«Η μητέρα μου είναι αθώα»

Η συγκλονιστική μαρτυρία της κόρης της Debbie Voulgaris που κρατείταιστην Ταϊβάν για διακίνηση ναρκωτικών, στον «Νέο Κόσμο»

Σε συνέντευξή της στον «Νέο Κόσμο», η κόρη της Debbie Voulgaris μιλά για την «αληθινή ιστορία» της μητέρας της και τον πόνο που έχει προκαλέσει στην οικογένεια η δοκιμασία της.

Η Voulgaris συνελήφθη στα τέλη του 2023 με κατηγορίες για διακίνηση ναρκωτικών και αυτή τη στιγμή εκτίει ποινή κάθειρξης 15 ετών στην Ταϊβάν.

Συνελήφθη στο αεροδρόμιο Taoyuan –περίπου μία ώρα δυτικά της Taipei– μεταφέροντας περίπου τέσσερα κιλά καθαρής ηρωίνης και μικρότερη ποσότητα κοκαΐνης σε μαύρες πλαστικές σακούλες μέσα σε μια βαλίτσα. Η ίδια ισχυρίζεται ότι τα ναρκωτικά μπήκαν στη βαλίτσα της εν αγνοία της.

Πλέον, η 25χρονη κόρη της Maria δηλώνει έτοιμη «να μάθει όλος ο κόσμος, ειδικά η ελληνική παροικία» πως η μητέρα της είναι αθώα.

«Της είπαν ψέματα. Την εξαπάτησαν», λέει στον «Νέο Κόσμο».

«Είναι θλιβερό γιατί είναι φυλακισμένη για ένα έγκλημα κάποιου άλλου. Κάποιος της είπε ψέματα… και τώρα κρύβεται».

Υπήρξε μια ανεπιτυχής κλήτευση και ένορκη δήλωση, που –σύμφωνα με τη Maria– αν είχαν υπογραφεί, θα είχαν οδηγήσει σε μείωση της ποινής της Voulgaris.

«Αν κάποιος είναι ένοχος, σωπαίνει. Και έχουν σωπάσει», λέει η Maria.

 

Η Maria μωρό με τη μητέρα της. Φωτογραφία: Supplied.

«Αν κάποιος είναι αθώος, ουρλιάζει. Το ξέρω αυτό, γιατί εδώ και ένα χρόνο και τέσσερις μήνες δεν ακούω τίποτα άλλο από τη μητέρα μου να ουρλιάζει. Να κλαίει».

Η Maria λέει πως η μητέρα της –η γυναίκα που τη μεγάλωσε και τη φρόντιζε– είναι πλέον «ανήμπορη» και πως αισθάνεται σαν να έχει αναλάβει εκείνη τον ρόλο της μητέρας.

Λέει ακόμα ότι είναι έτοιμη να παλέψει και ανοίγει την καρδιά της για την επιδεινούμενη σωματική και ψυχική υγεία της μητέρας της.

«Μόνη μου τα έχω κάνει όλα. Ήμουν το βασικό πρόσωπο επικοινωνίας με τις αρχές. Ήμουν εκείνη που έπαιρναν τηλέφωνο κάθε πρωί από την πρεσβεία για να μου πουν ότι η μαμά μπορεί να καταδικαστεί σε θάνατο ή ότι δεχόταν bullying στη φυλακή. Συνέβαιναν τόσα πολλά πράγματα», λέει.

«Έπαιρνε οκτώ ή εννέα φάρμακα και τώρα έχει περιοριστεί μόνο σε φάρμακα για κρίσεις πανικού και άγχος και για τα πόδια της. Κάποια στιγμή υπήρχε κίνδυνος να πάθει θρόμβωση γιατί δεν γυμναζόταν και κοιμόταν στο πάτωμα. Και όταν τα ακούς όλα αυτά, δεν μπορείς παρά να σκεφτείς: φτάνει πια».

Διευκρινίζει ότι αυτός ο αγώνας δεν είναι ενάντια στο σύστημα, αλλά σε εκείνον που θεωρεί υπαίτιο.

«Δεν θα ξαναδώ τη μαμά μου όπως ήταν ποτέ ξανά. Και αυτό πρέπει να το μάθει ο κόσμος».

«Η φυλακή αλλάζει τους ανθρώπους και το είδα με τα μάτια μου όταν, για πρώτη φορά μετά την άρση της απαγόρευσης επικοινωνίας, μπόρεσα να την δω. Δεν μπορούσα να την αναγνωρίσω. Ήμουν σοκαρισμένη. Έδειχνε διαφορετική. Μιλούσε διαφορετικά».

Για τους πρώτους οκτώ μήνες κράτησης, η Voulgaris δεν είχε δικαίωμα επικοινωνίας με την οικογένειά της.

Από τον Αύγουστο και μετά, η Maria και οι δύο μεγαλύτεροι αδελφοί της μπορούν να της μιλούν τηλεφωνικά και την έχουν επισκεφθεί στην Ταϊβάν.

Ωστόσο, όπως αναφέρει, μόνο σε ειδικές περιστάσεις –όπως η Γιορτή της Μητέρας– τους επιτρέπεται προσωπική επαφή, ενώ τις υπόλοιπες φορές επικοινωνούν μέσω οθόνης.

Ένα γράμμα της Voulgaris στα παιδιά της. Φωτογραφία: Supplied

«Η πρώτη μέρα που τη συναντήσαμε ήταν πολύ φορτισμένη – κλάψαμε πολύ», λέει.

«Το πιο δύσκολο ήταν ότι, μετά από εκείνη τη μέρα, ήξερα ότι δεν θα αγκαλιάσω τη μαμά μου για πολύ καιρό».

«Μου είπε: κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς. Κάνε τα πάντα, σε παρακαλώ. Βασίζομαι σε σένα.

Πώς να απογοητεύσεις τη μαμά σου; Όταν σου μιλά στο τηλέφωνο κλαίγοντας και ουρλιάζοντας και εσύ μιλάς μαζί της μόνο δύο φορές τον μήνα. Ήταν πολύ δύσκολο».

Η πίεση για τη Maria ήταν τεράστια, ιδιαίτερα όταν υπήρχε το ενδεχόμενο θανατικής ποινής.

Όταν έλαβε την κλήση από το προξενείο, ακούγοντας ότι η μητέρα της ίσως εκτελεστεί, δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται εκείνα τα λόγια.

«Κατέρρευσα ψυχικά. Έκλαιγα, ούρλιαζα όλο το βράδυ. Πέρασα μια περίοδο βαθύ πόνου, όπου πίστευα πως μπορούσα να το διορθώσω. Ότι μπορούσα να τη σώσω, να την ελευθερώσω», λέει.

«Έχασα την ομιλία μου, πράγμα περίεργο. Άρχισα να τραυλίζω πολύ κάθε φορά που αναφερόταν η μαμά. Το κεφάλι μου άρχιζε να τρέμει. Τα μάτια μου έκλειναν σφιχτά. Δεν μπορούσα να το ακούσω.

Χάθηκα εντελώς. Σωματικά, ψυχικά, συναισθηματικά. Πάλευα κυριολεκτικά να κρατηθώ στη ζωή».

Η Maria λέει ότι, παρά όσα έχει περάσει, ο χαρακτήρας της μητέρας της παραμένει ατόφιος.

Με τα λιγοστά χρήματα που της απέμειναν, η Voulgaris αγόρασε φαγητό και μια καινούρια μαξιλαροθήκη για τη συγκρατούμενή της.

Αυτό, όμως, δεν ήταν κάτι καινούριο. Σύμφωνα με τη Maria, ακόμη και στην Αυστραλία, παρότι η οικογένειά τους αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες, η μητέρα της δεν σταματούσε να προσφέρει. Αγόραζε κονσέρβες και είδη πρώτης ανάγκης για ανθρώπους που ζούσαν σε σπίτια κοινωνικής πρόνοιας – εντελώς άγνωστους, που όμως για εκείνη ήταν απλώς συνάνθρωποι που είχαν ανάγκη. «Είναι τόσο καλή με όλους. Οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι την αγαπούν. Η μαμά αγαπάει τους πάντες, είναι ανοιχτή και φιλόξενη, και η στάση της τους ξάφνιασε – δεν το περίμεναν».

«Δεν περιμένεις να δεις κάποιον στη φυλακή να δίνει τόση αγάπη. Νομίζεις ότι θα είναι διαλυμένος, οργισμένος με τον κόσμο – αλλά η μαμά μου πιστεύει ακράδαντα στο κάρμα και ότι η αλήθεια θα λάμψει».

Ακόμα και μέσα από τη φυλακή στο εξωτερικό, η Voulgaris συνεχίζει να σκέφτεται τα παιδιά της και να είναι μητέρα.

Η Maria αποκαλύπτει ότι είχε κλείσει ραντεβού για δερματικό έλεγχο όταν η μητέρα της ήταν ακόμα στην Αυστραλία. Ένα χρόνο μετά, ενώ βρισκόταν ήδη στη φυλακή, η μητέρα της έγραψε στον δικηγόρο για να της υπενθυμίσει το ραντεβού.

«Πολλοί τη βλέπουν μόνο ως διακινήτρια ναρκωτικών και είναι εξαντλητικό. Κλαίω γι’ αυτό κάθε βράδυ γιατί αυτή δεν είναι η μαμά μου».

«Πονάει τόσο πολύ. Δεν ξέρετε πόσο όμορφη είναι αυτή η γυναίκα. Δεν ξέρετε πόσο καλή είναι. Και δεν το λέω μόνο ως κόρη – σας το λέω με το χέρι στην καρδιά.

Φίλοι που έχουν ζήσει και φάει μαζί μας, μέσα στη ζεστασιά του σπιτιού μας, έχουν πει δημόσια τα ίδια πράγματα – ακόμη και πράγματα που εγώ δεν ήξερα.

Αυτό λέει πολλά για το ποια είναι η Debbie – και δεν είναι Debbie, είναι η Despina – ποια είναι η Despina».