Η Μεγάλη Παρασκευή είναι μέρα απόλυτου πένθους για όλη την ορθόδοξη πίστη. Το Θείο Δράμα βαίνει προς την τελική του κορύφωση με τη Σταύρωση και τον ενταφιασμό του Ιησού Χριστού, στην πορεία προς την Ανάσταση και το Πάσχα. Το πρωί στις εκκλησίες γίνεται ο στολισμός του Επιταφίου.
Είναι η μοναδική μέρα του έτος που δεν πραγματοποιείται Θεία Λειτουργία. Ψάλλονται οι Μεγάλες Ώρες, που περιέχουν ψαλμούς, τροπάρια, Αποστόλους, Ευαγγέλια και Ευχές. Στη συνέχεια ακολουθεί ο Εσπερινός της Μεγάλης Παρασκευής και γίνεται η Αποκαθήλωση του Εσταυρωμένου. Ακολούθως, τοποθετείται στο Ιερό Κουβούκλιο ένα ύφασμα, πάνω στο οποίο έχει κεντηθεί ή ζωγραφιστεί ο Κύριος, νεκρός. Το ύφασμα αυτό λέγεται Επιτάφιος.
Η μυσταγωγία του εκκλησιασμού το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής καθηλώνει τους πιστούς καθώς επικρατεί βαθιά κατάνυξη και περισυλλογή. Οι πιστοί προσέρχονται με σεβασμό και προσκυνούν την εικόνα της Αποκαθήλωσης.
Μια από τις πιο όμορφες και πιο συγκινητικές στιγμές των θρησκευτικών δρωμέμνων της Μεγάλης Εβδομάδας είναι η στιγμή της «Αποκαθήλωσης». Είναι η στιγμή που προηγείται της Ταφής μετά την οποία θα έλθει η νίκη της ζωής επί του θανάτου με την Ανάσταση του Κυρίου.
Όλη την ημέρα οι καμπάνες χτυπούν πένθιμα σε όλη την επικράτεια και οι πιστοί ακολουθούν αυστηρή αλάδωτη νηστεία. Mε το «Η ζωή εν τάφω κατετέθης Χριστέ» και το συγκλονιστικό «Ω γλυκύ μου Έαρ», πάνω από τον στολισμένο με λουλούδια της άνοιξης Επιτάφιο, σε όλες τις εκκλησίες της χώρας, οι πιστοί συμμετέχουν στον θρήνο για το Θείο δράμα.
Όλη αυτή την εβδομάδα η λύπη του θανάτου, η χαρά της Ανάστασης, η προσδοκία και η ελπίδα της σωτηρίας, εναλάσσονται. Αυτή η πορεία από το Πάθος της Σταύρωσης στο υπέρλαμπρο φως της Ανάστασης δίνει σε όλους μας την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.
Η Ακολουθία του Επιταφίου το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής
Το βράδυ πραγματοποιείται η Ακολουθία του Επιταφίου Θρήνου, δηλαδή ο Όρθρος του Μεγάλου Σαββάτου και ακολουθεί η περιφορά του Επιταφίου, (η κηδεία και η ταφή, σαν να λέμε, του Χριστού) και ψάλλονται τα λεγόμενα Εγκώμια του Επιταφίου Θρήνου σε τρεις στάσεις (μέρη), μικρά τροπάρια πολύ αγαπητά στον λαό, αγνώστου ποιητή. Τα πιο γνωστά είναι: («Η Ζωή εν τάφω…», «Αι γεννεαί πάσαι…» , «Άξιον εστί…» και «Ω γλυκύ μου Έαρ…».).
Ο Σταυρός και τα Εξαπτέρυγα ηγούνται της πομπής και ακολουθούν οι ιερείς και οι πιστοί, που κρατούν αναμμένες λαμπάδες. Στις πόλεις προηγούνται μουσικοί, οι οποίοι παίζουν πένθιμα εμβατήρια. Μετά την επάνοδο του Επιταφίου στην εκκλησία διαβάζεται περικοπή από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου (κζ’ 62-66): Αρχιερείς και Φαρισαίοι πηγαίνουν στον Πόντιο Πιλάτο και του ζητούν να σφραγίσουν τον τάφο, επειδή θυμούνται ότι ο Κύριος σε μία αποστροφή των λόγων του είχε πει ότι σε τρεις μέρες θα αναστηθεί. Ο Πιλάτος τους δίνει την άδεια… Και οι πιστοί κατά την είσοδό τους στον ναό, περνούν κάτω από τον Επιτάφιο, για να ευλογηθούν.
Το βράδυ της ίδιας ημέρας ψάλλεται ο όρθρος του Μεγάλου Σαββάτου και η υμνολογία είναι σχετική με την ταφή του Κυρίου από τους Ιωσήφ και Νικόδημο και την κάθοδο της ψυχής Του στα σκοτεινά βασίλεια του Άδη.
Όταν ο Κύριος απέθανε, το σώμα Του μπήκε στον τάφο, η δε ψυχή του ενωμένη με την Θεότητά του κατήλθε στον Άδη και αφού τον νίκησε απελευθέρωσε τις ψυχές. Και την τρίτη ημέρα ενώθηκε και πάλι η Ψυχή με το Σώμα και το Σώμα Ανέστη εκ Νεκρών. Έτσι νικήθηκε ο Άδης και ο θάνατος.
«Ω γλυκύ μου έαρ»: Το καθηλωτικό εγκώμιο του Επιταφίου
Είναι από τους πιο εξαιρετικούς ορθόδοξους βυζαντινούς ύμνους. Το κατανυκτικό κείμενο του ύμνου αποδίδει τον πόνο της Παναγίας για τον επίγειο θάνατο του μοναδικού υιού της. Εξιστορεί την σταύρωση του Ιησού και εκφράζει τον πόνο της Αγίας του Μητέρας. Πρόκειται για 185 σύντομα τροπάρια που παρεμβάλλονται μετά τον 118ο ψαλμό, (ψαλμό του Αμώμου) ακολουθώντας σε τρεις στάσεις.
Η πρώτη στάση σε ήχο πλάγιο α΄ αρχίζει με το εγκώμιο «Η ζωή εν τάφω, κατετέθης, Χριστέ…».
Η δεύτερη στάση σε ήχο πλάγιο α΄ αρχίζει με το εγκώμιο «Άξιον εστί μεγαλύνειν σε τον Ζωοδότην…» και
Η τρίτη στάση σε ήχο γ΄ αρχίζει με το εγκώμιο «Αι γενεαί πάσαι ύμνον τη ταφή Σου προσφέρουσι, Χριστέ μου».
Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη Ταφή Σου, προσφέρουσι Χριστέ μου.
Καθελών του ξύλου, ο Αριμαθείας, εν τάφω Σε κηδεύει.
Μυροφόροι ήλθον, μύρα σοι, Χριστέ μου, κομίζουσαι προφρόνως.
Δεύρο πάσα κτίσις, ύμνους εξοδίους, προσοίωμεν τω Κτίστη.
Ούς έθρεψε το μάννα, εκίνησαν την πτέρναν, κατά του ευεργέτου.
Ιωσήφ κηδεύει, συν τω Νικοδήμω, νεκροπρεπώς τον Κτίστην.
Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;
Υιέ Θεού παντάναξ, Θεέ μου πλαστουργέ μου, πώς πάθος κατεδέξω;
Έρραναν τον τάφον αι Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι.
Ω Τριάς Θεέ μου, Πατήρ Υιός και Πνεύμα, ελέησον τον κόσμον.
Ιδείν την του Υιού σου, Ανάστασιν, Παρθένε, αξίωσον σους δούλους.