Ο αρχηγός της αντιπολίτευσης, Peter Dutton, έχει θέσει το ζήτημα της στέγασης υψηλά στην προεκλογική ατζέντα, με τον Συνασπισμό να υπόσχεται την Τρίτη ότι, αν κερδίσει τις εκλογές, θα χαλαρώσει τους κανόνες γύρω από την έγκριση στεγαστικών δανείων.

Κάτι που όπως, υποστηρίζουν Φιλελεύθεροι και Εθνικοί, θα επιτρέψει σε περισσότερους νέους ανθρώπους να αγοράσουν την πρώτη τους κατοικία.

Ως γνωστό, η αρμόδια ρυθμιστική Αρχή απαιτεί από τις τράπεζες να προσθέτουν ένα «μαξιλάρι ασφαλείας» (serviceability buffer) όταν εξετάζουν αν κάποιος που υποβάλλει αίτηση για στεγαστικό δάνειο θα είναι σε θέση να καταβάλει τις δόσεις στο μέλλον.

Επί του παρόντος, αυτό ορίζεται σε ένα ποσοστό 3% υψηλότερο από το επιτόκιο του δανείου, μετά την αύξησή του κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19 (όταν το επιτόκιο της Αποθεματικής Τράπεζας ήταν στο ιστορικά χαμηλό επίπεδο του 0,1%).

Ο «σκιώδης υπουργός» Στέγασης, Michael Sukkar, δήλωσε ότι το 3% είναι πλέον «ξεπερασμένο».

Ο Συνασπισμός, πρόσθεσε, θα διασφαλίσει τη μείωσή του, αν κερδίσει στις εκλογές της 3ης Μαΐου.

«Σχεδόν το 40% των δυνητικών αγοραστών πρώτης κατοικίας δεν είναι σε θέση να χρηματοδοτήσουν ένα δάνειο … κυρίως λόγω αυτού του serviceability buffer», είπε ο κ. Sukkar στο ABC Radio National.

«Τώρα που έχουμε αυξημένα επιτόκια, ένα serviceability buffer που δεν ήταν ευέλικτο με αυτές τις αλλαγές απλώς εμποδίζει τους Αυστραλούς (από το να μπορέσουν να εξασφαλίσουν ένα στεγαστικό δάνειο)».

Ο ενιαίος κανόνας για όλους (one-size-fits-all) για την αξιολόγηση της εξυπηρετησιμότητας ενός δανείου, πρόσθεσε, αποτελεί εμπόδιο για πολλούς «ακόμα και όταν μπορούν να ανταποκριθούν στις αποπληρωμές με ένα συνετό περιθώριο έναντι απροσδόκητων μελλοντικών αυξήσεων των επιτοκίων».

Επί του παρόντος, η προτεραιότητα της ρυθμιστικής Αρχής, επισήμανε το ABC, είναι να διασφαλίζει ότι οι τράπεζες δεν αναλαμβάνουν πάρα πολλά επικίνδυνα δάνεια, κάτι που μειώνει τη δανειοληπτική ικανότητα εν γένει στην αγορά.

Ο Συνασπισμός θέλει να αλλάξει την «εντολή» της Australian Prudential Regulatory Authority, ώστε να μπορεί να λαμβάνει περισσότερο υπόψη της τους δανειολήπτες.

Ωστόσο, ο πρόεδρος της APRA, John Lonsdale, προέτρεψε να παραμείνει το serviceability buffer στο 3%, λέγοντας -στα τέλη του περασμένου έτους- ότι το χρέος των νοικοκυριών ήταν ήδη υψηλό σε σχέση με τα εισοδήματα και υψηλότερο από ό,τι σε άλλα Έθνη.

«Αυτό το υψηλό χρέος των νοικοκυριών αποτελεί βασική ευπάθεια σε περίπτωση που πραγματοποιηθούν δυσμενή οικονομικά σενάρια», δήλωσε, ο κ. Lonsdale.

Ο κ. Sukkar σχολίασε ότι είναι κατανοητό να υπάρχει υψηλό serviceability buffer κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά θα πρέπει να ανταποκρίνεται στην αγορά.

Ο Συνασπισμός έκανε γνωστό ότι θα απαιτήσει επίσης από την APRA να προσαρμόσει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται τα δάνεια που υποστηρίζονται από την Lenders Mortgage Insurance (LMI), καθώς άνθρωποι που δεν έχουν πρόσβαση στην «Τράπεζα Μαμά και Μπαμπά» (Bank of Mum and Dad) «τιμωρούνται» με υψηλότερο κόστος δανεισμού.

«Αυτή τη στιγμή, οι Αυστραλοί που δεν έχουν πρόσβαση στην ‘Τράπεζα Μαμς και Μπαμπά» τιμωρούνται με υψηλότερο κόστος δανεισμού – ακόμη και όταν ο πραγματικός κίνδυνος είναι ο ίδιος ή χαμηλότερος», είπε ο κ. Sukkar.

«Αυτό είναι μια συστημική προκατάληψη υπέρ του κληρονομικού πλούτου. Θα την καταργήσουμε».

«Το χρηματοπιστωτικό σύστημα των Εργατικών αποκλείει πάρα πολλούς από την ιδιοκτησία κατοικίας – όχι επειδή δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά ένα στεγαστικό δάνειο, αλλά επειδή οι κανόνες είναι πολύ άκαμπτοι».

«Θα καταστήσουμε σαφές ότι η APRA πρέπει να εξετάσει τον αντίκτυπο των κανόνων της στην πρόσβαση στη στέγαση – ιδίως για τους αγοραστές πρώτης κατοικίας».

«Επιπλέον, θα υποστηρίξουμε το έργο που αναλαμβάνει η APRA για να αποσαφηνίσει τη μεταχείριση του χρέους της HELP όσον αφορά τις αξιολογήσεις της εξυπηρετησιμότητας».

Οι μεγάλες τράπεζες και οι property groups έχουν υποστηρίξει πιο χαλαρούς κανόνες δανεισμού.

Ακόμα, ο ομοσπονδιακός υπουργός Οικονομικών, Jim Chalmers, έδωσε εντολή στην APRA να μη λαμβάνει υπόψη της τις αποπληρωμές σπουδαστικών δανείων (HELP) κατά την αξιολόγηση της ικανότητας ενός αιτούντος να εξυπηρετήσει το ενυπόθηκο δάνειό του, εάν τα χρέη αυτά είναι κοντά στην αποπληρωμή τους.