O ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ είναι εδώ. Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά παντού στον Κόσμο, κάνοντας αυτό που λέμε απληστία την… υπέρτατη αρετή.
ΑΠΟ το 2021, οπότε το σοκ της πανδημίας έδωσε τη θέση του στο σοκ της εφοδιαστικής αλυσίδας και των ανεξέλεγκτων ανατιμήσεων, που έπειτα από δεκαετίες έφεραν στη Δύση πληθωρισμό σε διψήφια ποσοστά, ακόμη και οι κεντρικοί τραπεζίτες κατήγγελλαν την επιχειρηματική απληστία ως κινητήρια δύναμη της πληθωριστικής έξαρσης.
ΠΑΡ΄ΟΤΙ η «αποκάλυψη» των κεντρικών τραπεζιτών παραβίαζε ανοιχτές θύρες και ελάχιστοι είχαν πραγματική αμφιβολία ότι τον πληθωρισμό τον προκαλούν τα επιχειρηματικά κέρδη και όχι οι μισθοί, είχε σημασία να το ακούμε από παράγοντες της «άλλης πλευράς».
ΤΟ ΣΚΗΝΙΚΟ της προηγούμενης τριετίας μάλλον αναπαράγεται, αν λάβουμε υπόψη το σχετικό σχόλιο της επενδυτικής τράπεζας UBS, που περιγράφει το ντόμινο αντιδράσεων που προκαλούν οι εξαγγελίες Τραμπ για επιβολή δασμών στα εισαγόμενα στις ΗΠΑ προϊόντα, που τελικά καταλήγει σε φορολόγηση των Αμερικανών καταναλωτών.
ΚΑΤΑ την UBS, οποιαδήποτε ένδειξη δευτερογενών επιδράσεων θα απασχολήσει περισσότερο τη FED, καθώς αυτές οι επιδράσεις μπορεί να παραμείνουν ενεργές πολύ μετά το αρχικό σοκ. Ο πληθωρισμός κερδών συμβαίνει όταν οι λιανοπωλητές γνωρίζουν περισσότερα από τους πελάτες τους για τους παράγοντες που επηρεάζουν ανοδικά τον πληθωρισμό.
ΟΤΑΝ οι λιανοπωλητές λένε στους πελάτες τους ότι οι ανατιμήσεις οφείλονται σε εξωγενείς παράγοντες, πέρα από τον έλεγχό τους, έχουν μια βολική δικαιολογία να αυξήσουν τις τιμές και να ενισχύσουν τα περιθώρια κέρδους.
ΜΕΤΑ την πανδημία, η παγκόσμια διαταραχή στην εφοδιαστική αλυσίδα και οι μεγάλες ελλείψεις εργατικού δυναμικού επέτρεψαν στις αμερικανικές (και όχι μόνο αυτές) λιανεμπορικές επιχειρήσεις να αυξήσουν τις τιμές και να φουσκώσουν τα κέρδη τους από το 13,3% στο 21,7% του ΑΕΠ. Οι ιστορίες τρόμου που προβλήθηκαν στα ΜΜΕ έκαναν πιο εύπεπτες τις ανατιμήσεις.
ΥΠΑΡΧΕΙ μια σχετική φλυαρία για τους δασμούς τουλάχιστον 10% που τελικά θα επιβάλει ο Τραμπ, αλλά σχεδόν κανείς δεν θα κάνει κάτι γιατί αυτό το 10% θα αυξήσει τις τιμές καταναλωτή τουλάχιστον κατά 4%.
ΤΟ 4% ανακουφίζει έναντι των θηριωδών ποσοστών 145% στις κινεζικές εισαγωγές πριν από τη συμφωνία Ουάσινγκτον – Πεκίνου, αλλά από την άλλη φαίνεται να αποκαλύπτει πέραν πάσης αμφιβολίας ποιοι «ταΐζουν» την ακρίβεια.
ΣΕ ΕΡΕΥΝΑ του Eteron με τίτλο «Ακτινογραφία των ψηφοφόρων», στην ερώτηση «Εσείς προσωπικά σε ποια οικονομική τάξη ανήκετε;», το 44,4% των ερωτώμενων δήλωσε ότι ανήκει στη μεσαία τάξη και το 36,6% στη μεσαία προς κατώτερη. Μόνο το 10,4% τοποθετήθηκε στην κατώτερη τάξη, ενώ μόλις το 7% αυτοπροσδιορίστηκε ως ανώτερη.
ΩΣΤΟΣΟ, στην ερώτηση για το εισόδημά τους, σχεδόν οι μισοί απάντησαν ότι μετά βίας καλύπτουν τα απαραίτητα, ενώ ένα 12% ότι δεν τα βγάζει πέρα. Δημιουργείται, έτσι, μια εικόνα ευρείας «μεσαίας τάξης» η οποία επιβιώνει με δυσκολία. Πρόκειται για μια προφανή αντίφαση.
Η ΤΑΣΗ πολλών μισθωτών να αυτοχαρακτηρίζονται μεσαία τάξη, αντί για εργατική ή κατώτερη, οφείλεται εν μέρει στην κοινωνική απαξίωση που συνοδεύει τον όρο «εργατική τάξη». Για πολλούς, η αποδοχή μιας τέτοιας ταυτότητας σημαίνει συμβιβασμό με μια συνθήκη κατωτερότητας. Αυτή ακριβώς η απαξίωση αποτελεί μια ιδεολογική νίκη του νεοφιλελευθερισμού: την αποσύνδεση της κοινωνικής ταυτότητας από τις υλικές συνθήκες ύπαρξης.
Ο ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ δεν λειτούργησε μόνο ως οικονομικό υπόδειγμα, αλλά και ως πολιτισμικό πρόταγμα. Με όρους όπως «ανθρώπινο κεφάλαιο», παρουσίασε τους μισθωτούς ως ατομικές μονάδες-φορείς κεφαλαίου (του εαυτού τους) που μπορούν, υποτίθεται, να διαπραγματεύονται ισότιμα με το Κεφάλαιο. Έτσι, καθιερώθηκε η ψευδαίσθηση ότι όλοι είναι επιχειρηματίες (μικροί, μεσαίοι ή μεγάλοι).
Η ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ παραμερίστηκε υπέρ της ατομικής ευθύνης. Η αντίληψη αυτή συντάσσεται με το κυρίαρχο αξίωμα του νεοφιλελευθερισμού ότι δεν υπάρχει κοινωνία, παρά μόνον άτομα και οικογένειες.
ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΗ σημασία έχει και η θέση που προώθησε ο νεοφιλελευθερισμός αναφορικά με την έννοια περί «μεσαίας τάξης». Ο στόχος αυτής της ρητορικής ήταν η δημιουργία τεχνητών διαχωρισμών στο εσωτερικό της εργατικής τάξης. Ο διαχωρισμός δεν είναι ουδέτερος. Είναι πολιτικός και ιδεολογικός. Οι εργαζόμενοι διακρίθηκαν σε «καθαρούς» (υπάλληλοι γραφείου, δημόσιοι λειτουργοί κ.ά.) και «βρόμικους» (μετανάστες, διανομείς, καθαρίστριες κ.λπ.).
ΑΝ ΚΑΙ η φύση της εργασίας τους δεν διαφέρει ριζικά, οι πρώτοι αυτοτοποθετούνται στη «μεσαία τάξη», αποστρεφόμενοι την έννοια της εργατικής. Η χειρωνακτική εργασία απαξιώθηκε. Το αποτέλεσμα ήταν η αποδυνάμωση της ταξικής συνείδησης και της συλλογικής δράσης.
ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, η εργατική τάξη δεν εξαφανίστηκε, απλώς μετασχηματίστηκε. Από την παραδοσιακή χειρωνακτική εργασία, επεκτάθηκε και σε επαγγέλματα όπως οι υπάλληλοι σουπερμάρκετ, οι διανομείς, οι εργαζόμενοι στην υγεία, την εκπαίδευση, την ενέργεια, την πληροφορική, τις πλατφόρμες, τον τραπεζικό τομέα, τα ταχυδρομεία κ.λπ. Πρόκειται για εργαζόμενους που εξαρτώνται από τον μισθό τους και διαθέτουν την εργασία τους για να ζήσουν.
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ σύμφωνα με μελέτες, άνω του 61% των εργαζομένων στην Ελλάδα ανήκει στην εργατική τάξη. Ωστόσο, το ποσοστό που αυτοπροσδιορίζεται ως τέτοιο είναι πολύ μικρότερο. Ο λόγος; Η απόρριψη της εργατικής ταυτότητας έχει συνδεθεί με την επιδίωξη της «προσωπικής επιτυχίας».
ΠΟΛΛΟΙ θεωρούν ότι η «επιτυχία» απαιτεί την απομάκρυνση από αυτή την ταυτότητα. Προτιμούν να νιώθουν «κάτι άλλο», πιο κοντά στους προνομιούχους. Το «μεσαία τάξη» προτιμάται, ακόμη και όταν δεν αντανακλά την υλική πραγματικότητα. Πρόκειται για μια ψευδαίσθηση που οδηγεί σε αποξένωση και απογοήτευση.
Η ΝΤΡΟΠΗ γι’ αυτό που είμαστε γίνεται εργαλείο χειραγώγησης. Οι άνθρωποι αισθάνονται υπεύθυνοι για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν και στρέφουν τον θυμό τους προς τον εαυτό ή προς άλλες ευάλωτες ομάδες.
ΑΚΡΙΒΩΣ το ίδιο συμβαίνει και σ’ εμάς εδώ, στην Αυστραλία. Η δύναμη των συνδικάτων από άποψη αριθμού μελών αλλά δυναμικής, έχει συρρικνωθεί σε ιστορικό ποσοστό.
Η ΕΥΘΥΝΗ δεν βαραίνει μόνο το σύστημα. Η Αριστερά (το μεγαλύτερο τμήμα της) και τα συνδικάτα φέρουν επίσης μερίδιο. Η Αριστερά, σε μεγάλο βαθμό, απομακρύνθηκε από την εργατική τάξη, εστιάζοντας κυρίως σε ζητήματα δικαιωμάτων και όχι σε υλικά-ταξικά συμφέροντα. Παράλληλα, τα συνδικάτα αποδυναμώθηκαν, λόγω τόσο εσωτερικών παθογενειών όσο και των μεταβολών στην αγορά εργασίας.
ΚΑΙ τα δύο υιοθέτησαν τη γλώσσα των «από πάνω», εγκαταλείποντας τη γλώσσα των «από κάτω», όπως τονίζει ο Εριμπόν στο βιβλίο του «Επιστροφή στη Ρενς». Έτσι, η εργατική τάξη άρχισε κι αυτή να βλέπει τον κόσμο μέσα από τα μάτια του αντιπάλου.
ΑΥΤΗ η απώλεια ταξικής ταυτότητας άνοιξε τον δρόμο στον ακροδεξιό λαϊκισμό. Οσοι αισθάνονται εγκαταλελειμμένοι από τις παραδοσιακές δομές στρέφονται σε πιο οικεία σχήματα: πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια, ρατσισμός. Ο κοινωνικός θυμός δεν στοχεύει προς τα πάνω, αλλά διοχετεύεται στους αδύναμους (μετανάστες, φτωχούς, διαφορετικούς) και όσους/-ες τους υποστηρίζουν. Ετσι, η ταξική αγανάκτηση μετατρέπεται σε εθνικιστικό μίσος.
ΤΕΛΙΚΑ, αυτό που διακυβεύεται είναι η ίδια η αίσθηση του ανήκειν. Η εργατική τάξη απομακρύνεται από τις αξίες της (συλλογικότητα, αλληλεγγύη, αξιοπρέπεια) και ασπάζεται ένα ατομικιστικό μοντέλο ζωής που δεν προσφέρει ούτε ασφάλεια ούτε ελπίδα. Αντί να διεκδικήσει, απομονώνεται. Αντί να ενωθεί, χωρίζεται.
Η ΒΑΡΙΑ σκιά του συντηρητισμού, και μάλιστα στις ακραίες του μορφές, έχει πέσει πάνω από την Ευρώπη. Η κατάργηση βασικών δικαιωμάτων των πολιτών, η συρρίκνωση της μεσαίας τάξης και η φτωχοποίηση ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας, οι περιορισμοί στην ελεύθερη έκφραση, η επιστροφή στον συγκεντρωτισμό, η μειωμένη πρόσβαση στα δημόσια αγαθά της Υγείας και της εκπαίδευσης, ο έλεγχος του φυσικού πλούτου κάθε χώρας αποτελούν μια μη εξαντλητική καταγραφή μερικών χαρακτηριστικών της συντηρητικής αυτής στροφής.
ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ που έφεραν την Ευρώπη σε αυτή τη θέση είναι γνωστές. Ο αριστερός λόγος πελαγοδρομεί ανάμεσα στη θεωρία και τη σύγχρονη πραγματικότητα. Με το εισιτήριο του χθες δεν ταξιδεύει κανείς ούτε στο σήμερα, πόσο μάλλον στο αύριο.
ΣΕ ΑΥΤΗΝ την ιδεολογική παγίδα οφείλεται και η πολυδιάσπαση του αριστερού χώρου. Πρέπει, όσοι ασχολούνται με την πολιτική να καταλάβουν ότι βασική προτεραιότητα αποτελεί η επίλυση βασικών προβλημάτων της ζωής των πολιτών, η στροφή σε μια ανάπτυξη εφικτή που δεν θα δαιμονοποιεί την υγιή επιχειρηματικότητα, η κατοχύρωση ενός θεσμικού πλαισίου λειτουργίας της Πολιτείας με διαφάνεια και αξιοκρατία.
ΟΙ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΙ πολιτικοί χώροι έχουν ιστορική ευθύνη απέναντι στις χώρες τους, στους πολίτες και στις νέες γενιές που δοκιμάζονται, να καταθέσουν μια συγκροτημένη και πειστική πολιτική πρόταση που θα κινείται σε μια νέα και ρεαλιστική κατεύθυνση.
ΟΙ «ΤΟΥΦΕΚΙΕΣ στον αέρα» μπορεί να προκαλούν θόρυβο αλλά δεν οδηγούν σε λύσεις και δεν τροφοδοτούν μια κατεξοχήν πολιτική προοδευτική ατζέντα. Η όποια συνεργασία και συστράτευση οφείλει να χαρακτηρίζεται από ειλικρίνεια και δέσμευση που θα διασφαλίζει τη μακροημέρευση ενός τέτοιου εγχειρήματος.
Για την αντιγραφή
Δ.Τ.
