Στη σκέψη μου έρχεται συχνά μια κοπέλα που γνώρισα πριν πολλά χρόνια σε ένα προάστιο της Μελβούρνης, στα νότια του ποταμού Yarra. Τι να γίνεται άραγε; Βρήκε τελικά την ευτυχία;
Την έλεγαν Ιφιγένεια. Είχε δύο παιδάκια, την Ειρήνη και τον Άρη, που πήγαιναν στο Δημοτικό σχολείο της περιοχής της.
Είχε τελειώσει τα ψώνια της στην κοντινή αγορά και ήρθε στο σχολείο πιο νωρίς από ό,τι συνήθιζε. Καθόταν μόνη σε ένα παγκάκι στην αυλή του σχολείου και περίμενε τα παιδάκια της να σχολάσουν. Το απλανές βλέμμα της ήταν στραμμένο προς τον ουρανό και στο πρόσωπό της είχε ένα θλιμμένο ύφος, σαν κάτι να την βασάνιζε. Φαινόταν να ζει μακριά, πολύ μακριά από την ασφαλτοστρωμμένη αυλή του σχολείου με τον ψηλό, σιδερένιο φράχτη.
Πιάσαμε κουβέντα. Μου άρεσε ο ήρεμος, απλός της τρόπος, η ειλικρίνεια και η ξάστερη σκέψη της. Μου μίλησε για την αφοσίωση που είχε στα παιδιά που ήταν “ο σκοπός της ζωής της” και πόσο επιθυμούσε να τα δει μια μέρα καλούς και τίμιους πολίτες στην κοινωνία. Μου μίλησε ακόμα για το όμορφο Αιγαιοπελαγίτικο νησί και το χωριό που γεννήθηκε, με τις γαλάζιες ακρογιαλιές, τα γραφικά σπιτάκια, τους ελαιώνες και τα πεύκα που σκαρφάλωναν σαν κατσίκια στα απόκρημνα βουνά του.
Πολυμελής η οικογένεια της Ιφιγένειας. Οι γονείς, τρία κορίτσια και δύο αγόρια. Η μεγαλύτερη αδελφή της, η Θεοδώρα, έφυγε για τον Καναδά στα 22 της χρόνια. Κάποιος συγχωριανός τους, που είχε πάει διακοπές ένα καλοκαίρι στο νησί, την είδε στην εκκλησία, τού άρεσε και την ζήτησε για γυναίκα του.
‘Οχι, η Ιφιγένεια δεν θα έφευγε ποτέ από το νησί της. Δεν θα ξεριζωνόταν από τον τόπο της, δεν θα άφηνε ποτέ την οικογένειά της, τις φίλες της, που μαζί μεγάλωσαν και κάθε απόγευμα κάθονταν κάτω από την κληματαργιά και κεντούσαν βελονιά-βελονιά τα όνειρά τους στο κάτασπρο πανί. Δεν θα ξενιτευόταν ποτέ.
Και ο Βασίλης; Πώς θα μπορούσε να τον εγκαταλείψει; Η αγάπη που φώλιαζε στην καρδιά της την έκανε να σκιρτά στη θύμησή του και να θέλει να τον ανταμώσει. Ήταν λεβέντης, εργατικός και νοικοκύρης. Είχε χάσει μικρός τον πατέρα και χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε προστάτης δύο γυναικών, της μητέρας του και της αδελφής του.
“Σ’ αγαπώ Ιφιγένεια και μια μέρα θα γίνεις γυναίκα μου. Θα πρέπει όμως να κάνουμε υπομονή, να παντρευτεί πρώτα η Μαρία, η αδελφή μου”, της είπε.
Ήταν φίλες με την Μαρία η Ιφιγένεια και πήγαινε συχνά στο σπίτι της. Εκεί ήταν που η νεανική, αθώα καρδιά της ένοιωσε τα πρώτα σκιρτήματα για τον Βασίλη. Θα έκανε σίγουρα υπομονή, δεν την είχαν πάρει και τα χρόνια. Ήταν μόνο 20 χρόνων, είχαν καιρό μπροστά τους.
Εργαζόταν σκληρά στις οικοδομές ο Βασίλης για να μπορέσει να μαζέψει ένα κομπόδεμα για την προίκα της αδελφής του. Εκεί δίπλα στο σπίτι τους, ανάμεσα στα αμπέλια σκόπευσε να χτίσει ένα σπιτάκι για την Μαρία, να την έχει και η μάνα τους κοντά, στα γηρατειά της. Και για τα έξοδα του γάμου; Μια αδελφή την είχε, να μην κάνει έναν καλό γάμο, να προσκαλέσει όλο το χωριό;
Τα χρόνια περνούσαν. Ένα-δύο γαμπροί που της είχε φέρει από την πόλη η θείος Χρήστος, ο αδελφός του πατέρα της, δεν άρεσαν στην Μαρία. Ο πρώτος ήταν κοντός στο ανάστημα, ο δεύτερος είχε μεγάλη μύτη, ο τρίτος… Και κάθε φορά που ο θείος συναντούσε τον Βασίλη τού έλεγε με αυστηρό ύφος: “Κοίτα μη βιαστείς και θέλεις του λόγου σου παντριές. Θα παντρέψεις την Μαρία πρώτα”.
Είχαν περάσει οκτώ ολόκληρα χρόνια και ακόμα δεν είχε βρεθεί κατάλληλος γαμπρός για την Μαρία. Η απογοήτευση και η καρτερικότητα είχαν αφήσει βαθιά τα σημάδια τους στην καρδιά και το πρόσωπο της Ιφιγένειας. Δεν ήταν πια το 20χρονο ανέμελο, γελαστό κορίτσι με τη δροσερή επιδερμίδα. Ήταν κιόλας 28 χρόνων … γεροντοκόρη για τα δεδομένα της εποχής εκείνης.
“Τι γίνεται Βασίλη μου, θα παντρευτούμε καμιά φορά;”. “Δεν ξέρουμε πόσος καιρός θα χρειαστεί να περιμένουμε ακόμα”, της απάντησε αυτός με πίκρα.
Δεν έκλεισε μάτι εκείνο το βράδι η Ιφιγένεια. Η αυγή την βρήκε καθισμένη στο κρεβάτι της με μάτια κατακόκκινα από το ολονύχτιο κλάμα και μεγάλες σκέψεις στο συγχυσμένο μυαλό της. Ξαφνικά πήρε την απόφαση να φύγει, να φύγει μακριά από το χωριό, από τον Βασίλη, να τον ξεχάσει, να φτιάξει τη ζωή της κάπου αλλού. Μα πού;
Έφυγε για τη Μελβούρνη η Ιφιγένεια. Βρήκε αμέσως δουλειά σε ένα εργοστάσιο ρούχων.
Ο Μανώλης, ένας από τους επιστάτες, την πρόσεξε από την πρώτη μέρα. Του έκανε εντύπωση η σεμνότητα, η εργατικότητα και η καλή της καρδιά. Μετά από πολλούς μήνες, ένα βράδυ στην έξοδο του εργοστασίου, ρώτησε την Ιφιγένεια εάν ήθελε να γίνει γυναίκα του.
Να γίνει γυναίκα κάποιου άλλου; Πώς θα μπορούσε; Και ο Βασίλης; Θα μπορούσε να τον ξεχάσει; Αφού τον είχε κλείσει για πάντα στην καρδιά της. Δεν περνούσε μέρα που να μην τον θυμόταν και να τον νοσταλγούσε. Πώς θα μπορέσει να αγκαλιάσει άλλον άντρα;
Την ρώτησε και την ξαναρώτησε ο Μανώλης. Ήταν καλός άνθρωπος, εργατικός και είχε γονείς και αδέλφια στη Μελβούρνη. Η οικογένειά του θα γινόταν και δική της. Θα ανήκε κάπου και δεν θα αισθανόταν μόνη στην άγνωστη τούτη μεγαλούπολη.
Θα έκανε και παιδιά δικά της. Πόσο αγαπούσε τα παιδιά! Στην εκκλησία που πήγαινε τις Κυριακές κοιτούσε με λαχτάρα τις μαμάδες με τα βρέφη στην αγκαλιά. “Χριστέ μου, βοήθησέ με να κρατήσω κι εγώ ένα παιδάκι στην αγκαλιά μου”, έλεγε.
Ο γάμος έγινε σε δυο εβδομάδες. Το ζευγάρι νοίκιασε ένα ξύλινο, παλιό σπιτάκι και συνέχισε τη μονότονη δουλειά του στο εργοστάσιο.
Ήταν καλός σύντροφος ο Μανώλης για την Ιφιγένεια. Ήξερε ότι την αγαπούσε, μα δεν μίλησαν ποτέ για αγάπη. Τα βράδια μετά το δείπνο, καθισμένοι στον καναπέ, μιλούσαν για παιδιά και την καθημερινότητα, ποτέ όμως για αγάπη. Κάποια φορά κοιτούσαν ο ένας τον άλλον στα μάτια με απορία, μα δεν έβγαζαν μιλιά.
Μια πρωτόγνωρη ευτυχία, ένα διαφορετικό είδος αγάπης, αυτη που ακούει στο όνομα “μητρότητα” πλημμύρισε την καρδιά της Ιφιγένειας όταν πρωτοπήρε στην αγκαλιά της την Ειρήνη – της είχε δώσει το όνομα της μητέρας της. Πόσο είχε κλάψει η καημένη η κυρα-Ρήνη όταν έφευγε η κόρη της για την ξενιτιά. “Να γυρίσεις γρήγορα παιδί μου”, της είχε πει, αγκαλιάζοντάς την για τελευταία φορά.
Τα επόμενα χρόνια πέρασαν καλά για την Ιφιγένεια. Απέκτησε εν τω μεταξύ και τον Άρη της – Αριστείδης, το όνομα του πεθερού της. Καλοί άνθρωποι τα πεθερικά της. Κοίταζαν και τα παιδιά μερικές φορές όταν ήταν άρρωστα και δεν θα πήγαιναν στο σχολείο.
Όμως, η συμπεριφορά του Μανώλη, με τον καιρό άρχισε να αλλάζει. Έγινε νευρικός, έβαζε τις φωνές χωρίς σοβαρό λόγο, έφευγε συχνά τα μεσημέρια από το εργοστάσιο, έβρισκε συνήθως μια δικαιολογία να μην πάει στο σπίτι μαζί με την γυναίκα του μετά τη δουλειά και επέστρεφε αργά τα βράδια. Τα χρήματα δεν ήταν πια αρκετά για να καλύψουν τα έξοδα του σπιτιού.
Η Ιφιγένεια αισθανόταν πολύ δυστυχισμένη. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Μια μέρα πληροφορήθηκε από την γειτόνισσά της ότι κυκλοφορούν φήμες ότι ο Μανώλης ξόδευε πολλές ώρες σε μαγαζιά στοιχημάτων και στο Καζίνο και έχανε πολλά χρήματα. Ο γρίφος που τόσο καιρό προσπαθούσε η Ιφιγένεια να λύσει, λύθηκε αμέσως.
Το χτύπημα του τηλεφώνου στα βάθη της νύχτας, λίγες μόνο μέρες πριν την συνάντησή μας στην αυλή του σχολείου, έκανε την Ιφιγένεια να πεταχτεί απότομα από το κρεβάτι της. Ποιος να είναι τέτοια ώρα; Τι αν συμβαίνει άραγες Έπαθε κάτι ο Μανώλης;
Η μακρινή, γνώριμη, γεμάτη ζεστασιά αντρική φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής, της έλεγε πόσο ακόμα την αγαπούσε και ότι ποτέ δεν την ξέχασε. Την καλούσε να τα παρατήσει όλα και να πάει πίσω στην πατρίδα κοντά του. Ήταν έτοιμος τώρα να παντρευτεί.
Η καρδιά της Ιφιγένειας σκίρτησε για μια στιγμή, λαχτάρισε, πόθησε. Σαν ένα ναρκωμένο πουλί που ζούσε χρόνια στο κλουβί, τίναξε τα τσαλακωμένα φτερά της να πετάξει. Να φύγει μακριά από τη φυλακή της. Να φύγει, να πάει να βρει τον Βασίλη της, τη μοναδική αγάπη της ζωής της. Θα έπαιρνε και τα παιδιά μαζί. Της το είχε πει ξεκάθαρα ότι θέλει αυτήν και τα παιδιά της.
Και ο Μανώλης; Ο πατέρας των παιδιών της; Είχε το δικαίωμα να γεμίσει με πικρό φαρμάκι την καρδιά του ανθρώπου που της συμπαραστάθηκε στις δύσκολες στιγμές της και την έκανε γυναίκα του; Και τα παιδιά της; Θα μεγάλωναν χωρίς πατέρα; Με ποιο δικαίωμα θα τους τον στερούσε;
Δεν έφυγε για την Ελλάδα η Ιφιγένεια. Έμεινε εκεί, στη θέση της, στο καθήκον, να ατενίζει τον ουρανό και να στέλνει με τα πουλιά χαιρετίσματα στα καταγάλανο νησί της. Θα προσπαθούσε να βοηθήσει τον άντρα της να βρει ξανά τον εαυτό του, να σταθεί και πάλι στα πόδια του. Σκέφτηκε ότι ίσως να συνέβαλε και αυτή με την αδιαφορία της στην όλη κατάσταση, ίσως χρειαζόταν να νοιαστεί περισσότερο γι’ αυτόν, να του προσφέρει λίγη συντροφιά, στοργή, αγάπη…
Ίσως και να κατάφερνε να βγάλει τον Βασιλη από την ταλαιπωρημένη καρδιά της και … ίσως τότε η ζωή της στην όμορφη και φιλόξενη τούτη χώρα να γινόταν ευτυχισμένη!
ΦΡΕΔΕΙΡΙΚΗ ΑΠΟΚΙΔΟΥ
(Μελβούρνη)
*Τα ονόματα των ανθρώπων που αναφέρονται στην αληθινή αυτή ιστορία δεν είναι τα πραγματικά