Η επέτειος αυτή αποτελεί ένα βαρύ και ασίγαστο ορόσημο στη συλλογική συνείδηση του λαού μας, υπενθυμίζοντάς μας τα δραματικά και τραγικά γεγονότα που σημάδεψαν την γη των προγόνων μας, τα ιερά χώματα του Πόντου.
Εμείς, οι απόγονοι εκείνων που ξεριζώθηκαν, δεν ξεχνάμε. Φυλάσσουμε την Ιερή Μνήμη τους άσβεστη, με σεβασμό και ευθύνη. Γεννηθήκαμε από τις στάχτες τους, μεγαλώσαμε με τις διηγήσεις τους, πορευόμαστε με την παρακαταθήκη τους, και αγωνιζόμαστε για τη Δικαίωση. Δικαίωση που θα έρθει με την Αναγνώριση της Γενοκτονίας από τους διεθνείς Οργανισμούς και -πάνω απ’ όλα- από την ίδια την Τουρκία.
Ο Μάιος είναι για εμένα μήνας μνήμης και βαθιάς συγκίνησης. Οι αφηγήσεις του παππού μου, για τη χαμένη πατρίδα, για τον χαμό του πατέρα του, για την ορφάνια και τη διαφυγή της οικογένειας στη Ρωσία για να γλιτώσει από τις σφαγές, έχουν χαραχτεί ανεξίτηλα μέσα μου. Αυτές οι αναμνήσεις έγιναν πληγή, αλλά και ρίζα.
Οι γονείς μου γεννήθηκαν στο Σοχούμι της Αμπχαζίας. Το 1949, οι Έλληνες του Καυκάσου εκτοπίστηκαν βίαια στο Καζακστάν. Μαζί τους και η δική μου οικογένεια. Εκεί γεννηθήκαμε τα αδέλφια μου και εγώ, εκεί ζήσαμε τα πρώτα μας παιδικά χρόνια, μέσα στην προσφυγιά, με το τραύμα του ξεριζωμού να καθορίζει την καθημερινότητά μας.
Το 1965, η πολυπόθητη επιστροφή στην Ελλάδα έγινε πραγματικότητα. Εγκατασταθήκαμε στην Κατερίνη. Εκεί ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με τη γλώσσα των προγόνων μου. Πρώτη μου γλώσσα ήταν η ρωσική και τα ποντιακά· δεν ήταν εύκολη η ένταξη. Αντιμετωπίσαμε περιθωριοποίηση, χλευασμό, τη γνωστή ετικέτα «Ρωσάκια». Και όμως, μέσα από αυτές τις δυσκολίες άνθισε η ταυτότητά μου, ριζωμένη σε τρεις πολιτισμούς: τον ποντιακό, τον ρωσικό, τον ελληνικό.
Τελείωσα τα γυμνασιακά μου χρόνια στην Κατερίνη και, στη συνέχεια, στην Αθήνα ολοκλήρωσα τις σπουδές μου και το 1981 μετανάστευσα με την οικογένειά μου στην Αυστραλία, όπου και ζω μέχρι σήμερα, στη Μελβούρνη.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη σκηνή όταν φτάσαμε στον Πειραιά. Ο παππούς μου γονάτισε και φίλησε το χώμα της πατρίδας. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα τι σήμαινε η Ελλάδα γι’ αυτόν – ένα όνειρο ζωής, ένα όραμα επιστροφής. Όλα του τα χρόνια τα σημάδεψε ο θρήνος για τους χαμένους συγγενείς, για τον πρωτότοκο γιο του που έμεινε στη Ρωσία και δεν μπορούσε να πάει στην Ελλάδα για περισσότερα από τριάντα χρόνια.
Η ημέρα που ο θείος μου κατάφερε επιτέλους να φτάσει στην Ελλάδα, ήταν για εμάς λυτρωτική. Ο πατέρας μου τον πήρε στην αγκαλιά και τον τοποθέτησε στα γέρικα χέρια του παππού. «Σου τον έφερα, πατέρα», του είπε με λυγμούς. «Από εδώ και πέρα, δεν θέλω ποτέ ξανά να σε δω να κλαις…»
Ήταν εκείνες οι εικόνες και τα βιώματα που με σημάδεψαν και με ώθησαν να ασχοληθώ με τα κοινά, να συμμετέχω ενεργά, να προσφέρω, να εξωτερικεύσω όλα όσα κουβαλώ μέσα μου. Γιατί η Μνήμη πρέπει να παραμείνει ζωντανή. Να περάσει στις επόμενες γενιές.
Εμείς, οι πρόσφυγες τρίτης γενιάς, μεγαλώσαμε με τη νοσταλγία των παππούδων για τον Πόντο. Οι γονείς μας νοσταλγούσαν τον Καύκασο – τη δική τους πατρίδα. Και εμείς, παιδιά των πολλών πατρίδων και της μίας ταυτότητας, κρατούμε ψηλά τη φλόγα της Ιστορικής Αλήθειας.
Αυτό το χρέος αισθάνομαι. Αυτό το χρέος με οδήγησε να γράψω. Να καταγράψω, να διασώσω, να τιμήσω. Να δώσω φωνή στους σιωπηλούς μάρτυρες της Ιστορίας μας.
Γιατί χωρίς Μνήμη, δεν υπάρχει Ταυτότητα. Και χωρίς Δικαίωση, δεν υπάρχει Ειρήνη.