Σε καιρούς που το βλέμμα, ακυβέρνητο καράβι, μπαινοβγαίνει μια στην αμμουδιά της ραστώνης, μια στη θάλασσα των αναστεναγμών, σκάει μύτη η ηλιοφάνεια — ο καλός καιρός, που χαίρεται διπλά και τρίδιπλα και απλώνει, λες, το χέρι και το είναι του.

Φωνές, ψίθυροι από την ανθοφορία της μακρινής άνοιξης μπουμπουκιάζουν, αιωρούνται, ταξιδεύουν σαν αερόστατα στον ουρανό με τη χάρη τους, αλλά και με τις μελωδίες της στιγμής. Γεμίζουν και αδειάζουν την καρδάρα της σιωπής, τη μοναξιά και το κάθε λογής ανείπωτο και χιλιοειπωμένο, και γίνονται πράγματα και θάματα.

Εκ πρώτης, τρελάθηκε ο καιρός. Εκ δευτέρας εκτίμησης, μάλλον πάει καλιά του… και με τον καιρό του.

Είναι όμως αισιόδοξη στιγμή αυτή η συγκυρία των υψηλών θερμοκρασιών. Και σ’ αυτό που συμβαίνει γύρω από το φθινόπωρο, ας μείνουμε στη γειτονιά των υψηλών θερμοκρασιών και της καλής ενέργειας του φωτός. Ας αφεθούμε σε ό,τι σιγοντάρει η ηλιοφάνεια – και ως τώρα πια, και ως μη παρέκει.

Λίγο πριν το απόγευμα, πριν χαθεί ο ήλιος και οι αχτίνες του, όλα τα παραπάνω συμπληρωματικά συμβάλλουν στη ζάλη. Φως ιλαρό, φως της γνώσης, από το πουθενά και από το πάντα. Εωθινές οι αχτίνες του, αλλάζουν τη ροή των αφηγημάτων ζωής. Αστραπιαία και χωρίς καμιά παράταιρη απώλεια, φτιάχνουν το σκηνικό ζωής – εποχής, αλλιώς.

Θεωρητικά και νομοτελειακά, Απρίλης μήνας στο εδώ ημισφαίριο, σε αυτή τη γωνιά του χάρτη που ζούμε τη φθινοπωριά – και που δεν θα έπρεπε να ‘ναι και πολύ θερμά. Εντούτοις, και οσονούπω, δεν χαμπαριάζει το κάλλος του φωτός, ούτε και η επέλαση του τίποτε, μα εντελώς τίποτε.

Μα το βλέμμα, σε μια τέτοια μέρα, ακλυονίδα, να χορταίνει με ήλιο το σύμπαν του, να ανασαίνει καλύτερα – και κάθε κύτταρο σώματος και ψυχής – μα και να ανανεώνεται η γεωγραφία του μεροδούλι-μεροφάι του… είναι όντως το κάτι άλλο.

Χωρίς κάποια βέβαια συγκεκριμένη γωνία θέασης των πραγμάτων, για το τι γίνεται στον έξω κόσμο, μια διαδρομή φωτός ξεφυλλίζει το ημερολόγιο μνήμης και ανάμνησης – χωρίς κέρδη και ζημιές – και σταθμεύει, μα και τσακίζει τη σελίδα ζωής της σε αυτή τη μαγική στιγμή.

Επί τον τύπο των ήλων αγγίγματα, αφουγκράσματα μακρινών παρόντων απόντων ήχων και ματιών τους, παίρνουν πιο ανθρώπινη υφή και διάσταση. Ακόμη και αν κλείνεις τα μάτια σε κλάσματα δευτερολέπτου, η καρδιά σου χτυπά στο φως και στις φλέβες του.

Όνειρο βιωμένο, όνειρο που περπατήθηκε στο φως μιας γιορτής, σε έναν αμάραντο βασιλικό, σε ένα γιασεμί, σε ένα φθινόπωρο που κοιτά την Άνοιξη κατάματα, κατάσαρκα ταξιδεύει τις όποιες μυρωδιές της στιγμής. Και όχι μόνο.

Άναρθρο, άπειρο, άχραντο, αέναο, χωρίς μηδέν στο κύμα του αγκυροβολεί. Οικείο, εγκιβωτίζει, εξακτινώνει, λυτρώνει την προπαίδεια των συναισθημάτων.

Τι να γράψεις, μα και τι να πεις ή να μονολογήσεις για αυτό το άσμα του φωτός; Φορτίζει – σαν μπαταρία – το σύμπαν και τις μηχανές του, αλλά και ό,τι γύρω-γύρω το περιβάλλει και το εμπεριέχει. Από τις ταράτσες, στα πεζούλια, στους σταθμούς των τρένων, στα σεντόνια της νυχτός, στη γουλιά του καφέ, στα γυμνά δέντρα – περνά, αλλά και κοντοστέκεται, με πολλή τρυφερότητα και γλυκιά πνοή.

Περί πλάνης άραγε να ‘ναι τούτος ο λόγος ή να είναι μια περιπλάνηση διαρκείας και επιστροφής στο ανείπωτο και στο δέος του; Ή μήπως είναι το φως, η φλόγα του, που βγαίνει μέσα από τα σπλάχνα του καθενός και, καθώς εκπέμπεται, συναντά την έξωθεν καλή τους μαρτυρία;

Μα το φως οδεύει, σαν Απρίλης ξανθός και Μάης μυρωδάτος, προς κάθε διαδρομή, στροφή ζωής και εποχή της.

Αθέατο, αλαφροπάτητο, αγέρωχο, θα βρει και το ροζ φεγγάρι του Απρίλη και θα στείλει κι από κει τη λάμψη του, τη ζωοδότρα ενέργειά του, καθώς εκείνο θα γεμίζει. Και τον άλλο μήνα, και τον παραπάνω – το ίδιο πράγμα και θάμα θα κάνει.

Όλα λοιπόν στο φως, που ακόμη και τα σκοτάδια της ρημάδας ζωής και νύχτας, εικονικά, λεκτικά, φτιάχνουν γαλαξίες καλών, γλυκών προθέσεων και λογισμών. Γεμίζουν και οι πλατείες, γεμίζουν και τα μπαλκόνια και οι αυλόγυροι και τα πάρκα από το φως. Γεμίζει όμως και ο ορίζοντας των χρόνων – που πόρτα-πόρτα, η διανομή του είναι δωρεάν και απλόχερη.

Μα μέχρι την επόμενη καλή συγκυρία τέτοιων διαδρομών φωτός, ας ανοίξουμε πιο διάπλατα τα πορτοπαράθυρα για να περάσει εξ απαλών ονύχων, μα και φουριόζικο, με ή χωρίς χάντρες και μαλάματα. Να μπει και στα θεμέλια, να ζεστάνει και τους τοίχους και ό,τι ημιτελές θεαθείναι μας – να του δώσει φτερά.

Έτσι και η αιωνιότητα, το αύριο μα και το τώρα της όποιας αποδημίας και σιωπής, θα γίνει πιο χειροπιαστό. Μέτρο και κανόνας ζωής το άηχο φως. Στων απαλών αντικατοπτρισμών το διάβα, αφήνει και στήνει χορό με τα φυλλοβόλα γυμνά δέντρα, με τα κύματα του ωκεανού, με τη Λαμπρή, την περιφορά του Επιταφίου – φέρνει ακόμη πιο κοντά την αγάπη των ματιών, τον καλό λόγο, αλλά και την όποια ανάγκη επαφής.

Ακόμη και η διπλανή πόρτα τα νιώθει όλα αυτά. Ακόμη και οι σοκολατένιες στιγμές το γνωρίζουν. Ακόμη και οι διαφωνίες, τα τσουγκρίσματα της καθημερινής ατζέντας παντός τύπου, βάζουν μια άνω τελεία, ένα διάλειμμα στην έντασή τους.

Σε τέτοιους καιρούς, το βλέμμα το φθινοπωρινό, υπό την επήρεια φωτός, σε μια ακόμη λάμψη πορεύεται. Αναδύεται στο δάσος, στη λίμνη και στον ουρανό των αισθήσεων – με ό,τι μπορεί και όπως μπορεί. Σιγοντάρει η ηλιοφάνεια, σταγόνα τη σταγόνα, στίχο τον στίχο της, για την όλη μέθεξη της στιγμής.

“Αθέατο, αλαφροπάτητο, αγέρωχο, θα βρει και το ροζ φεγγάρι του Απρίλη και θα στείλει κι από κει τη λάμψη του, τη ζωοδότρα ενέργειά του, καθώς εκείνο θα γεμίζει”. Φωτογραφία: Χρ. Νιάρος