Φίλοι, συγγενείς και γνωστοί βρέθηκαν την Παρασκευή 23 Μαΐου στο κοιμητήριο Νέας Σμύρνης για να πουν το τελευταίο «αντίο» στον Αχιλλέα Θεοφίλου. Ο γνωστός μουσικός παραγωγός και πρώην σύζυγος της Χαρούλας Αλεξίου, άφησε την τελευταία του πνοή την Τρίτη 20 Μαΐου, σε ηλικία 79 ετών.

Από τους πρώτους που βρέθηκαν στην κηδεία του προκειμένου να τον αποχαιρετίσουν ήταν η σπουδαία ερμηνεύτρια, μαζί με τον γιο τους, Μάνο, τον οποίο είχαν υιοθετήσει λίγο μετά τον γάμο τους. Παρά τον χωρισμό τους, οι δυο τους διατηρούσαν εξαιρετικές σχέσεις. Η ίδια μάλιστα, μίλησε στις κάμερες για τον πρώην σύζυγό της.

Συγκεκριμένα, δήλωσε: «Τα πάντα μπορείς να πεις για τον Αχιλλέα. Είναι τόσα πολλά. Δεν ήταν απλά ένας παραγωγός. Ήταν ένας άνθρωπος μορφωμένος, ποιητής. Αγαπούσε πάρα πολύ τους τραγουδιστές, τους συνθέτες και τη μουσική. Έδινε όλο του τον εαυτό για να γίνουν αυτά τα τραγούδια. Έζησα μαζί του. Αγαπηθήκαμε πάρα πολύ και παρ’ όλο που χώρισαν οι ζωές μας, τώρα στα τελευταία χρόνια είμαστε πάρα πολύ κοντά σαν μία οικογένεια. Γνώρισα τη φανταστική γυναίκα του, τη Μαρία. Είμαστε αδέρφια και με τον Αχιλλέα και με τη Μαρία».

Ο Γιάννης Πάριος έφτασε μαζί με τον Μίνω Μάτσα στο κοιμητήριο, ενώ σε ερώτηση που δέχτηκε για τον άνθρωπο που τον ανακάλυψε, απάντησε: «Τι να πω; Για τη ζωή μου;».

«Ήταν πολύ φίλος της οικογένειας, πολλά χρόνια συνεργάτης του πατέρα, εν συνεχεία του αδερφού και δικός μου. Ήρθα να του το “αντίο”. Θα θυμάμαι πολλά από εκείνον. Ήταν ο άνθρωπος που με έβαλε πρώτα στη δισκογραφία. ‘Ηταν εκείνος που μίλησε με τον Μάριο Τόκα και κάναμε το “Ψηλά τα χέρια” πριν από 27-28 χρόνια», είπε ο Στέλιος Διονυσίου.

Για τη συνεργασία της με τον Αχιλλέα Θεοφίλου μίλησε και η Μαρίζα Κωχ, η οποία εξέφρασε την ευγνωμοσύνη της απέναντί του και δήλωσε: «Χαιρετάμε σήμερα τον καλό μας φίλο, Αχιλλέα. Για εμένα προσωπικά στάθηκε όχι μόνο καλός φίλος, αλλά και σωστός σε ό,τι προσέφερε στον χώρο της μουσικής, αλλά ιδιαίτερα σε εμένα. Ήταν ο παραγωγός του δίσκου μου “Αραμπάς περνά”. Ήταν πάντα δίπλα μου σε όλα τα χρόνια που δουλέψαμε μαζί, στους περισσότερους δίσκους μου. Ήταν ο άνθρωπος που με άφηνε ελεύθερη, δεν ερχόταν ποτέ να με πιέσει για κάτι και αυτή η ελευθερία που χαρακτηρίζει τη δική μου δουλειά οφείλεται στο ότι και εκείνος πίστευε στη δική μου διαδρομή της μουσικής, αλλά και στο ότι αγαπούσε τη μουσική – τότε ήταν πολύ νέος και υποστήριζε τους νέους».

Ο Αχιλλέας Θεοφίλου (αριστερά) με τον Βασίλη Καρά κ.α. Φώτο: Eurokinissi

Τη θλίψη του για τον θάνατό του εξέφρασε ο Χρήστος Νικολόπουλος. «Ήμασταν και οι δύο άνθρωποι της εποχής. Είναι μια μεγάλη απουσία για τον χώρο της δισκογραφίας. Θα τον θυμάμαι πάντα θετικά και να είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει. Στήριζε πολύ τους καλλιτέχνες. Είναι γνωστό πως ανέδειξε πολλούς, τους ανακάλυψε στα πρώτα τους βήματα. Εγώ έτυχε να παίζω μπουζούκι όταν πρωτοήρθαν όλοι αυτοί. Λυπάμαι», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Αχιλλέας Θεοφίλου: Η ιστορία του ελληνικού τραγουδιού μέσα από το άλμπουμ της ζωής του

Το ημερολόγιο γράφει 1970 όταν ένα 20χρονο μελαχρινό κορίτσι περνά, δειλά – δειλά, την πύλη των ιστορικών στούντιο της Columbia για να κάνει την παρθενική του ακρόαση. Λέει ένα λαϊκό τραγούδι και ο επίσης νεαρός παραγωγός της «ΜΙΝΩΣ», που βρίσκεται εκεί για τις ανάγκες της ηχογράφησης του δίσκου «Ο Νταλάρας τραγουδά Καλδάρα», τη ρωτάει: «Κοριτσάκι μου, ξέρεις να μάς πεις κανένα άλλο τραγούδι;». «Ξέρω» απαντά εκείνη κι αρχίζει να τραγουδά το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι». Μένουν όλοι με το στόμα ανοιχτό. Το κορίτσι ήταν η Χαρούλα Αλεξίου και ο παραγωγός που διέκρινε αμέσως το ταλέντο της και τής άνοιξε τον δρόμο για την τεράστια καριέρα που διέγραψε στη συνέχεια, ο Αχιλλέας Θεοφίλου.

Δεν ήταν, όμως, μόνον η Αλεξίου που ανακάλυψε ο θρυλικός δισκογραφικός παραγωγός, που έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 79 ετών. Δικά του «παιδιά» ήταν και ο Γιάννης Πάριος, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, η Άννα Βίσση και πολλά ακόμα μεγάλα αστέρια του ελληνικού τραγουδιού.

Επιπλέον, ήταν ο άνθρωπος στον οποίο εμπιστεύθηκαν την παραγωγή των δίσκων τους οι μεγαλύτεροι Έλληνες συνθέτες, μεταξύ των οποίων ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Γιάννης Μαρκόπουλος και ο Απόστολος Καλδάρας, ο Δήμος Μούτσης, ο Σταύρος Κουγιουμτζής, ο Γιάννης Σπανός, ο Μάνος Λοΐζoς, ο Θάνος Μικρούτσικος.

Είναι σαφές λοιπόν πως η προσωπική επαγγελματική διαδρομή του Αχιλλέα Θεοφίλου στην ελληνική δισκογραφία ταυτίζεται με ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ιστορίας του ελληνικού τραγουδιού, από το 1970 κι έπειτα. Κι αυτό αποδεικνύεται περίτρανα από τους δεκάδες δίσκους στην παραγωγή των οποίων έβαλε την υπογραφή του, πολλοί εκ των οποίων ιστορικοί: Από τα «18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας», «Αρκαδία 6» και «Της Εξορίας» του Μίκη Θεοδωράκη μέχρι τη «Μικρά Ασία» του Απόστολου Καλδάρα και την «Ιθαγένεια» του Γιάννη Μαρκόπουλου, από τα «Καλημέρα Ήλιε», «Τραγούδια του Δρόμου», «Τα Τραγούδια της Χαρούλας» και «Τα Τραγούδια μας» του Μάνου Λοΐζoυ μέχρι τα «Η ζωή μου κύκλους κάνει» και «Η αγάπη είναι ζάλη» της Χάρις Αλεξίου και «Ξημερώνει» του Αντώνη Βαρδή από τα «Νυχτερίδες κι αράχνες» και «Υπάρχω» του Στέλιου Καζαντζίδη μέχρι το «Τολμώ» της Μαρινέλλας, από τα «Στα ψηλά τα παραθύρια» και «50 Χρόνια Ρεμπέτικο Τραγούδι» του Γιώργου Νταλάρα μέχρι τα «Πιο καλή η μοναξιά», «Τα νησιώτικα» και «Σαν τρελό φορτηγό» του Γιάννη Πάριου κι από τα «Φοβάμαι», «Χαιρετίσματα» και «Χρόνια Πολλά» του Βασίλη Παπακωνσταντίνου μέχρι τα «Λέγε ό,τι θες» και «Δεν πάω πουθενά» του Βασίλη Καρρά…!

Η εξέλιξη του Αχιλλέα Θεοφίλου σε έναν από τους κορυφαίους παραγωγούς της εγχώριας δισκογραφίας μπορεί να μην αποτελούσε εξαρχής στόχο για εκείνον, σε καμία περίπτωση όμως δεν ήταν τυχαία. Γιατί ο νεαρός εκείνος που γεννήθηκε στην Μυτιλήνη, πριν βρεθεί το 1970 στην δισκογραφική εταιρεία ΜΙΝΩΣ, είχε καλλιεργήσει τις γνώσεις του αλλά και τα κοινωνικοπολιτικά αντανακλαστικά του με σπουδές Πολιτικών Επιστήμων στη Γενεύη και Κοινωνιολογίας στο Παρίσι. Εκεί, στην Πόλη του Φωτός, γνώρισε και συνδέθηκε φιλικά με σπουδαίους Έλληνες των τεχνών και των γραμμάτων όπως ο Βασίλης Βασιλικός, ο Νίκος Κούνδουρος, ο Κώστας Γαβράς, ο Δημήτρης Χριστοδούλου, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος και ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. Η σκέψη του, το πνεύμα του και η αισθητική του, δηλαδή, είχαν διαμορφωθεί μέσα από μια παρέα εκλεκτών, σκεπτόμενων και δημιουργικών ανθρώπων.

Γι’ αυτό και ο Μίνωας Μάτσας, δυο μόλις μήνες αφότου είχε πάει στην εταιρεία του προκειμένου να εργαστεί στο γραφείο τύπου, τον έριξε στα βαθιά και τον έβαλε μέσα στα στούντιο, εκεί όπου γραφόταν μουσική ιστορία. Κι απ’ ότι αποδείχτηκε το ένστικτό του ήταν πολύ σωστό μιας και πολύ σύντομα ο Αχιλλέας Θεοφίλου ανέλαβε τη διεύθυνση παραγωγής της εταιρείας.

Χαρισματικός, καλλιεργημένος αλλά και ευγενής και προσγειωμένος, ο Θεοφίλου δεν ήταν ένας απλός παραγωγός αλλά ο ενορχηστρωτής κάθε δισκογραφικής δουλειάς που αναλάμβανε. Καθοδηγούσε τους δημιουργούς ως προς το μουσικό ύφος που θα κινηθούν, τούς υποδείκνυε τους κατάλληλους ερμηνευτές, επέλεγε τους μουσικούς, οσμιζόταν τα νέα ταλέντα και την επιτυχία από χιλιόμετρα.

Το κεφάλαιο Χαρούλα

«Η Χαρούλα είναι η φωνή της προσωπικής μου αλητείας» είχε δηλώσει με νόημα ο ίδιος για τη γυναίκα που σημάδεψε ανεξίτηλα την προσωπική του ζωή αλλά και την επαγγελματική του σταδιοδρομία. «Ο Αχιλλέας Θεοφίλου ήταν, μέντοράς μου. Ο Αχιλλέας με έκανε να αγαπήσω το διάβασμα. Μέχρι τότε είχα την έφεση, αλλά ήμουν κι ένα παιδί απαίδευτο απ’ το σπίτι μου. Ο άνθρωπος αυτός είχε τη γαλλική κουλτούρα, ακούγαμε μαζί μουσική, με μύησε στον Μπρασένς και στον Μπρελ, διαβάζαμε ποίηση. Πολύ μεγάλος έρωτας! Του οφείλω πολλά!» έχει εξομολογηθεί εκείνη.

Από την ημέρα που πρωτοσυναντήθηκαν στην ακρόαση της Columbia οι δρόμοι τους δεν χώρισαν ποτέ. Εκείνος σχεδίασε προσεκτικά τη θεαματική είσοδό της στη δισκογραφία, πρώτα με το τραγούδι – λαϊκό ύμνο «Όταν πίνει μια γυναίκα» κι έπειτα με τη συμμετοχή της στον ιστορικό δίσκο του Απόστολου Καλδάρα «Μικρά Ασία». Εκείνη τον εμπιστεύθηκε απόλυτα κι άφησε στα χέρια του την καριέρα αλλά και τη ζωή της.

Παντρεύτηκαν τον Ιούλιο του 1975 με κουμπάρους τον Μάνο Λοίζο και τον Γιώργο Νταλάρα, υιοθέτησαν τον γιο τους Μάνο, – ο Αχιλλέας είχε αποκτήσει έναν ακόμη γιο από τον γάμο του με την εικαστικό και κόρη του Μίμη Φωτόπουλου, Άννα Φωτοπούλου, τον βάφτισαν Μάνο, δίνοντάς του το όνομα του αδελφικού τους φίλου Μάνου Λοΐζoυ, που μόλις είχε «φύγει», τόσο πρόωρα, και πορεύτηκαν μαζί, στη ζωή και στη μουσική, για 20 ολόκληρα χρόνια. Το διαζύγιο τούς δεν σήμανε και το τέλος της σχέσης τους, η οποία συνεχίστηκε, βαθιά, ουσιαστική και γεμάτη αγάπη. Πάντα στεκόταν ο ένας στο πλευρό του άλλου, ειδικά στα δύσκολα.

Το κλάμα του Καζαντζίδη

Ως αυτόπτης μάρτυρας στις ηχογραφήσεις των μεγαλύτερων ονομάτων του ελληνικού τραγουδιού ο Αχιλλέας Θεοφίλου είχε πολλές ιστορίες να διηγηθεί. Όπως αυτή με τον Στέλιο Καζαντζίδη τον οποίο χαρακτήριζε «μέγιστο των μεγίστων»: Την εποχή που είχε πλέον χωρίσει με τον Καζαντζίδη, η Μαρινέλλα είχε βγάλει ένα τραγούδι που λεγόταν «Οι άντρες δεν κλαίνε». Μετά από λίγο γράφει ο Πυθαγόρας στον Καζαντζίδη έναν στίχο που έλεγε «Όσοι δεν μπόρεσαν, ας τους να λένε, κι όμως κυρία μου οι άντρες κλαίνε». Κάθε φορά που πήγανε να το τραγουδήσει στο στούντιο ο Στέλιος ξεσπούσε σε κλάματα. Είδαν κι έπαθαν για να ολοκληρώσουν την ηχογράφηση.