Thaao Penghlis: Γεννήθηκε στην Αυστραλία, πρωταγωνιστεί στις ΗΠΑ και λατρεύει την Ελλάδα

Ο ηθοποιός που πρωταγωνιστεί σε δημοφιλείς σειρές της αμερικανικής τηλεόρασης τα τελευταία 50 χρόνια κατάγεται από το Καστελόριζο και κάνει σπουδαίο ερευνητικό έργο στην αρχαιολογία

Μαρίλη Ευφραιμίδη

Από το 1981 μέχρι σήμερα ο πρωταγωνιστής του δεύτερου μακροβιότερου σίριαλ στην Αμερική, του «Days of Our Lives», είναι Έλληνας. Με τρεις υποψηφιότητες για Emmy, πρώτους ρόλους στο τηλεοπτικό «Mission Impossible», το «General Hospital», το «Santa Barbara» και αμέτρητες γκεστ εμφανίσεις ακόμη και στο «Κότζακ», ο Τέο Πένγκλις (Thaao Penghlis) είναι η ζωντανή ιστορία της τηλεόρασης. Εκείνο όμως που τον κάνει ακόμα πιο Ελληνα είναι η αγάπη του για την αρχαιότητα, η μελέτη του πάνω στο έργο του Σλήμαν και το podcast «The Lost Treasures» με θέμα τα αρχαιολογικά ευρήματα. Αν και έρχεται κάθε χρόνο στην Ελλάδα για να επισκεφθεί τα μουσεία και τα αρχαία, τον βρήκα στο σπίτι του στο Hollywood Hills και είπαμε τις πρώτες κουβέντες στα ελληνικά.GALA:

Πού γεννηθήκατε;

ΤEO ΠEΝΓΚΛΙΣ: Στην Αυστραλία, όπου είχαν μεταναστεύσει οι γονείς μου από το Καστελόριζο. Η πρώτη μου γλώσσα ήταν τα ελληνικά, στο σπίτι δεν μιλούσαμε αγγλικά, να φανταστείτε η μητέρα μου δεν έμαθε ποτέ. Στη γειτονιά όπου έκανε τα ψώνια της δεν χρειαζόταν γιατί ήταν όλοι Eλληνες, πολλοί μάλιστα από το ίδιο νησί. Μεγάλωσα σε μια κλειστή κοινωνία, οι γονείς μου δεν μας άφηναν να βγαίνουμε, μόνο στο σχολείο πηγαίναμε. Αργότερα τους κατανόησα, ήταν μια καταπιεσμένη γενιά. Με προσυμφωνημένους γάμους, σε μια ξένη χώρα όπου έπρεπε να εργαστούν σκληρά για να επιβιώσουν. Ο πατέρας μου δούλευε σε φυτείες ζαχαροκάλαμου και η μόνη διέξοδος για τους εργάτες τότε ήταν ο τζόγος και το ποτό. Η μητέρα μου ήταν μια έξυπνη γυναίκα που με έμαθε τη σημασία της αξιοπρέπειας, σπουδαίο εφόδιο για μια καριέρα στο Χόλιγουντ ώστε να μένω μακριά από σκάνδαλα ή ιστορίες που θα χαλούσαν το όνομά μου.

G.: Πώς γίνατε ηθοποιός;

T.Π.: Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ. Έφυγα από την Αυστραλία λίγο μετά τα 20 μου γιατί ενώ εργαζόμουν στην Υπηρεσία Υποδοχής Μεταναστών, ένιωθα να πνίγομαι και έπρεπε οπωσδήποτε να πάω σε μια χώρα όπου δεν θα χρειαζόταν να ενημερώνω ότι στις 12 θα είμαι σπίτι. Έτσι έφτασα στη Νέα Υόρκη με 180 δολάρια στην τσέπη. Λόγω του αντικειμένου μου, δούλεψα για έναν χρόνο στα Ηνωμένα Έθνη. Σε ένα πάρτυ γνώρισα τον ηθοποιό Βασίλη Λαμπρινό που έκανε με την Ντέμπι Ρέινολντς την ταινία «The Unsinkable Molly Brown». Ήρθε και μου μίλησε όπως μιλάνε πάντα οι Έλληνες όταν βρίσκονται στο εξωτερικό και μου είπε ότι πρέπει να γίνω ηθοποιός. Στο πρώτο μάθημα Θεάτρου διάβασα πάνω στη σκηνή και ο καθηγητής μου είπε ότι δεν μπορούσε να βρει κάποια διαφορά ανάμεσα σε μένα και στην καρέκλα. Ντράπηκα τόσο πολύ που ένιωσα ότι το μόνο που μπορούσα να κάνω από εκεί και πέρα ήταν να γίνω καλύτερος. Όταν, μετά από χρόνια, επέστρεψα στην Αυστραλία και έπαιζα ήδη στο «Days of our lives», ήταν η πρώτη φορά που είδα τον πατέρα μου να κλαίει. Άνοιξε τα χέρια του και με είπε «Λεβέντη μου».

G.: Στο Χόλιγουντ πώς φτάσατε;

T.Π.: Γνώρισα τον Μίλτον Κατσέλας, ο οποίος ήταν βοηθός του Ελίας Καζάν και σκηνοθέτησε ταινίες όπως τα «40 Καράτια» με τη Λιβ Ούλμαν. Ηταν, επίσης, Ελληνας και έγινε ο μέντοράς μου. Μου έμαθε πολλά μυστικά, όπως τις «εισόδους». Σε ένα έργο που ανεβάζαμε στη Νέα Υόρκη υποδυόμουν τον χορογράφο Μπαλανσίν και στην πρόβα με έβαλε να κάνω 40 φορές είσοδο στη σκηνή. Κάθε φορά με γύριζε πίσω και μου έλεγε «δεν με πείθεις». Για να κερδίσεις τους θεατές το πιο σημαντικό είναι η είσοδος. Η δική μου τεχνική είναι να κοιτάζω το κοινό στα μάτια, έτσι το φέρνω στο επίπεδό μου και το κρατάω. Αν δεν το κάνω αυτό από την πρώτη στιγμή, τους έχω χάσει. Σε ένα κάστινγκ το 75% της επιτυχίας είναι η στιγμή που περνάς την πόρτα.

G.: Τι σημαίνει 43 χρόνια σε καθημερινό σίριαλ;

T.Π.: Στο «Days of our lives» είναι πολύ μεγάλος ο όγκος της δουλειάς. Γυρίζουμε 11 ωριαία επεισόδια την εβδομάδα και είναι ατέλειωτοι οι διάλογοι που πρέπει να μαθαίνουμε. Πολλοί ηθοποιοί κρασάρουν, η πίεση είναι απίστευτη. Αν δεν μπορείς να τρέξεις με τον ρυθμό, έχεις φύγει. Τώρα βρίσκομαι στο στάδιο που θέλω να σκεφτώ πού θα περάσω τα χρόνια της σύνταξης- θα είναι άραγε στην Αθήνα; Αυτό που λατρεύω εκεί είναι ότι για κάθε αρχαία κολόνα μπορώ να σου πω την ιστορία της. Τελευταία φορά ήρθα τον Σεπτέμβριο επειδή παντρεύτηκε ο ανιψιός μου στη Σίφνο και μετά πήγα στην Αθήνα και στην Κωνσταντινούπολη.

Θέλω να κάνω κι ένα podcast για τον λόρδο Έλγιν και τι πραγματικά συνέβη με τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Είναι σημαντικό να μιλάμε γι’ αυτά μέχρι να μας τα δώσουν πίσω. Πιστεύω ότι όταν μπουν νέα μέλη στο Βρετανικό Κοινοβούλιο και φύγουν οι παλιοί, τα Μάρμαρα θα επιστρέψουν. Οι νέοι ξέρουν ότι δεν είναι αυτή η ταυτότητά τους, δεν τους ανήκουν τα κλεμμένα. Ισως να μη συμβεί όσο ζούμε εμείς αλλά σίγουρα θα έρθουν στο Μουσείο της Ακρόπολης.

G.: Πώς είναι η ζωή στο Χόλιγουντ;

T.Π.: Έχω ένα ωραίο σπίτι στο Hollywood Hills με έναν υπέροχο μπαξέ. Στη ζωή μου έχω γνωρίσει πώς είναι να μην έχεις τίποτα και πώς είναι να έχεις τα πάντα. Το Λος Αντζελες είναι σκληρό πρέπει να είσαι ικανός, χρειάζεται επιμονή για να επιβιώσεις. Πολλοί Έλληνες ήρθαν για καριέρα αλλά δεν κατάφεραν να αντέξουν. Κάνουν προσπάθεια να αλλάξουν την προφορά τους, ψάχνουν διασυνδέσεις, τους βοηθάω, αλλά μετά φεύγουν και δεν τους ξαναβλέπω ποτέ. Εγώ επέμενα οκτώ χρόνια μέχρι να βρω δουλειά. Η επιμονή είναι πάντα ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του ταξιδιού μας στη ζωή και όταν μεγαλώνεις χρειάζεται ακόμα περισσότερη γιατί σε βγάζουν άχρηστο. Ενα από τα πράγματα που μου αρέσουν στην Ευρώπη είναι ότι οι μεγάλοι άνθρωποι αντιμετωπίζονται με σεβασμό και θαυμασμό. Εδώ μόλις τελειώσουν μαζί σου σε πετάνε.

G.: Η οικογένειά σας επέστρεψε στην Ελλάδα;

T.Π.: Όχι, δεν είχε νόημα. Πού να γυρίσουν; Στο Καστελόριζο; Όλοι οι συγγενείς μας βρίσκονται στην Αυστραλία. Αυτό που ήθελα πάντα να κάνω ήταν να στέλνω τους γονείς μου για διακοπές στην Ελλάδα. Πήγαν έξι φορές. Η μητέρα μου με έπαιρνε τηλέφωνο και μου έλεγε «Μωρό μου, θέλω να πάμε στην Ελλάδα πάλι». Και της απαντούσα «OK, πότε;». Και μετά με έπαιρνε τηλέφωνο και με ρωτούσε «μπορείς να μας στείλεις κι άλλα χρήματα γιατί θα μείνουμε περισσότερο;». Δική μου οικογένεια δεν έκανα, έπρεπε πάντα ως πρωτότοκος να φροντίζω τους γονείς μου και τα αδέρφια μου. Τώρα πια αισθάνομαι τα ανίψια μου σαν παιδιά μου. Ο ανιψιός μου, που ασχολείται με τη διοργάνωση μεγάλων events και έχει γίνει εκατομμυριούχος, μου λέει συχνά «Θείε, ήσουν η έμπνευσή μου γιατί κάθε φορά που μιλάγαμε ή σε έβλεπα στην τηλεόραση, έκανες κάτι καινούριο».

*Πηγή: «Πρώτο Θέμα».