«Τα Ελληνικά είναι το σπίτι μας…»

Τρία αδέλφια της Διασποράς μοιράζονται την αγάπη τους για την ελληνική γλώσσα και μας θυμίζουν ότι ποτέ δεν είναι αργά να γυρίσεις στις ρίζες σου

Για τα τρία αδέλφια Τζιρκάλλη –τον Μιχάλη, τον Ανδρέα και την Άρτεμις– η ελληνική γλώσσα είναι κάτι παραπάνω από ένα μάθημα ή μια δεξιότητα. Είναι ο τρόπος να επικοινωνούν με τους παππούδες τους. Είναι οι ιστορίες της προγιαγιάς Χρυστάλλας από την Κύπρο. Είναι η φωνή της Άννας Βίσση και του Γιάννη Πλούταρχου στο ραδιόφωνο του σπιτιού. Είναι οι φλαούνες το Πάσχα. Είναι ο ήχος του μπουζουκιού.

Μεγάλωσαν στην Αυστραλία, αλλά η ανάγκη να συνδεθούν με τις ρίζες τους τούς έφερε – με δική τους επιλογή – στην τάξη ελληνικών. Εδώ και χρόνια παρακολουθούν μαθήματα Ελληνικών. Παρόλο που δεν πήγαν ελληνικό σχολείο μικροί, σήμερα επιμένουν: «Ποτέ δεν είναι αργά να μάθεις ελληνικά. Αρκεί να το θέλεις».

Μέσα από το δικό τους παράδειγμα, θέλουν να εμπνεύσουν και άλλους νέους της Διασποράς που διστάζουν, που νιώθουν αποκομμένοι, που ίσως πιστεύουν πως «δεν έχει νόημα πια». Για τα αδέλφια Τζιρκάλλη, το νόημα βρίσκεται στη σύνδεση – με την οικογένεια, την κουλτούρα, την ιστορία. Και η γλώσσα είναι το κλειδί.

Τα αδέλφια Τζιρκάλλη με την εκπαιδευτικό, κα Ελένη Δημητρίου. Φωτογραφία: Supplied

ΜΙΧΑΛΗΣ: «ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΗΤΑΝ ΟΙ ΦΩΝΕΣ ΤΩΝ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ»

Η πρώτη επαφή του Μιχάλη Τζιρκάλλη με τα ελληνικά ήρθε σχεδόν ασυναίσθητα, μέσα από τις φωνές των παππούδων και των προπαππούδων του. «Ήμουν πολύ μικρός, αλλά θυμάμαι να τους ακούω να μιλούν ελληνικά. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με τη γλώσσα».

Μαζί με τα αδέλφια του, αποφάσισαν να παρακολουθήσουν ελληνικά για να εμβαθύνουν όσα αποσπασματικά είχαν μάθει μέσα από τη μουσική, τα ταξίδια στην Κύπρο και τις οικογενειακές συζητήσεις. «Συνεχίζουμε γιατί παίρνουμε μεγάλη ικανοποίηση από το να μπορούμε να μιλάμε μια δεύτερη γλώσσα και να επικοινωνούμε με ανθρώπους που αλλιώς δεν θα μπορούσαμε. Και τα μαθήματά μας με την κυρία Ελένη είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέροντα».

Δεν σκέφτηκε ποτέ να τα παρατήσει – κι αυτό οφείλεται και στο γεγονός ότι το ταξίδι το κάνει μαζί με τα αδέλφια του. «Η μοναδική αυτή εμπειρία μάθησης μαζί με τα αδέλφια μου κάνει τα μαθήματα διασκεδαστικά και αποδοτικά, αφού είμαστε όλοι σε παρόμοιο επίπεδο».

Η μεγαλύτερη δυσκολία; Η διαφορετική σύνταξη και – κλασικά – τα γένη των λέξεων. Όμως έχει βρει και τον τρόπο να το διακωμωδεί. «Μια φράση που μου αρέσει είναι «συνεννόηση μπουζούκι» – νομίζω περιγράφει τέλεια τις προκλήσεις του να μαθαίνεις μια νέα γλώσσα!»

Πέρα όμως από την πρόκληση, υπάρχει και η βαθιά ανταμοιβή: η σύνδεση. «Η ελληνική γλώσσα μας έφερε πιο κοντά στην οικογένεια, ιδιαίτερα στα μεγαλύτερα μέλη που γεννήθηκαν στην Κύπρο. Δεν υπάρχει πια γλωσσικό εμπόδιο – τώρα μπορούμε να μοιραζόμαστε ιστορίες και παραδόσεις».

Έχοντας επισκεφτεί πολλές φορές την Ελλάδα και την Κύπρο, νιώθει πλέον ότι συμμετέχει πιο ενεργά στον πολιτισμό του. «Από μικρός θαύμαζα την ευχέρεια της μητέρας μου στα ελληνικά. Τώρα που ταξιδεύουμε, νιώθω πιο συνδεδεμένος με την κουλτούρα μας και πιο άνετος στις συζητήσεις».

Λατρεύει τις θρησκευτικές γιορτές – Πάσχα, Χριστούγεννα, ονομαστικές – και βλέπει μέσα από αυτές τη σύνδεση πίστης και παράδοσης. Και όταν τον ρωτάς τι θα έλεγε σε κάποιον που διστάζει να ξεκινήσει ελληνικά, απαντά χωρίς δισταγμό:

«Βυθίσου στις παραδόσεις και τα πολιτιστικά δρώμενα. Από εκεί θα γεννηθεί η περιέργεια – κι αυτή θα σε οδηγήσει στην ανάγκη να μάθεις τη γλώσσα».

ΑΝΔΡΕΑΣ: «ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ – ΕΙΤΕ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑΜΕ ΕΔΩ, ΕΙΤΕ ΕΚΕΙ»

Για τον Ανδρέα, όλα ξεκίνησαν από τη μουσική. «Ο πατέρας μου έπαιζε μόνο ελληνικά τραγούδια στο σπίτι από τότε που ήμασταν μικροί. Αυτό ακούγαμε, τίποτα άλλο».

Το 2015 αγόρασε το πρώτο του μπουζούκι — κι από εκεί ξεκίνησε ένα προσωπικό ταξίδι μάθησης, τόσο στη μουσική όσο και στη γλώσσα. «Ήθελα να καταλαβαίνω τα τραγούδια που έπαιζαν οι γονείς μου όταν ήμουν μικρός. Γι’ αυτό άρχισα να μαθαίνω ελληνικά, παράλληλα με τις σπουδές μου».

Το πάθος του τον κράτησε σταθερό. «Δεν σκέφτηκα ποτέ να τα παρατήσω. Τα ελληνικά είναι στο αίμα μου. Το να μαθαίνεις τη γλώσσα είναι μέρος του πολιτισμού μας».

Η μεγαλύτερη δυσκολία για εκείνον είναι οι καταλήξεις και η συμφωνία των λέξεων με το γένος. Αλλά δεν το βάζει κάτω. Οι αγαπημένες του λέξεις; «Μπουζούκι και ποδόσφαιρο» — λέξεις με ρυθμό, λέξεις που χτίζουν ταυτότητα.

Η γλώσσα τού έδωσε το αίσθημα του ανήκειν. «Το να μπορείς να μιλήσεις ελληνικά σε φέρνει πιο κοντά στη χώρα και στην ιστορία της. Είναι ένα κομμάτι της κουλτούρας μας».

Και η οικογένειά του το νιώθει. «Οι γιαγιάδες και οι παππούδες μας χαίρονται που συνεχίζουμε την παράδοση και μιλάμε ελληνικά – ειδικά επειδή ξέρουν ότι η δική μας γενιά συνήθως δεν το θέλει. Μας μιλάνε, και κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε για να τους απαντήσουμε».

Η Κύπρος είναι μέρος της ζωής του – κάθε χρόνο την επισκέπτεται με την οικογένειά του. Μέχρι το 2023 είχαν και τη γιαγιά Χρυστάλλα εν ζωή. «Οι ιστορίες της για τη ζωή στο χωριό και για την κατάσταση στην Κύπρο μάς άνοιξαν τα μάτια. Όταν φτάνεις εκεί και μπορείς να μιλήσεις, να καταλάβεις, νιώθεις σαν να επιστρέφεις σπίτι».

Το πάθος του για το μπουζούκι παραμένει δυνατό. Παίζει ακόμα και σήμερα, μαθαίνει κλασικά τραγούδια, παίζει για την οικογένειά του και το μοιράζεται με τον κόσμο. «Άνοιξα λογαριασμό στο TikTok (andreasbouzouki), και μέχρι σήμερα έχω φτάσει 13.000 ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, δείχνοντας την αγάπη μου για την ελληνική μουσική».

Ο Ανδρέας έχει ένα μήνυμα για όλους τους νέους της Διασποράς που νιώθουν ότι έχουν απομακρυνθεί από τις ρίζες τους:

«Μην ξεχνάτε από πού ήρθατε. Είτε γεννηθήκατε στην Αυστραλία είτε στην Ελλάδα, είμαστε όλοι Έλληνες.»

Τα λόγια του δεν έχουν τη βαρύτητα της επίσημης δήλωσης, αλλά τη φυσικότητα κάποιου που το πιστεύει βαθιά.

Για εκείνον, η αξία της γλώσσας είναι αυτονόητη. Δεν την βλέπει μόνο ως ένα εργαλείο επικοινωνίας, αλλά ως κλειδί σε έναν ολόκληρο κόσμο:

«Κάθε γλώσσα έχει τα δικά της πλεονεκτήματα. Αλλά ειδικά τα ελληνικά, όταν πας στην Ελλάδα, είναι ανεκτίμητα. Από εμπειρία, λίγοι μιλούν αγγλικά — και το να μπορείς να συνεννοηθείς κάνει τεράστια διαφορά».

Αν μπορούσε να αλλάξει κάτι στη διδασκαλία της, θα ήταν η προσέγγιση: λιγότερη αποστήθιση, περισσότερη κατανόηση. «Θα βοηθούσε πολύ αν υπήρχαν αγγλικές μεταφράσεις δίπλα στο ελληνικό κείμενο. Με τα αγγλικά ως μητρική, θα ένιωθα μεγαλύτερη σιγουριά.»

Όσο για το μέλλον της γλώσσας στη Διασπορά, δεν ανησυχεί. «Τα ελληνικά υπάρχουν χιλιάδες χρόνια και θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Δεν χάνονται.»

Το λέει με τόση βεβαιότητα, που δεν χωρά καμία αμφιβολία.

Μέσα στα λόγια του, όμως, υπάρχει και κάτι βαθύτερο, ένα όνειρο πιο προσωπικό: να μεταφέρει τη γλώσσα και την αγάπη του για την ελληνική κουλτούρα στα παιδιά του. «Θέλω κάποτε η οικογένειά μου να μιλά ελληνικά. Και να αγαπούν τη γλώσσα όσο την αγάπησα κι εγώ».

Για τον Μιχάλη, τον Ανδρέα και την Άρτεμις τα ελληνικά δεν είναι μάθημα του Σαββάτου. Είναι μουσική, γεύση, προσευχή, οικογένεια. Στη φωτογραφία, με τη δασκάλα τους, Ελένη Δημητρίου. Φωτογραφία: Supplied

ΑΡΤΕΜΙΣ: «ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ»

Αν η γλώσσα έχει ψυχή, τότε για την Άρτεμις είναι γεμάτη φωνές. Τη φωνή της γιαγιάς Μιράντας και της προγιαγιάς Ελένης, που τη φρόντιζαν όταν οι γονείς της δούλευαν. «Έμαθα να μιλάω ελληνικά από πολύ μικρή ηλικία», λέει. «Δυστυχώς, όταν ξεκίνησα το δημοτικό, τα ξέχασα».

Μα όταν η γλώσσα είναι δεμένη με την αγάπη, δεν χάνεται ποτέ για πάντα. Μένει κάπου μέσα σου, και περιμένει να την ξαναθυμηθείς.

Η σπίθα ξαναφούντωσε με τη σκέψη της προγιαγιάς Χρυστάλλας, που ζούσε στην Κύπρο. «Θέλαμε να μπορούμε να μιλάμε μαζί της, ιδιαίτερα για τη ζωή της πριν τον πόλεμο του 1974.» Η ανάγκη για επικοινωνία έγινε ανάγκη για επανασύνδεση. Κι έτσι, τα αδέλφια βρέθηκαν ξανά μέσα στη γλώσσα — αυτή τη φορά με επίγνωση.

Υπήρξαν δυσκολίες στην πορεία, κυρίως με τα γένη και τη σύνταξη, αλλά υπήρχε και κάτι πιο δυνατό: η αγάπη τους για τον πολιτισμό. Και μια παιδική τρυφερότητα που δεν χάθηκε ποτέ: «Μεγαλώσαμε με μουσική της Άννας Βίσση και του Γιάννη Πλούταρχου. Νιώσαμε την ανάγκη να μείνουμε κοντά στις ρίζες μας».

Η ελληνική γλώσσα, για την Άρτεμις, δεν είναι απλώς επικοινωνία. Είναι χώρος. Είναι καταφύγιο.

«Για μένα, τα ελληνικά δεν είναι απλώς μια γλώσσα – είναι το σπίτι μου. Είναι η φωνή της οικογένειάς μου, της κουλτούρας μου και της ιστορίας μου».

Τα εβδομαδιαία μαθήματα ελληνικών με τα αδέλφια της είναι πια κάτι πολύ παραπάνω από εκπαίδευση. Είναι συντροφιά. «Κάθε Σάββατο γελάμε, μαθαίνουμε, ερχόμαστε πιο κοντά. Μας έχουν επίσης βοηθήσει να συνδεθούμε περισσότερο με τους παππούδες μας, που μιλούν ελληνικά.»

Τα ταξίδια στην Ελλάδα και την Κύπρο ήταν και είναι κομμάτι της ζωής τους. «Κάθε χρόνο πηγαίναμε στην Κύπρο για να δούμε την προγιαγιά μας, που έζησε μέχρι τα 96 της. Πρόσφατα ήμουν στην Αθήνα τα Χριστούγεννα και παρατήρησα πόσο έχουν βελτιωθεί τα ελληνικά μου. Ήταν υπέροχο να μπορώ να μιλήσω πιο άνετα».

Για την Άρτεμις, η παράδοση ζει και μέσα από τις γεύσεις. Η αγαπημένη της στιγμή; Όταν φτιάχνουν φλαούνες το Πάσχα. «Κάθε χρόνο περιμένω με ανυπομονησία τις γιαγιάδες μου, τη Μιράντα και τη Γαλατία, να έρθουν για να τις φτιάξουμε μαζί».

Σήμερα, θέλει να στείλει κι εκείνη το δικό της μήνυμα σε όσους πιστεύουν ότι το τρένο της γλώσσας το έχουν χάσει:

«Ακόμα κι αν δεν πήγατε σε ελληνικό σχολείο μικροί, ποτέ δεν είναι αργά να μάθετε!»

Και προσθέτει:

«Είναι κάτι περισσότερο από μια γλώσσα – είναι ένας τρόπος σύνδεσης με την οικογένεια, την ιστορία και τον πολιτισμό μας».

ΤΟ ΝΗΜΑ ΠΟΥ ΕΝΩΝΕΙ ΓΕΝΙΕΣ, ΤΟΠΟΥΣ ΚΑΙ ΚΑΡΔΙΕΣ

Στις φωνές του Μιχάλη, του Ανδρέα και της Άρτεμις καθρεφτίζεται κάτι πιο βαθύ από την προσπάθεια να μάθουν μια «δύσκολη» γλώσσα. Καθρεφτίζεται η ανάγκη να θυμούνται. Να συνδέονται. Να κρατούν ζωντανό ένα κομμάτι του εαυτού τους που αλλιώς θα χανόταν ανάμεσα σε δύο πατρίδες, δύο γλώσσες, δύο κόσμους.

Για εκείνους, τα ελληνικά δεν είναι μάθημα του Σαββάτου. Είναι μουσική, γεύση, προσευχή, οικογένεια. Είναι το χαμόγελο του παππού όταν του απαντούν στα ελληνικά. Είναι μια λέξη-κλειδί που ξεκλειδώνει αναμνήσεις. Είναι το νήμα που τους ενώνει με το χθες — και με το αύριο.

Και μέσα σε αυτό το ταξίδι, υπάρχει και ένας άνθρωπος που παίζει καθοριστικό ρόλο: η δασκάλα τους, η κυρία Ελένη Δημητρίου. Με την αγάπη της για τη γλώσσα και τον πολιτισμό, με μαθήματα γεμάτα μουσική, γέλιο και ενθάρρυνση, κατάφερε να κάνει τη γνώση βίωμα και τη γλώσσα… ζωντανή.

Με κάθε τους λέξη, με κάθε προσπάθεια να πουν σωστά ένα γένος ή να σχηματίσουν μια πρόταση, τα τρία αδέλφια μάς θυμίζουν κάτι πολύ απλό αλλά τόσο δυνατό:

Η γλώσσα ζει όσο τη μιλάμε. Και δεν είναι ποτέ αργά να τη βάλουμε ξανά στη ζωή μας.

Γιατί, όπως λέει η Άρτεμις, «τα ελληνικά δεν είναι απλώς μια γλώσσα. Είναι το σπίτι μας».