηνέας, στις επαφές τους με τις διάφορες υπηρεσίες. «Τους βοηθούσα μεταφράζοντας έγγραφα στα αγγλικά, έκανα ακόμα και τα λογιστικά της οικογένειας», λέει η ίδια.

ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ

Η Carol Fraser, ανήσυχο πνεύμα, έθετε πάντα υψηλούς στόχους. Έτσι, μετά το γάμο της σπούδασε Ελληνικά στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης. «Εκεί έπρεπε να συναγωνιστώ άτομα που προέρχονταν από την Ελλάδα ή που είχαν φοιτήσει σε ελληνικά σχολεία – κάτι που δεν είχα κάνει εγώ», λέει.

Παρόλο που το πρώτο αποτέλεσμα στις εξετάσεις ήταν άκρως απογοητευτικό, εκείνη πείσμωσε και εντείνοντας τις προσπάθειές της, το ανέτρεψε. «Μελέτησα σκληρά και αποφοίτησα με τιμητική διάκριση. Ακολούθησε μια ανοδική πορεία, έμαθα τα πάντα για την ελληνική ιστορία, τον πολιτισμό και την φιλοσοφία».

Αναφέρεται στους μεγάλους Έλληνες φιλόσοφους και τα μάτια της λάμπουν, καθώς η σκέψη της «βυθίζεται» σε κάποιον άλλο κόσμο: «Πλάτων, Αριστοτέλης, Σωκράτης…»

 

Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Όσο κι αν ακούγεται παράξενο, η Carol από μικρό παιδί είχε αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς με μια χώρα που δεν είχε επισκεφθεί ποτέ. Όπως δηλώνει, πολύ αργότερα στη ζωή της πραγματοποίησε το πρώτο της ταξίδι στην Ελλάδα. «Μέχρι σήμερα έχω πάει πέντε ή έξι φορές. Έχω ρίζες στην Ελλάδα», λέει και με ξαφνιάζει.

Αμέσως εξηγεί: «Αν κι έχουμε χωρίσει με τον άντρα μου εδώ και χρόνια, είμαι ακόμα πολύ δεμένη με την οικογένειά του και σε κάποιο από τα ταξίδια μου τους επισκέφθηκα και ήταν τόσο συγκινητική η αγάπη και η ζεστασιά με την οποία με δέχτηκαν. ‘Θα είσαι πάντα δικιά μας’, μου είπαν».

Επίσης, εδώ και 50 χρόνια διατηρεί σχέσεις με μια οικογένεια από τα Γρεβενά, που τους γνώρισε εδώ κι όποτε βρεθεί στην Ελλάδα τους επισκέπτεται.

«Η Ελλάδα είναι πολύ όμορφη χώρα. Έχω κάνει κρουαζιέρες σε όλα τα νησιά. Κρήτη, Ρόδο, Σαντορίνη, Μύκονο κι έχω επισκεφθεί πολλές πόλεις της χώρας».

Της αρέσουν τα ηπειρώτικα τραγούδια, αγαπά τον Μπιθικώτση και χορεύει ζεϊμπέκικο. Διαβάζει Ελύτη και Καβάφη και γράφει ποιήματα και τραγούδια στα Ελληνικά.

ΟΙ ΣΤΕΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΙΚΙΑ

Η Carol διατηρεί ισχυρούς δεσμούς με την παροικία στη Μελβούρνη και συμμετέχει σε πολλές εκδηλώσεις της ομογένειας. «Είμαι μέλος του ΔΣ του GACL (σ.σ. Ελληνο-Αυστραλιανός Πολιτιστικός Σύνδεσμος Μελβούρνης). Παρακολουθώ τα σεμινάρια που διοργανώνονται στο Ελληνικό Κέντρο και τις εκδηλώσεις πολλών παροικιακών συλλόγων και οργανισμών».

Όπως εξηγεί η ίδια, ο λόγος είναι «η σύνδεση, η κοινωνική συναναστροφή και η βελτίωση της γλωσσικής της ευχέρειας στα Ελληνικά».

Ωστόσο, αυτή η σχέση είναι αμφίδρομη. Η Carol, ως ειδικός ψυχικής υγείας, πρόσφερε επί χρόνια τις υπηρεσίες της στην παροικία κάτι που εξακολουθεί να κάνει ακόμη και τώρα που είναι πλέον συνταξιούχος. «Συνεργάζομαι με διάφορους παροικιακούς οργανισμούς για την προώθηση της παροχής υπηρεσιών κατ’ οίκον φροντίδας σε όσους τη χρειάζονται. Χρησιμοποιώ όλες τις διασυνδέσεις μου και τις γνώσεις μου ως αναγνωρισμένη κοινωνική λειτουργός ψυχικής υγείας για να υποστηρίξω τους ηλικιωμένους μας. Η ελληνική παροικία είναι το πάθος μου», καταλήγει η Carol, η δική μας Κατερίνα…

ΕΛΛΗΝΑΣ ΓΙΝΕΣΑΙ ΔΕΝ ΓΕΝΝΙΕΣΑΙ…

Η ιστορία της Carol Fraser καταρρίπτει την ιδέα ότι η εθνική ταυτότητα είναι κάτι στατικό ή δεδομένο. Αντίθετα, είναι μια βαθιά προσωπική επιλογή που μπορεί να υιοθετηθεί, να αγαπηθεί και να γίνει κομμάτι της ψυχής.

Για την Carol, η ελληνικότητα δεν ήταν απλώς μια πολιτισμική επιρροή, αλλά ένας προορισμός που διάλεξε με την καρδιά της. Δεν την καθόρισε η καταγωγή, αλλά η αγάπη της για τη γλώσσα, την ιστορία, τη μουσική, τους ανθρώπους. Και ίσως, στο τέλος της ημέρας, αυτό να είναι η ουσία του να είσαι Έλληνας: να κουβαλάς μέσα σου τη φλόγα μιας κουλτούρας που σε διαμορφώνει, σε εμπνέει και σε συνδέει με κάτι μεγαλύτερο από σένα.

Η Carol Fraser, ή Κατερίνα, όπως επιλέγει να τη φωνάζουν, δεν γεννήθηκε Ελληνίδα. Όμως έγινε. Και αυτό από μόνο του είναι η πιο όμορφη απόδειξη ότι η ταυτότητα δεν γράφεται μόνο στο DNA, αλλά και στην καρδιά.