Το βιβλίο «Η αντιστασιακή πεζογραφία της Επταετίας (1967-1974», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Οδυσσέας (2024), αποτελεί μια ενδελεχή κριτική μελέτη του πολυβραβευμένου νεοελληνιστή και πανεπιστημιακού Γιάννη Βασιλακάκου, βασισμένη σε μεταπτυχιακή έρευνά του σε αυστραλιανό πανεπιστήμιο. Εξετάζει μεθοδικά την πεζογραφική παραγωγή της περιόδου της δικτατορίας και τη σχέση της με την αντίσταση κατά του καθεστώτος, αποκαλύπτοντας τον τρόπο με τον οποίο η τέχνη λειτούργησε ως μέσο έκφρασης, διαμαρτυρίας και υπόγειας αντίστασης. Αν και ολοκληρώθηκε το 1980, παρέμενε ανέκδοτη για δεκαετίες, μέχρι την πρόσφατη δημοσίευσή της, η οποία συμπίπτει συμβολικά με την επέτειο των 50 ετών από τη Μεταπολίτευση.
Μέσα από διεξοδική ανάλυση, ο Βασιλακάκος χαρτογραφεί τη στάση των συγγραφέων της εποχής, κατηγοριοποιώντας τους σε τέσσερις διακριτές ομάδες, ανάλογα με τις συνθήκες υπό τις οποίες έγραψαν και εξέδωσαν τα έργα τους. Η κατηγοριοποίηση αυτή παρέχει ένα σαφές και λειτουργικό πλαίσιο ερμηνείας, επιτρέποντας στον αναγνώστη να κατανοήσει τις διαφορετικές μορφές αντίστασης μέσα από τη λογοτεχνική παραγωγή, αναδεικνύοντας τη συλλογική φωνή των λογοτεχνών σε μια περίοδο σιωπής και καταστολής. Συγκεκριμένα, παρουσιάζονται τέσσερις κατηγορίες συγγραφέων:
α) Όσοι παρέμειναν στην Ελλάδα και υιοθέτησαν ανοιχτά καταγγελτικό λόγο, όπως είναι οι δημιουργοί της συλλογής «Δεκαοχτώ κείμενα», η οποία αποτέλεσε σύμβολο αντίστασης. Αναλύονται τέσσερα από τα διηγήματα της συλλογής: «Ελ Προκοραδόρ» (Θ.Δ. Φραγκόπουλος), «Μικρός διάλογος» (Καίη Τσιτσέλη)), «Ο υποψήφιος» (Ρόδης Ρούφος) και «Αλλαξοκαιριά» (Στρατής Τσίρκας).
β) Όσοι παρέμειναν εγκλωβισμένοι στην Ελλάδα λόγω των διώξεων της χούντας. Πρόκειται για λογοτέχνες στους οποίους είχε απαγορευτεί η έξοδος από τη χώρα, είτε λόγω αντιδικτατορικής δράσης είτε ως μορφή τιμωρίας. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή του Αντώνη Σαμαράκη, του οποίου η συλλογή «Το διαβατήριο» μελετάται διεξοδικά.
γ) Συγγραφείς που έμειναν στην Ελλάδα και εξέφρασαν την αντίστασή τους με πιο έμμεσο τρόπο. Χωρίς να είναι ανοιχτά καταγγελτικοί, τα έργα τους είχαν αντιστασιακό χαρακτήρα. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν ο Μάριος Χάκκας, με τα διηγήματα «Κατά Μάικ», «Η τοιχογραφία» και «Το νερό» από τη συλλογή του «Ο μπιντές και άλλα διηγήματα», καθώς και ο Φώντας Κονδύλης, με το μυθιστόρημα «Έξωση».
δ) Συγγραφείς που βρέθηκαν στο εξωτερικό και δεν μπορούσαν να επιστρέψουν. Η εξορία τους λειτούργησε ως πλαίσιο μέσα από το οποίο συνέχισαν την αντίστασή τους, τόσο μέσω της ακτιβιστικής τους δράσης όσο και μέσω των έργων τους, τα οποία εκδίδονταν πρώτα στο εξωτερικό. Στην κατηγορία αυτή ανήκει ο Βασίλης Βασιλικός, του οποίου η μελέτη εξετάζει τα βιβλία «Καφενείον “Εμιγκρέκ”», «Η δολοκτονία» και «Το ψαροντούφεκο».
Μία από τις κύριες αρετές του βιβλίου είναι η σύνθεση ιστορικής, κοινωνικής και λογοτεχνικής ανάλυσης.
Το βιβλίο διαθέτει μια ισχυρή ιστορική βάση, καθώς προτάσσει μια συνοπτική αλλά περιεκτική επισκόπηση του ιστορικού πλαισίου της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967, παραθέτοντας τις θέσεις σημαντικών διανοουμένων, όπως του Μάριου Πλωρίτη, του Νίκου Σβορώνου και του Γιάννη Κάτρη. Επίσης, παρουσιάζει τις απόψεις δημιουργών, όπως του Μίκη Θεοδωράκη και του Περικλή Κοροβέση, σχετικά με τη στάση του ελληνικού λαού απέναντι στο καθεστώς. Η επισήμανση του συγγραφέα για την αρχική «παθητικότητα» και «αυτοφίμωση» που χαρακτήριζε την κοινωνική αντίδραση απέναντι στη λογοκρισία των συνταγματαρχών, καθώς και για τη «σιωπηλή αντίσταση» πολλών λογοτεχνών, εμπλουτίζει την κριτική του προσέγγιση, προσφέροντας μια πολυδιάστατη οπτική.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η ανάλυση του εμβληματικού τόμου «Δεκαοχτώ κείμενα» από τις Εκδόσεις Κέδρος (1970), ο οποίος σηματοδότησε τη ρήξη της ελληνικής διανόησης με τη δικτατορία, μετά τις 28 Μαρτίου 1969, ημερομηνία κατά την οποία ο Γιώργος Σεφέρης έσπασε τη σιωπή του με την ηχογραφημένη δήλωσή του εναντίον της δικτατορίας. Από τα «Δεκαοχτώ κείμενα» (διηγήματα, δοκίμια, ποιήματα, νουβέλες), στα οποία 18 συγγραφείς εκφράζουν την οργή τους προς το δικτατορικό καθεστώς, ο συγγραφέας εξετάζει τέσσερα: του Θ.Δ. Φραγκόπουλου «Ελ Προκοραδόρ», του Ρόδη Ρούφου «Ο υποψήφιος», του Στρατή Δούκα «Αλλαξοκαιριά» και της Καίης Τσιτσέλη «Μικρός διάλογος». Ο Βασιλακάκος προβαίνει μάλιστα σε συνολικές συμπερασματικές παρατηρήσεις για τον εμβληματικό τόμο, τονίζοντας τον πρωτοποριακό και καταλυτικό χαρακτήρα των κειμένων για τις πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις, καθώς διαμόρφωσαν, κατά την έκφραση του Κοροβέση, μια «αντιστασιακή ηθική». Αξιολογεί το διήγημα του Θανάση Βαλτινού «Ο γύψος» ως το σπουδαιότερο των «Δεκαοχτώ κειμένων» και παραθέτει μερικά από τα κύρια γνωρίσματα των τεσσάρων διηγημάτων του τόμου που εξετάστηκαν: τον βιωματικό και παρωδιακό χαρακτήρα, την ευρηματικότητα των εκφραστικών τους τρόπων, τη «μετωνυμική, υπαινικτική και παιγνιώδη αφήγηση» και το χιούμορ. Ενδιαφέρουσα είναι και η κρίση του συγγραφέα ότι η προτεραιότητα των συγγραφέων δεν ήταν «η καθαυτό λογοτεχνικότητα», αλλά «το να λειτουργήσουν ως καταθέσεις-μαρτυρίες της συγκεκριμένης “κοχλάζουσας” εποχής και λιγότερο ως λογοτεχνικά διαμαντάκια» (σελ. 79-80).
Αξιοσημείωτη είναι η έμφαση του βιβλίου στην αισθητική διάσταση της αντιστασιακής πεζογραφίας. Ο Βασιλακάκος εξετάζει τις αφηγηματικές τεχνικές και τη γλωσσική πρωτοτυπία των συγγραφέων, αναδεικνύοντας τις ποικίλες εκφραστικές στρατηγικές που χρησιμοποίησαν, από την καταγγελτική γραφή έως την υπαινικτική και παρωδιακή αφήγηση. Ειδικότερα, εστιάζει στο έργο του Βασίλη Βασιλικού επισημαίνοντας το «ξερίζωμα, το μετέωρο και μεταιχμιακό» ως καθοριστικά στοιχεία της αφήγησής του. Αναλύει ακόμα τις αφηγηματικές τεχνικές του Αντώνη Σαμαράκη και προβάλλει στην πεζογραφία του Μάριου Χάκκα τη μοναδική ικανότητά του να συνδυάζει το βιωματικό στοιχείο με την κοινωνική κριτική και την πειραματική φόρμα, μέσα από την ανάλυση τριών διηγημάτων από τη συλλογή του «Ο μπιντές» (“Η τοιχογραφία”, “Το νερό” και “Κατά Μάικ”). Η ανάλυση αυτή φωτίζει την ιδιαίτερη συμβολή του Χάκκα στην ελληνική λογοτεχνία, αναδεικνύοντας τον τρόπο με τον οποίο το έργο του συμπύκνωσε την αγωνία μιας ολόκληρης γενιάς.
Στη συνολική αποτίμηση των τριών διηγημάτων του Χάκκα, περιγράφονται οι τρεις βασικοί παράγοντες που καθόρισαν την ιδιότυπη σφραγίδα της γραφής του: τον χρόνο και τον τόπο γέννησής του (η Καισαριανή), την επάρατη νόσο που τον οδήγησε να ζει στις παρυφές ζωής και θανάτου, και την προσωπική ρήξη του με την επίσημη Αριστερά. Επιπλέον, ο συγγραφέας χαρακτηρίζει την παραδοξολογία της γραφής του Χάκκα ως το κύριο συστατικό της πεζογραφίας του, την οποία συνθέτουν η κυριαρχία του μονολόγου, του αναθεωρητισμού και της γκρίζας κατάστασης, ο μινιμαλισμός, ο άναρχος χαρακτήρας και οι ευρηματικοί τρόποι έκφρασης. Αποτιμώντας τη γενικότερη θέση του Μάριου Χάκκα στα ελληνικά γράμματα, τον χαρακτηρίζει ως μία από τις εξέχουσες και σημαντικότερες μορφές της μεταπολεμικής διηγηματογραφίας λόγω της «ιδιομορφίας, πρωτοτυπίας και γοητείας του πεζογραφικού του έργου» (σελ. 154).
Συνολικά, μία από τις κύριες αρετές του βιβλίου είναι η σύνθεση ιστορικής, κοινωνικής και λογοτεχνικής ανάλυσης, καθιστώντας το βιβλίο πολύτιμο εργαλείο τόσο για τους ερευνητές όσο και για το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Η συνδυαστική ανάγνωση της λογοτεχνίας της επταετίας, όχι μόνο ως ιστορικού τεκμηρίου αλλά και ως καλλιτεχνικής τομής στη μεταπολεμική ελληνική γραμματεία, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους άξονες του βιβλίου. Η ένταξη και κριτική επεξεργασία έργων όπως «Το λάθος» του Αντώνη Σαμαράκη και «Το διπλό βιβλίο» του Δημήτρη Χατζή, που δεν ανήκουν αυστηρά στην επταετία, εμπλουτίζει τη μελέτη, τοποθετώντας την αντιστασιακή πεζογραφία σε ένα ευρύτερο ιστορικοκοινωνικό και λογοτεχνικό πλαίσιο, επιτρέποντας συγκριτικές αναγνώσεις και γόνιμες ερμηνευτικές προσεγγίσεις.
Η «Αντιστασιακή πεζογραφία της Επταετίας» δεν είναι απλώς μια εξονυχιστική καταγραφή των λογοτεχνικών κειμένων της εποχής, αλλά μια πολυεπίπεδη ανάλυση που φωτίζει τις πολιτικές, κοινωνικές και καλλιτεχνικές διαστάσεις της λογοτεχνίας της περιόδου. Μέσα από την ευσύνοπτη, διεισδυτική και καίρια κριτική του ματιά, ο Βασιλακάκος καταδεικνύει τη δύναμη της λογοτεχνίας ως μέσου αντίστασης, αλλά και ως αρχειακής καταγραφής της ιστορικής μνήμης. Πρόκειται για μια μελέτη που συνεισφέρει ουσιαστικά στην κατανόηση της μεταπολεμικής ελληνικής πεζογραφίας, προσφέροντας πολύτιμα εργαλεία στους ερευνητές της δύσκολης αυτής εποχής και ανοίγοντας νέους δρόμους για την εμβάθυνση στη σχέση λογοτεχνίας και πολιτικής στην Ελλάδα του 20ού αιώνα.