Η Ευσταθία Σπυροπούλου άφησε ήσυχα την τελευταία της πνοή, σε ηλικία 104 ετών, στο σπίτι της στο Fawkner, στις 16 Ιουλίου 2024. Κι όμως, ακόμα και τώρα, σχεδόν ένα χρόνο μετά, είναι σαν να μη λείπει. Γιατί άνθρωποι σαν την Ευσταθία δεν φεύγουν, ριζώνουν.

Γεννήθηκε στις 10 Ιουνίου 1920 στο χωριό Φλεσιάδα, έξω από την Καλαμάτα, την ώρα που η Ελλάδα σπάραζε από τον πόλεμο στη Μικρά Ασία. Ήταν το δεύτερο από τα έξι παιδιά του Αναστάσιου και της Αθηνάς Αγγελοπούλου. Πρώτη γεννήθηκε η Παναγιώτα, η μεγαλύτερη αδελφή της, και ακολούθησαν τα τρία αδέλφια της – ο Άδωνις, ο Γιώργος και ο Νίκος – ενώ η μικρότερη αδελφή της, η Αρσινόη, ήρθε στον κόσμο 13 χρόνια αργότερα και είναι σήμερα το μόνο από τα αδέλφια της που ζει.

Η Ευσταθία μεγάλωσε μέσα σε αντίξοες συνθήκες. Οι παιδικές της αναμνήσεις είναι δεμένες με ατέλειωτες ώρες δουλειάς στη γη, στο πλευρό της οικογένειάς της, για να εξασφαλίσουν το καθημερινό τους φαγητό. Η Ελλάδα είχε περάσει σχεδόν μια δεκαετία διαρκών πολέμων, και ακόμη και μετά το 1922 η φτώχεια και η ταλαιπωρία συνέχιζαν να βαραίνουν τους ανθρώπους. Η παραμελημένη γη, δεν έδινε εύκολα καρπό, κι έτσι όλοι έπρεπε να βάλουν πλάτη για να τα βγάλουν πέρα.

Η οικογένεια γιορτάζει τα 100ά γενέθλια της Ευσταθίας Σπυροπούλου

Και μόλις άρχισαν να ορθοποδούν, ήρθε το «Κραχ». Η οικογένεια έχασε τις οικονομίες της και τα δύσκολα ξανάρχισαν. Η Ευσταθία αγαπούσε πολύ το σχολείο και τα κατάφερνε περίφημα, όμως χρειάστηκε να το αφήσει για να βοηθήσει στο σπίτι. Παρ’ όλα αυτά, πάντα έλεγε ότι ήταν από τους τυχερούς: είχαν δική τους γη και δεν πείνασαν ποτέ. Η μητέρα της δεν άφηνε κανέναν νηστικό – πάντα υπήρχε ένα πιάτο για όποιον χρειαζόταν.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της παιδικής και εφηβικής της ηλικίας, η Ευσταθία συμμετείχε σε όλες τις δουλειές: φρόντιζε τα ζώα, βοηθούσε στο αμπέλι και στο λιόφυτο, έφτιαχνε τυρί, έβαζε ελιές στην άρμη, φρόντιζε τον λαχανόκηπο, έπλεκε μαλλί, ύφαινε σεντόνια και κουβέρτες στον αργαλειό, φρόντιζε τους παππούδες και τα μικρότερα αδέρφια της. Η δουλειά δεν τελείωνε ποτέ – αλλά υπήρχε αγάπη, γέλιο και ζεστασιά.

Και τότε ξεκίνησε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ήταν μόλις 19 ετών όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στο χωριό της. Όλα τα τρόφιμα κατασχέθηκαν και η καθημερινότητα μετατράπηκε σε αγώνα επιβίωσης. Μαζί με την μεγαλύτερη αδελφή της, προστάτευαν τα μικρότερα αδέλφια τους και τα μετέφεραν στα βουνά για ασφάλεια. Από το ύψωμα όπου είχαν καταφύγει, είδαν με τα μάτια τους το γειτονικό χωριό να καίγεται.

Και ενώ τελείωσε ο πόλεμος, ξέσπασε ο Εμφύλιος. Από το 1944 έως το 1949, πέντε χρόνια όπου αδελφός πολεμούσε αδελφό. Η Ευσταθία ήταν τότε 24 ετών. Για εκείνη, δεν υπήρχαν βόλτες, σινεμά ή διασκέδαση – μόνο επιβίωση.

Η Ευσταθία Σπυροπούλου με τον σύζυγό της Παναγιώτης στο σπίτι τους στο Fawkner

Το 1946 ερωτεύτηκε τον Παναγιώτη Σπυρόπουλο. Δεν περίμεναν να τελειώσει ο πόλεμος – παντρεύτηκαν αμέσως και τον επόμενο χρόνο γεννήθηκε ο πρώτος τους γιος, ο Παύλος. Ήταν ευτυχισμένοι. Όμως, μέσα σε έξι εβδομάδες ο  Παναγιώτης έφυγε στο μέτωπο. Έμεινε μακριά τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Η Ευσταθία ανέλαβε μόνη της τη φροντίδα του παιδιού και το νοικοκυριό. Όταν επέστρεψε, ο Παναγιώτης δεν πίστευε στα μάτια του: τα άδεια ντουλάπια που άφησε πίσω ήταν γεμάτα με αλεύρι, ρύζι, καφέ, φακές, φασόλια. Κανείς δεν δούλευε τόσο σκληρά όσο η Ευσταθία.

Απέκτησε άλλα έξι παιδιά, όλα γεννημένα στο σπίτι, με φυσιολογικό τοκετό και μοναδική βοήθεια μια γειτόνισσα. Πρώτα ήρθαν στον κόσμο οι δύο γιοι, ο Αποστόλης και ο Κώστας, ακολούθησαν τέσσερις κόρες – η Άννα, η Αθηνά, η Γεωργία και η Σταυρούλα – και τελευταίος γεννήθηκε ο μικρός Αναστάσιος.

Είχε έρθει επιτέλους η ειρήνη στην Ελλάδα. Η Ευσταθία και ο Παναγιώτης εργάζονταν αδιάκοπα για να προσφέρουν στα παιδιά τους μια καλύτερη ζωή. Η οικογένεια ήταν δεμένη, κι αυτό φαινόταν σε κάθε στιγμή. Τα βράδια, τα παιδιά μαζεύονταν γύρω από το τζάκι, κουρνιασμένα το ένα δίπλα στο άλλο, και η Ευσταθία τους διηγούνταν ιστορίες – άλλοτε από τα παλιά, άλλοτε βγαλμένες απ’ το μυαλό της, μα πάντα γεμάτες ζεστασιά. Δεν είχαν πολλά παιχνίδια, αλλά δεν τους έλειπε τίποτα. Είχαν τη φύση για αυλή και την αγάπη της μάνας για καταφύγιο.

Το 1964, ακολουθώντας τα βήματα του αδερφού της Γιώργου, που είχε μεταναστεύσει στην Αυστραλία το 1954, η Ευσταθία και ο  Παναγιώτης πήραν τη γενναία απόφαση να ξεκινήσουν μια νέα ζωή στην άλλη άκρη του κόσμου. Επιβιβάστηκαν στο πλοίο «Πατρίς» μαζί με τα επτά τους παιδιά και έφτασαν στη Μελβούρνη τον Οκτώβριο του ίδιου έτους. Δεν ήξεραν λέξη αγγλικά. Το μεγαλύτερο παιδί ήταν 17 ετών και το μικρότερο μόλις 18 μηνών. Κι όμως, με οδηγό την ελπίδα και την αγάπη, τόλμησαν το αδύνατο.

Στην αρχή όλα έμοιαζαν ξένα και δύσκολα – η γλώσσα, οι δρόμοι, ο τρόπος ζωής. Όμως, όπως πάντα, προσαρμόστηκαν γρήγορα. Ο Παναγιώτης βρήκε δουλειά στη Ford και η Ευσταθία σε εργοστάσιο πλακιδίων στο Coburg. Δούλευαν αδιάκοπα, με επιμονή και αξιοπρέπεια, κι έτσι σύντομα απέκτησαν το δικό τους σπίτι, στο νεόδμητο τότε προάστιο, Fawkner. Εκεί έζησε η Ευσταθία τα επόμενα 60 χρόνια. Μετέτρεψε την αυλή σε παράδεισο: δέντρα, λαχανόκηπος, βασιλικός στις γλάστρες και χαμόγελα παντού. Έλεγε πως το Fawkner ήταν ο καλύτερος τόπος στην Αυστραλία – κοντά στο σχολείο, στα μαγαζιά, και κυρίως στον Άγιο Νεκτάριο, την ενορία της.

Μέσα σε πέντε μόλις χρόνια, μαζί με τον Παναγιώτη, κατάφεραν να ανοίξουν ένα milk bar κι ένα καφενείο στην Gaffney Street στο Coburg. Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν με τη γλώσσα, κατάφεραν και προόδευσαν.

Η αείμνηστη Ευσταθία Σπυροπούλου. Φωτογραφίες: Supplied

Το σπίτι τους ήταν πάντα ανοιχτό. Η Ευσταθία δεν άφηνε κανέναν νηστικό. Τα φαγητά της θρυλικά. Οι δίπλες και οι κουραμπιέδες της δεν συγκρίνονταν με κανενός. Ήταν δοτική, γλυκιά, φιλόξενη. Η ζεστασιά της αγκάλιαζε τους πάντες.

Τα παιδιά της μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν, έφυγαν σε άλλα προάστια, αλλά το σπίτι της στο Fawkner έμεινε πάντα το σπίτι όλων. Η καρδιά της οικογένειας. Τα εγγόνια ήρθαν και το γέλιο δεν έλειψε ποτέ. Γιορτές, γενέθλια, Χριστούγεννα, Πάσχα – όλα εκεί, με την Ευσταθία στην κουζίνα, να φροντίζει για όλους, χωρίς ποτέ να πει «κουράστηκα».

Η ζωή της Ευσταθίας ήταν πραγματικά ένα έπος – γεμάτο αγώνες, θυσίες, αλλά και νίκες. Ταξίδεψε πολλές φορές πίσω στην πατρίδα της, τιμώντας τις ρίζες της. Στα 93 της προσκύνησε στα Ιεροσόλυμα, ταξίδεψε στο Παρίσι, και στα 96 της πήγε στην Αμερική, για να αγκαλιάσει την εγγονή της στην Καλιφόρνια και να δει το Σικάγο – την πόλη που κάποτε είχε επισκεφθεί ο πατέρας της. Στα 102 της χρόνια, νόσησε από COVID. Ήταν ανεμβολίαστη, και όλοι πίστεψαν πως είχε έρθει το τέλος. Μα εκείνη, για ακόμη μία φορά, τους διέψευσε. Νίκησε. Επιβίωσε. Όπως έκανε μια ζωή.

Στα 104 της χρόνια, κουρασμένη πια, αποκοιμήθηκε ήσυχα το βράδυ της Δευτέρας 15 Ιουλίου και έφυγε γαλήνια από τη ζωή το πρωί της Τρίτης, 16 Ιουλίου 2024 – όπως ακριβώς έζησε: ήσυχα, με αξιοπρέπεια, γεμάτη αγάπη.

Άφησε πίσω της επτά παιδιά, 22 εγγόνια και 33 δισέγγονα. Ήταν η αρχόντισσα και η ρίζα της οικογένειας. Ο κορμός από τον οποίο φύτρωσαν γενιές. Η φλόγα της δεν έσβησε – καίει ακόμη, χαμηλόφωνα αλλά σταθερά, μέσα σε όλους όσους άγγιξε με την καλοσύνη, τη σοφία και το φως της.

«Αιωνία η μνήμη της αγαπημένης μας Ευσταθίας. Να είναι το χώμα που τη σκεπάζει ελαφρύ – όπως κι εκείνη υπήρξε: ανάλαφρη ψυχή, βαριά παρακαταθήκη αγάπης».