Ολοκληρώθηκε με επιτυχία το συμπόσιο παραδοσιακής κεραμικής που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στη Μεσσηνία, αναδεικνύοντας μια τέχνη βαθιά συνδεδεμένη με την τοπική πολιτιστική παράδοση. Στο επίκεντρο των δράσεων βρέθηκε το ψήσιμο κεραμικών σε παραδοσιακό ξυλοκάμινο — μια απαιτητική διαδικασία που σήμερα συναντάται σπάνια και απαιτεί ιδιαίτερη αφοσίωση και εξειδίκευση.

Τη διοργάνωση του συμποσίου συνυπέγραψαν η ομάδα «Κεραμέων Ιχνη» και ο κεραμίστας Παναγιώτης Κυριακάκης, ο οποίος κατάγεται από τα Βουνάρια και συνεχίζει μια οικογενειακή παράδοση στην αγγειοπλαστική που χάνεται βαθιά στον χρόνο. Ο Παναγιώτης Κυριακάκης ξεκίνησε την προσπάθεια αναβίωσης της κεραμικής το 2011, κατασκευάζοντας ένα παραδοσιακό ξυλοκάμινο από πλίθες, χρησιμοποιώντας λάσπη, τοπικό χώμα και άχυρο. Το ξυλοκάμινο αυτό άναψε φέτος για τρίτη φορά, με τη συμμετοχή 25 κεραμιστών από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Ανάμεσά τους και η Μαρία Βασιλογιαννακοπούλου, η οποία διατηρεί σήμερα το μοναδικό εργαστήρι κεραμικής στα Βουνάρια. Το εργαστήρι της Μαρίας απευθύνεται σε όλες τις ηλικίες, ενώ το καλοκαίρι προσφέρει μαθήματα και σε γκρουπ τουριστών, δίνοντάς τους την ευκαιρία μέσα από μία σύντομη εμπειρία να έρθουν σε επαφή με τον πηλό και να δημιουργήσουν το δικό τους αναμνηστικό από τις διακοπές τους.

Η Μαρία Βασιλογιαννακοπούλου

«Από την παιδική μου ηλικία θυμάμαι το εργαστήριο του μπάρμπα Γιάννη του Μυλωνά, του αγγειοπλάστη. Ηταν ο παππούς της ξαδέλφης μου και μας άφηνε να παίζουμε στον τροχό του. Ο μπάρμπα Γιάννης πέθανε το 1974, εμείς μεγαλώσαμε και σιγά σιγά όλα τα εργαστήρια έκλεισαν. Τα επόμενα χρόνια μετακόμισα στην Αθήνα, όπου έκανα οικογένεια. Περίπου το 2010 έμαθα ότι οι δήμοι προσφέρουν μαθήματα κεραμικής. Οι αναμνήσεις μου με έσπρωξαν να γραφτώ σε ένα τμήμα. Από την πρώτη κιόλας χρονιά έβαλα στόχο να ανοίξω ένα εργαστήριο στο χωριό μου. Μετά από οκτώ χρόνια, κατάφερα να πραγματοποιήσω αυτό το όνειρο. Το εργαστήριό μου απευθύνεται σε όλες τις ηλικίες και ο σκοπός των μαθημάτων είναι να μάθουν οι συμμετέχοντες να δουλεύουν με τον πηλό και να δημιουργούν τα αντικείμενα που θέλουν. Το καλοκαίρι προσφέρουμε μαθήματα και σε γκρουπ τουριστών, που με ένα μάθημα έρχονται σε επαφή με τον πηλό και φτιάχνουν το δικό τους αναμνηστικό. Περισσότερο ενδιαφέρονται οι ενήλικες, γιατί βρίσκουν την κεραμική μια πολύ δημιουργική δραστηριότητα και όλοι, λίγο πολύ, θυμούνται με νοσταλγία τα παλιά εργαστήρια της περιοχής. Για να ασχοληθεί κάποιος με την κεραμική, νομίζω ότι χρειάζεται ικανότητα στις χειροτεχνίες και πολλή φαντασία. Ομως, πιστεύω ότι όλοι μπορούμε, με τον τρόπο μας, να φτιάξουμε ένα αντικείμενο, αναφέρει η Μαρία Βασιλογιαννακοπούλου».

Το συμπόσιο παραδοσιακής κεραμικής στη Μεσσηνία ξεκίνησε την Παρασκευή 4/4 με την προετοιμασία των κεραμικών έργων, που περιλάμβανε εφυάλωση και διακόσμηση με τεχνικές όπως η terra sigillata και οι μπαντανάδες. Ακολούθησε το «καμίνιασμα» και το ψήσιμο στο παραδοσιακό ξυλοκάμινο – μια απαιτητική διαδικασία που απαιτούσε συνεχή τροφοδοσία και ακριβή έλεγχο της θερμοκρασίας. Ξημερώματα Σαββάτου το καμίνι έσβησε, δίνοντας τη θέση στη σταδιακή ψύξη πριν το «ξεκαμίνιασμα».

Πιθαράδες μιας άλλης εποχής. Φωτογραφία: Supplied

Το πρόγραμμα περιλάμβανε επιδείξεις κατασκευής παραδοσιακών αγγείων από τον Γιάννη Σταγκίδη και τον Μιχάλη Πλουμάκη, επιστημονική διάλεξη από τον αρχαιολόγο-κεραμίστα Νίκο Λιάρο και προβολή ντοκιμαντέρ για τις τζάρες του Μεσσηνιακού κόλπου.

Οι συμμετέχοντες είχαν την ευκαιρία να επισκεφθούν τα ιστορικά κάστρα της Κορώνης, της Μεθώνης και της Πύλου, γνωρίζοντας από κοντά την πλούσια ιστορία, τη φυσική ομορφιά της περιοχής και του Δήμου Πύλου-Νέστορος ενώ το απόγευμα της Κυριακής ακολούθησε το “ξεκαμίνιασμα” – η αποκάλυψη των κεραμικών έργων. Τα αποτελέσματα δικαίωσαν τις προσδοκίες, γεμίζοντας τους καλλιτέχνες με ενθουσιασμό και δημιουργική διάθεση για το μέλλον.

Το συμπόσιο έκλεισε με αναμνηστικές φωτογραφίες και την υπόσχεση για μια νέα συνάντηση, συνεχίζοντας την αναβίωση και την προώθηση της παραδοσιακής κεραμικής τέχνης.

Η Κωνσταντίνα Δρακουλάκου, η οποία παρακολούθησε τη διαδικασία και βρέθηκε ανάμεσα στους κεραμίστες, γράφει για την αγγειοπλαστική παράδοση της περιοχής στο περιοδικό «Περισκόπιο», ένθετο της εφημερίδας «Ελευθερία Μεσσηνίας» (https://eleftheriaonline.gr/periskopio).

“Λέγεται ότι ο μυθικός ιδρυτής των Κολωνίδων, ο Κόλαινος, έφερε την αγγειοπλαστική στην περιοχή, η οποία άνθισε από την αρχαιότητα στο χωριό Βουνάρια. Η περιοχή υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα κατασκευής πήλινων αποθηκευτικών πιθαριών, όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο αλλά και σε όλη τη Μεσόγειο. Τα εργαστήρια των χειροποίητων αγγείων λειτουργούσαν εποχιακά από τα μέσα Απριλίου έως τα τέλη Σεπτεμβρίου. Για το λόγο αυτό, οι κατασκευαστές νοίκιαζαν παλιά κτίσματα (αποθήκες) ή ελαιοτριβεία που δεν λειτουργούσαν την περίοδο αυτή. Σύμφωνα με πληροφορίες, υπήρχαν τουλάχιστον δέκα εργαστήρια σε κάθε χωριό. Για τα Βουνάρια, ίσως υπήρχαν και τριάντα καμίνια την εποχή του Μεσοπολέμου. Στα Βουνάρια λειτουργούσαν εργαστήρια κατασκευής αγγείων και κεραμικών με τη χρήση τροχού, ενώ στο Χαρακοπιό έπλαθαν με τα χέρια.

Τα πιθάρια ήταν περιζήτητα λόγω της μεγάλης τους ανθεκτικότητας, η οποία οφειλόταν στην ιδιαιτερότητα του υλικού κατασκευής τους. Δεν επηρεάζονταν από τις καιρικές συνθήκες ζέστης ή υγρασίας, και η κύρια αιτία καταστροφής τους ήταν το σπάσιμο, συνήθως κατά τη βίαιη μετακίνησή τους. Η μεταφορά των πιθαριών στα χωριά και στους τόπους αγοράς ήταν συχνά προβληματική, καθώς δεν υπήρχαν κατάλληλοι δρόμοι. Ετσι, κάθε στενωσιά, τοίχος ή κορμός δέντρου αποτελούσε κίνδυνο, από τον οποίο προήλθε η παροιμιώδης έκφραση: “Ολοι φοβούνταν το Θεό κι ο πιθαράς τον τοίχο”. Τα κορωναίικα πιθάρια ονομάζονταν έτσι σε πολλά μέρη, ενώ στην Κρήτη τα αποκαλούσαν Κορωνιούς, ίσως επειδή τα φόρτωναν από την περιοχή της Κορώνης. Τα πιθάρια στοιβάζονταν στην “ομαλή” της Κορώνης, περιμένοντας να φορτωθούν στα πλοία που περνούσαν ανοιχτά της Κορώνης, και έτσι τα βάφτισαν Κορωναίικα.

Τους πιθαράδες τους συναντάμε και στην κοινότητα Χαρακοπιού, όπου υπήρχαν πάνω από 15-20 συντροφιές που εργάζονταν τους καλοκαιρινούς μήνες, με επέκταση στους οικισμούς Πετριάδες, Βουνάρια, Κόμποι, και άλλες τρεις μικρότερες στο Αϊδίνι, στην Γκορτζόγλη και στις Κατινιάδες. Οι λόγοι που οδήγησαν την περιοχή στην ανάπτυξη της κεραμικής αγγειοπλαστικής ήταν η ύπαρξη των πρώτων υλών, η εξαίρετη ποιότητα χώματος (άργιλος), που η εξόρυξή του γινόταν στις θέσεις Λιβαδάκια και Σκλαβηκό, δυτικά της Κορώνης, τα άφθονα καυσόξυλα για τα καμίνια, οι πολλές πηγές νερού, και η τοπική παράδοση της αγγειοπλαστικής.

 

Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΩΝ ΠΙΘΑΡΙΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Η κατασκευή των πιθαριών στην αρχαιότητα ήταν μια διαδικασία που απαιτούσε δεξιότητα και γνώση των υλικών και τεχνικών. Η διαδικασία κατασκευής τους περιλάμβανε διάφορα στάδια.

Ο πηλός που χρησιμοποιούταν για τα πιθάρια έπρεπε να είναι εξαιρετικής ποιότητας, καθαρός και χωρίς ακαθαρσίες. Οι τεχνίτες εξόρυτταν τον πηλό από ορύγματα που άνοιγαν σε πλαγιά λόφου ή άλλες πηγές, και στη συνέχεια τον καθάριζαν και τον ανακάτευαν με νερό μέχρι να αποκτήσει την επιθυμητή σύσταση.

Ο πηλός πλάθονταν είτε με το χέρι είτε με τη βοήθεια κεραμικού τροχού. Οι τεχνίτες δημιουργούσαν αρχικά τον πυθμένα του πιθαριού και στη συνέχεια προσέθεταν πηλό σταδιακά, πλάθοντας τα τοιχώματα του πιθαριού. Τα πιθάρια ήταν συνήθως μεγάλα και μπορούσαν να φτάσουν σε ύψος τα δύο μέτρα ή και περισσότερο.

Σε πολλές περιπτώσεις, τα πιθάρια κατασκευάζονταν από ξεχωριστά τμήματα, τα οποία ενώνονταν μεταξύ τους. Αυτό επέτρεπε τη δημιουργία μεγάλων δοχείων χωρίς τον κίνδυνο παραμόρφωσης κατά τη διάρκεια του πλασίματος.

Μετά τη μορφοποίηση, τα πιθάρια έπρεπε να στεγνώσουν σταδιακά. Αυτή η διαδικασία γινόταν σε σκιερό και προστατευμένο χώρο για να αποφευχθεί το ράγισμα λόγω απότομης ξήρανσης.

 

Οταν τα πιθάρια ήταν πλήρως στεγνά, ψήνονταν σε καμίνι σε υψηλές θερμοκρασίες. Τα καμίνια είχαν σχήμα θολωτού κώνου και τα έχτιζαν από πλίθες ζυμωμένες με άχυρο ή φύκια. Ολη την επιφάνεια του καμινιού, μέσα και έξω, την επίχριζαν με λάσπη από τζαρόχωμα πλάθοντάς την με άχυρο, στεγανοποιώντας έτσι τη θερμοκρασία. Την ειδικότητα του ψήστη, που ήταν και υπεύθυνος για το πότε έπρεπε να σταματήσουν τη φωτιά και πότε να κλείσουν τις μπούκες του καμινιού, τη γνώριζαν λίγοι, κυρίως οι ίδιοι οι τεχνίτες πιθαράδες, από πείρα και αντίληψη. Το ψήσιμο σταθεροποιούσε τον πηλό και του έδινε την ανθεκτικότητα και την αδιαπερατότητα που ήταν απαραίτητες για την αποθήκευση υγρών και τροφίμων.

Πολλά πιθάρια ήταν διακοσμημένα με μοτίβα ή επιγραφές. Η διακόσμηση αυτή μπορούσε να γίνει είτε πριν το ψήσιμο, με εγχάρακτα ή ζωγραφιστά σχέδια, είτε μετά, με τη χρήση χρωμάτων και επιπλέον ψησίματος. Αυτά που έμπαιναν για δεύτερη φορά στο καμίνι τα ονόμαζαν δίπυρα. Συνήθως ήταν μικρά, δηλαδή τρίχερα, λιμπιά, πιθαρόπουλα και κάθε αγγείο το χρησιμοποιούσαν για να παστώνουν χοιρινό κρέας, αλλά και τυρί, ελιές, λάδι, τουρσί κ.ά. Αντίθετα, αυτά που έβαζαν νερό δεν ήταν δίπυρα. Τα μονόπυρα έπρεπε να «ποτίζουν», δηλαδή να ιδρώνουν, έτσι ώστε το νερό τους να ήταν πάντα κρύο και δροσερό. Τα πιθάρια, ανάλογα με τη χωρητικότητά τους, είχαν και την ονομασία τους. Το πιθάρι των 30-40 οκάδων το ονόμαζαν πιθαρόπουλο, μέχρι 60 οκάδες «μπομπάκι», λίγο πιο μεγάλα μπόμπες. Από 80-150 οκάδες ήταν η τζιάρα, και από 150 μέχρι 400 οκάδες ήταν τα γνωστά χοντροζούναρα πιθάρια.

Η διαδικασία κατασκευής των πιθαριών απαιτούσε μεγάλη εμπειρία και εξειδίκευση, και οι τεχνίτες που ασχολούνταν με αυτό το έργο ήταν ιδιαίτερα πολύτιμοι στην κοινωνία”.

Από το συμπόσιο παραδοσιακής κεραμικής