Συγκλονιστικές σκηνές εκτυλίχθηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο της Βικτώριας, καθώς ο 20χρονος Bailey Clifford, καταδικάστηκε σε οκτώ χρόνια και έξι μήνες κάθειρξη, για τη φονική επίθεση με μαχαίρι σε βάρος του Paul Grapsas, πατέρα δύο παιδιών, με τη σύζυγό του έγκυο στο τρίτο.
Ο Clifford είχε ήδη εκτίσει πάνω από έναν χρόνο υπό κράτηση πριν από τη δίκη, ενώ το δικαστήριο όρισε ως ελάχιστη περίοδο παραμονής του στη φυλακή τα πέντε έτη, γεγονός που σημαίνει ότι θα μπορούσε να αποφυλακιστεί σε ηλικία μόλις 24 ετών.
Το έγκλημα σημειώθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2023, όταν ο 40χρονος Paul Grapsas, επέστρεφε από μια νυχτερινή βόλτα με τον σκύλο του και εντόπισε τον νεαρό να ψαχουλεύει μέσα στο αυτοκίνητό του, έξω από το σπίτι του στο Geelong. Ο Clifford αντέδρασε βίαια: έβγαλε μαχαίρι και τον μαχαίρωσε επτά φορές, με μία από τις μαχαιριές να τον πλήττει θανάσιμα στην πλάτη.
Στη συνέχεια, έκλεψε το πορτοφόλι και τα κλειδιά του θύματος και τον άφησε αβοήθητο στην άκρη του δρόμου. Ώρες αργότερα, το άψυχο σώμα του Paul εντόπισε η σύζυγός του, Jessica Grapsas, η οποία τότε ήταν έξι μηνών έγκυος.
Μετά την πράξη του, ο Clifford τηλεφώνησε σε έναν φίλο του, κλαίγοντας και παραδεχόμενος ότι «τα έκανε θάλασσα» και «σκότωσε κάποιον». Ο φίλος του τον προέτρεψε να παραδοθεί στην Αστυνομία, όμως εκείνος αρνήθηκε. Όταν, τέσσερις ημέρες αργότερα, οι αστυνομικοί πήγαν να τον συλλάβουν, επιχείρησε να διαφύγει.
Η δικαστής Rita Incerti, χαρακτήρισε την πράξη του «δειλή και απερίσκεπτη», τονίζοντας όμως ότι η ποινή «δεν αντανακλά την αξία της ζωής του Paul Grapsas».
«Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορώ να πω ή να κάνω που θα φέρει πίσω τον κύριο Grapsas», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η δικαστής επεσήμανε ότι η οικογένεια, οι φίλοι και η ευρύτερη κοινότητα του Geelong έχουν υποστεί βαθύ τραύμα από την πράξη αυτή. «Ο κύριος Grapsas δεν θα γνωρίσει ποτέ τον γιο του», είπε συγκινημένη.
«Δεν θα έχει ποτέ τη χαρά να δει τα παιδιά του να μεγαλώνουν».
Παράλληλα, καταδίκασε τη χρήση μαχαιριών, λέγοντας ότι τέτοια εγκλήματα σπέρνουν τον φόβο στην κοινωνία και υπονομεύουν το δικαίωμα των ανθρώπων να αισθάνονται ασφαλείς στη γειτονιά τους.
Ωστόσο, αναγνώρισε ελαφρυντικά υπέρ του Clifford, ο οποίος ήταν μόλις 18 ετών την εποχή του εγκλήματος και είχε υποστεί σοβαρή εγκεφαλική κάκωση σε τροχαίο δυστύχημα όταν ήταν 16 ετών. Η κάκωση, σε συνδυασμό με χρόνια χρήση ναρκωτικών και αλκοόλ, είχε επηρεάσει σημαντικά τη γνωστική του λειτουργία και δυσχέραινε την παραμονή του στη φυλακή.
Η δικαστής δέχθηκε ότι η μεταμέλειά του ήταν ειλικρινής και ότι η επανένταξή του στην κοινωνία έχει καθοριστική σημασία, υπό την προϋπόθεση ότι θα απέχει από παράνομες ουσίες και θα αξιοποιήσει τη στήριξη της οικογένειάς του.
«Θα επιστρέψεις στην κοινωνία», του είπε.
«Είναι προς το συμφέρον όλων η προοπτική επανένταξής σου να ενισχυθεί, ώστε να περιοριστεί στο ελάχιστο ο κίνδυνος υποτροπής.»
Καθώς η δικαστής ανακοίνωσε την ποινή, ακούστηκαν λυγμοί και αναστεναγμοί στην αίθουσα.
Ο Clifford καταδικάστηκε τελικά σε μέγιστη ποινή φυλάκισης οκτώ ετών και έξι μηνών, με ελάχιστη ποινή πέντε ετών. Θα έχει δικαίωμα υποβολής αίτησης αποφυλάκισης υπό όρους σε ηλικία 24 ετών.