Το δημόσιο χρέος της Βικτώριας αυξάνεται, με τις προβλέψεις να δείχνουν ότι θα φτάσει τα 188,8 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2027.
Για πολλούς, ιδίως για τους πολιτικούς και οικονομικούς αναλυτές που τάσσονται υπέρ μιας μικρότερης κυβέρνησης και περιορισμό από την πλευρά της ζήτησης, ο αριθμός αυτός αποτελεί λόγο ανησυχίας. Όσοι υποστηρίζουν πιο συντηρητικές δημοσιονομικές Αρχές ανησυχούν ότι το χρέος αυτό μπορεί να επιβαρύνει μακροπρόθεσμα τις μελλοντικές γενιές και να περιορίσει την ευελιξία της Πολιτείας να ανταποκριθεί στις προκλήσεις του μέλλοντος.
Από την άλλη πλευρά, οι οικονομολόγοι που υποστηρίζουν την προσφορά και οι υποστηρικτές των ενεργών κυβερνητικών επενδύσεων υποστηρίζουν ότι αυτό το χρέος αντανακλά τις απαραίτητες δαπάνες. Από τη δική τους οπτική γωνία, τα κεφάλαια έχουν χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, την επέκταση βασικών υπηρεσιών και την επένδυση σε υποδομές μετά από χρόνια υποεπενδύσεων.
Το θεωρούν επίσης ως ένα μαξιλάρι ασφαλείας (buffer) έναντι απρόβλεπτων παγκόσμιων κλυδωνισμών — όπως η πανδημία COVID-19 — που απαιτούσαν από τις κυβερνήσεις να δράσουν αποφασιστικά για την προστασία της δημόσιας υγείας και της οικονομικής σταθερότητας.

ΕΠΟΜΕΝΩΣ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΗΣΥΧΟΥΝ ΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΤΗΣ ΒΙΚΤΩΡΙΑΣ;
Η απάντηση είναι: μέχρι ενός σημείου.
Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, όχι πανικόβλητοι. Το χρέος δεν είναι εγγενώς καλό ή κακό — είναι ένα χρηματοοικονομικό μέσο. Όπως κάθε εργαλείο, η αξία του εξαρτάται από τον τρόπο χρήσης του, τον λόγο για τον οποίο δημιουργήθηκε και, το πιο σημαντικό, από το αν αποφέρει όφελος για το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Το βασικό ερώτημα είναι αν το σημερινό χρέος θα αποφέρει μακροπρόθεσμα οφέλη που θα υπερβαίνουν το κόστος του.
Αυτό που χρειαζόμαστε τώρα είναι μια μετρημένη και τεκμηριωμένη συζήτηση, που θα «αντλεί» από τις δύο πλευρές του οικονομικού φάσματος. Αυτό περιλαμβάνει τις νομισματικές απόψεις των Hayek και Friedman, που τονίζουν τη δημοσιονομική πειθαρχία και τους κινδύνους του πληθωρισμού, και την Κεϋνσιανή (Keynesian) προσέγγιση, που υποστηρίζει τις κρατικές δαπάνες για την τόνωση της ζήτησης, ειδικά σε περιόδους κρίσης ή στασιμότητας.
Η πραγματικότητα είναι ότι δεν πρόκειται πλέον για μια συζήτηση «είτε/ή». Σε μια πολύπλοκη και παγκοσμιοποιημένη οικονομία, η δημοσιονομική ευθύνη και οι στρατηγικές επενδύσεις δεν αλληλοαποκλείονται. Η πρόκληση συνίσταται στο να βρεθεί η σωστή ισορροπία, για τώρα και για τις μελλοντικές γενιές.
ΓΙΑΤΙ ΑΥΞΗΘΗΚΕ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΤΗΣ ΒΙΚΤΩΡΙΑΣ;
Από πολλές απόψεις, το αυξανόμενο χρέος της Βικτώριας είναι αποτέλεσμα τόσο των μέτρων έκτακτης ανάγκης όσο και των μακροπρόθεσμων φιλοδοξιών.
Πρώτον, η COVID-19 άλλαξε τα πάντα. Η κυβέρνηση δανείστηκε, σωστά, για να στηρίξει τις θέσεις εργασίας, να διατηρήσει τη λειτουργία των συστημάτων υγείας και να αμβλύνει τον οικονομικό σοκ. Αν δεν είχε δράσει, το κοινωνικό και οικονομικό κόστος θα ήταν πιθανώς χειρότερο.
Δεύτερον, συνεχίστηκαν τα μεγάλα έργα υποδομής, όπως το Suburban Rail Loop, η κατάργηση των ισόπεδων διαβάσεων και η επέκταση των νοσοκομείων. Πρόκειται για μακροπρόθεσμες επενδύσεις που αποσκοπούν στην προετοιμασία για τον αυξανόμενο πληθυσμό, την αντιμετώπιση της κυκλοφοριακής συμφόρησης και τη βελτίωση της παροχής υπηρεσιών σε ολόκληρη την Πολιτεία. Δημιουργούν θέσεις εργασίας βραχυπρόθεσμα και, ιδανικά, ενισχύουν την παραγωγικότητα μακροπρόθεσμα.
Ο δανεισμός για επενδύσεις σε περιουσιακά στοιχεία που θα ωφελήσουν τις μελλοντικές γενιές μπορεί να είναι δημοσιονομικά υπεύθυνη κίνηση. Το ερώτημα είναι αν έχει γίνει σωστή διαχείριση του εύρους, του χρόνου και του κόστους αυτών των επενδύσεων.
ΔΑΝΕΙΣΜΟΣ ΣΕ ΠΕΡΙΟΔΟ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑΣ: ΧΑΜΗΛΑ ΕΠΙΤΟΚΙΑ, ΥΨΗΛΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη σε αυτή τη συζήτηση είναι ο τρόπος με τον οποίο το παγκόσμιο περιβάλλον επιτοκίων διαμόρφωσε τις αποφάσεις δανεισμού της Βικτώριας — και η ταχύτητα με την οποία άλλαξε αυτό το περιβάλλον.
Όταν ξέσπασε η πανδημία COVID-19 στις αρχές του 2020, οι κυβερνήσεις σε ολόκληρη την Αυστραλία, συμπεριλαμβανομένης της Βικτώριας, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να δανειστούν σε μεγάλο βαθμό. Η οικονομική κατάρρευση απαιτούσε άμεσες και μεγάλης κλίμακας δημόσιες δαπάνες για τη στήριξη των επιχειρήσεων, την προστασία των θέσεων εργασίας και την ενδυνάμωση των συστημάτων υγείας.
Σε απάντηση, η Αποθεματική Τράπεζα της Αυστραλίας (RBA) μείωσε τα επιτόκια σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, φτάνοντας στο 0,10% στα τέλη του 2020.
Εκείνη την εποχή, ο δανεισμός φαινόταν τόσο απαραίτητος όσο και ασυνήθιστα προσιτός. Ο πρώην διοικητής της RBA είπε μάλιστα στους Αυστραλούς να «δανειστούν με εμπιστοσύνη», υποδηλώνοντας ότι τα επιτόκια θα παρέμεναν χαμηλά τουλάχιστον μέχρι το 2024. Αυτή η κατεύθυνση διαμόρφωσε τη συμπεριφορά των νοικοκυριών, τις αγορές ακινήτων και, κυρίως, τις στρατηγικές δανεισμού της πολιτειακής κυβέρνησης.
Η κυβέρνηση της Βικτώριας, που ήδη υλοποιούσε μεγάλα έργα υποδομών, εκμεταλλεύτηκε το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων για να επεκτείνει περαιτέρω τις επενδύσεις, με την υπόθεση ότι το χρέος θα παρέμενε φθηνό για τα επόμενα χρόνια. Αυτό δεν ήταν μοναδικό φαινόμενο στη Βικτώρια, αλλά αντανακλούσε την επικρατούσα οικονομική σκέψη σε μεγάλο μέρος του ανεπτυγμένου κόσμου.
ΟΜΩΣ… ΜΕΣΑ ΣΕ 18 ΜΗΝΕΣ ΤΟ ΤΟΠΙΟ ΑΛΛΑΞΕ ΔΡΑΜΑΤΙΚΑ
Ο πληθωρισμός αυξήθηκε κατακόρυφα, πρώτα σε παγκόσμιο επίπεδο και στη συνέχεια σε εθνικό. Οι εφοδιαστικές αλυσίδες κατέρρευσαν, οι τιμές της ενέργειας εκτοξεύτηκαν και η καταναλωτική ζήτηση ανέκαμψε ταχύτερα από το αναμενόμενο. Οι κεντρικές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της RBA, αναγκάστηκαν να αντιστρέψουν γρήγορα την πορεία τους, αυξάνοντας τα επιτόκια επανειλημμένα κατά τη διάρκεια του 2022 και του 2023.
Για τη Βικτώρια, αυτό σήμαινε ότι τα πρώιμα δάνεια είχαν δεσμευτεί σε χαμηλά επιτόκια, αλλά τα νέα και τα υφιστάμενα δάνεια γίνονταν όλο και πιο ακριβά. Αυτό που ξεκίνησε ως μια φιλόδοξη στρατηγική ανάκαμψης με βάση τις υποδομές, ξαφνικά είχε πολύ υψηλότερο μακροπρόθεσμο κόστος.
Αυτή η ακολουθία γεγονότων υπενθυμίζει πόσο ευάλωτες μπορεί να είναι οι οικονομικές προβλέψεις και πόσο συχνά οι δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες βρίσκονται στο έλεος των παγκόσμιων δυνάμεων. Η στρατηγική της Πολιτείας για το χρέος δεν ήταν απερίσκεπτη — βασίστηκε στις καλύτερες διαθέσιμες πληροφορίες εκείνη την εποχή. Ωστόσο, δείχνει γιατί οι κυβερνήσεις πρέπει να ενσωματώνουν την ευελιξία και την ανθεκτικότητα στον δημοσιονομικό σχεδιασμό.
Τα επιτόκια μπορούν να αυξηθούν. Οι συνθήκες μπορούν να αλλάξουν. Και αυτό που φαίνεται προσιτό σήμερα μπορεί να αποδειχθεί πολύ πιο δαπανηρό αύριο.
ΟΙ ΒΑΣΙΜΕΣ ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ
Τρεις τομείς πρέπει να απασχολούν όλους τους κατοίκους της Βικτώριας, ανεξάρτητα από την πολιτική τους τοποθέτηση.
Κόστος εξυπηρέτησης του χρέους: Με την αύξηση των επιτοκίων, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους θα αυξηθεί. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας, η Βικτώρια ενδέχεται να δαπανήσει περισσότερα για τόκους από ό,τι για ολόκληρα υπουργεία, όπως το υπουργείο Δικαιοσύνης ή το υπουργείο Μεταφορών. Αυτά είναι χρήματα που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν βασικές υπηρεσίες.
Απώλεια ευελιξίας: Το υψηλό χρέος μπορεί να περιορίσει την ικανότητα μιας κυβέρνησης να ανταποκριθεί σε μελλοντικές κρίσεις. Είτε πρόκειται για ύφεση, κλιματική καταστροφή ή παγκόσμια κρίση, η Βικτώρια χρειάζεται οικονομικό περιθώριο για να προσαρμοστεί.
Κίνδυνοι ως προς την υλοποίηση: Οι μεγάλες υποδομές ενέχουν κινδύνους υλοποίησης, όπως υπέρβαση του κόστους, καθυστερήσεις και φθίνουσα απόδοση. Εάν τα έργα αυτά δεν αποφέρουν τα αναμενόμενα οφέλη, το χρέος που έχουν δημιουργήσει γίνεται πιο δύσκολο να δικαιολογηθεί.
Οι επικριτές έχουν δίκιο όταν επισημαίνουν ότι οι δαπάνες για υποδομές πρέπει να είναι διαφανείς, υπεύθυνες και να βασίζονται σε σαφή ανάλυση κόστους-οφέλους. Οι κυβερνήσεις όλων των πολιτικών αποχρώσεων πρέπει να ελέγχονται, όχι για το δανεισμό καθαυτό, αλλά για τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούνται τα δανειακά κεφάλαια.
Κορυφαίοι μελετητές, όπως ο Bent Flyvbjerg, έχουν δείξει ότι σε όλα τα δημοκρατικά συστήματα, οι εκτιμήσεις του κόστους των υποδομών υποτιμούνται συστηματικά και τακτικά, συχνά κατά περίπου 30 έως 50% ή και περισσότερο. Όπως σημειώνει σχετικά με τις επενδύσεις σε σιδηροδρομικά δίκτυα στις ανεπτυγμένες χώρες, «το πραγματικό κόστος αποδείχθηκε κατά μέσο όρο και σε πραγματικούς όρους 40% υψηλότερο από το εκτιμώμενο, γεγονός που υποδηλώνει σημαντική ανακρίβεια στις εκτιμήσεις του κόστους για τους σιδηροδρόμους».
Αυτό δεν οφείλεται πάντα στην ανάλυση κόστους-οφέλους ή σε κακή μοντελοποίηση. Σε πολλές περιπτώσεις, είναι πολιτική αναγκαιότητα: εάν οι κυβερνήσεις παρουσίαζαν εκ των προτέρων το πλήρες, ρεαλιστικό κόστος, πολλά έργα δεν θα κέρδιζαν ποτέ την υποστήριξη του κοινού ή των ψηφοφόρων. Οι πολιτικοί εργάζονται για μια θητεία, ενώ η απόδοση των υποδομών διαρκεί δεκαετίες.
Αυτό δε σημαίνει ότι οι επενδύσεις είναι παράλογες, αλλά σημαίνει ότι το κοινό πρέπει να είναι επιφυλακτικό απέναντι σε υπερβολικά αισιόδοξες προβλέψεις και να απαιτεί ανεξάρτητο έλεγχο, συνεχή ενημέρωση και αξιολογήσεις μετά την ολοκλήρωση των έργων. Η λογοδοσία είναι εξίσου σημαντική με την φιλοδοξία.
Η ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ: ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΦΟΡΟΥΣ
Μία από τις πιο παραγνωρισμένες πτυχές της συζήτησης για το χρέος είναι η φορολογία. Μιλάμε για δαπάνες, δανεισμό και ελλείμματα, αλλά δεν μιλάμε αρκετά για το πώς αυξάνουμε τα έσοδα.
Είδαμε την καταστροφική οικονομική κρίση στην Ελλάδα, που προκλήθηκε από δεκαετίες λαϊκής φοροαποφυγής, μια τεράστια άτυπη (μαύρη) οικονομία, μια διογκωμένη γραφειοκρατία και ανεξέλεγκτο δανεισμό χωρίς την ικανότητα αποπληρωμής. Χωρίς φόρους, οι σύγχρονες οικονομίες καταρρέουν.
Καμία κοινωνία δεν μπορεί να λειτουργήσει, πόσο μάλλον να ευημερήσει, χωρίς να χρηματοδοτεί τους δρόμους, τις μεταφορές, τα νοσοκομεία, τα σχολεία, την αστυνομία, τη φροντίδα των ηλικιωμένων, τις υποδομές, την ασφάλεια και την αντιμετώπιση καταστροφών.
Το χρέος μπορεί να εξομαλύνει τις «κορυφές» και τις «κοιλάδες» των οικονομικών κύκλων, αλλά δεν μπορεί να αντικαταστήσει ένα βιώσιμο και δίκαιο φορολογικό σύστημα.
Ωστόσο, οι φόροι είναι πολύ συχνά πολιτικά τοξικοί. Οι έμμεσοι φόροι, όπως ο φόρος ακίνητης περιουσίας (land tax) και ο φόρος χαρτοσήμου (stamp duty), είναι ιδιαίτερα αντιδημοφιλείς, παρόλο που οι οικονομολόγοι θεωρούν ευρέως τον φόρο ακίνητης περιουσίας ως έναν από τους πιο αποτελεσματικούς και λιγότερο διαστρεβλωτικούς.
Οι κυβερνήσεις πρέπει να είναι πρόθυμες να εξηγήσουν και να δικαιολογήσουν τον τρόπο με τον οποίο αυξάνονται οι φόροι, σε ποιον και για ποιο σκοπό. Οι ψηφοφόροι έχουν το δικαίωμα να γνωρίζουν εάν το φορολογικό μείγμα είναι δίκαιο, εάν προάγει την οικονομική συμμετοχή και εάν υποστηρίζει τη μακροπρόθεσμη δημοσιονομική βιωσιμότητα.
ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ;
Ορισμένοι υποστηρίζουν τη μείωση του μεγέθους της κυβέρνησης και των δαπανών, υποστηρίζοντας ότι το κράτος/πολιτεία πρέπει να «ζει με βάση τους πόρους του» (live within its means).
Άλλοι λένε ότι τώρα είναι η ώρα να διπλασιάσουμε τις επενδύσεις για να τροφοδοτήσουμε την ανάπτυξη, την καινοτομία και τα μελλοντικά έσοδα. Και οι δύο απόψεις έχουν αξία (merit), αλλά και οι δύο έχουν τα μειονεκτήματά τους.
Η υπερβολικά δραστική μείωση των δαπανών ενέχει τον κίνδυνο να υποβαθμιστούν οι δημόσιες υπηρεσίες, να επιβραδυνθεί η οικονομική δραστηριότητα και να πληγούν οι ευάλωτες κοινότητες.
Από την άλλη πλευρά, η διατήρηση υψηλών επιπέδων δαπανών χωρίς ισχυρή εποπτεία ενέχει τον κίνδυνο σπατάλης, κακοδιαχείρισης και μακροπρόθεσμης δημοσιονομικής επιβάρυνσης.
Η μέση λύση; Να δαπανώνται τα χρήματα εκεί όπου είναι πιο αναγκαία, σε προγράμματα που βασίζονται σε στοιχεία και σε υποδομές που ενισχύουν την παραγωγικότητα. Να ελέγχονται τακτικά οι δαπάνες. Να μεταρρυθμιστούν οι αναποτελεσματικοί φόροι. Να κλείσουν τα κενά (παραθυράκια). Και να υπάρχει διαφάνεια στην επικοινωνία με τους πολίτες.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ: ΕΛΕΓΧΟΣ ΟΧΙ ΚΥΝΙΣΜΟΣ
Τελικά, η συζήτηση για το χρέος δεν είναι μόνο τεχνική, αλλά και δημοκρατική. Οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να γνωρίζουν πού πηγαίνουν τα δημόσια χρήματα, πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις και αν τα αποτελέσματα ανταποκρίνονται στις υποσχέσεις.
Αυτό σημαίνει να θέτουμε ερωτήματα όπως:
Τα έργα υποδομής αυτά αποδίδουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα;
Οι δαπάνες ελέγχονται από ανεξάρτητους φορείς;
Οι φορολογικές αλλαγές είναι δίκαιες και διαφανείς;
Λαμβάνονται υπόψη οι μελλοντικές γενιές ή μόνο οι επόμενες εκλογές;
Οι κυβερνήσεις οφείλουν σαφείς απαντήσεις στους πολίτες. Ωστόσο, και το κοινό έχει ρόλο να διαδραματίσει: να ασχοληθεί με την πολυπλοκότητα του προϋπολογισμού, να αντισταθεί στα πολιτικά συνθήματα (slogans) και να πιέσει για μια ειλικρινή πολιτική συζήτηση.
ΠΡΕΠΕΙ ΛΟΙΠΟΝ ΝΑ ΑΝΗΣΥΧΟΥΜΕ;
Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, όχι ανήσυχοι. Το χρέος της Βικτώριας είναι υψηλότερο από ό,τι στο παρελθόν και η πορεία προς τα εμπρός απαιτεί πειθαρχία. Αλλά ο ουρανός δεν πέφτε στα κεφάλια μας. Δεν πρόκειται για δημοσιονομική έκτακτη ανάγκη, αλλά για μια έκκληση για καλύτερο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και πιο εξειδικευμένη δημόσια συζήτηση.
Αντί να αναρωτιόμαστε αν το χρέος είναι καλό ή κακό, θα πρέπει να αναρωτηθούμε: Γιατί δανειζόμαστε; Αξίζει; Μπορούμε να το αντέξουμε;
Και το πιο σημαντικό: Επενδύουμε σε ένα μέλλον στο οποίο όλοι θέλουμε να ζήσουμε;
ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΜΕ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑ
Το δημόσιο χρέος είναι ένα εργαλείο που μπορεί να χτίσει ή να επιβαρύνει, ανάλογα με τον τρόπο χρήσης του. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι το μέγεθος του χρέους, αλλά αν προσφέρει πραγματική και διαρκή αξία στους κατοίκους της Βικτώριας.
Ως κοινωνία, πρέπει να απαιτούμε διαφάνεια, να υποστηρίζουμε τη φορολογική δικαιοσύνη και να διασφαλίζουμε ότι οι μελλοντικές γενιές δεν θα κληρονομήσουν μόνο τους λογαριασμούς, αλλά και τα οφέλη.
*Ο Τόνι Αναμουρλής είναι δικηγόρος, ειδικός σε θέματα Διεθνούς Φορολογικού Δικαίου (CTA) (SSA), BA LLB LLM MTax GradDipLegPrac και διευθυντής της νομικής φίρμας Abbott & Mourly. Διαπραγματεύεται με τον Επίτροπο Φορολογίας και άλλους ρυθμιστικούς φορείς και είναι τακτικός συνεργάτης του «Νέου Κόσμου».