Στις φήμες που θέλουν το μέλλον του αβέβαιο στην Τότεναμ ακόμη και μετά την κατάκτηση του Europa League απάντησε ο Άγγελος Ποστέκογλου, ο οποίος δεν εμφανίστηκε ιδιαίτερα ευχαριστήμενος με τις συνεχείς ερωτήσεις για το αν θα παραμείνει στην Τότεναμ και την επόμενο σεζόν.
Άλλωστε, λίγες ημέρες πριν οδήγησε τους Spurs στην ιστορική κατάκτηση του Europa League και όπως ομολόγησε μετά την ολοκλήρωση της Premier League τού φαίνεται περίεργο πως πρέπει να απαντάει σε ερωτήσεις για την επόμενή του ημέρα.
«Θα είμαι ειλικρινής, μου φαίνεται πολύ περίεργο να μιλάω για το μέλλον μου όταν έχουμε πετύχει κάτι πρωτοφανές. Ένα μέρος μου σκέφτεται ‘γιατί μου κάνουν καν αυτή την ερώτηση;’ Αλλά έτσι έχουν τα πράγματα. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι αυτή μπορεί να αποτελέσει μια πραγματικά καθοριστική στιγμή για αυτόν τον σύλλογο, γιατί όπου κι αν έχω βρεθεί, έχω αφήσει το σημάδι μου, φέρνοντας την επιτυχία σε έναν σύλλογο που δεν την είχε για αρκετό καιρό», είπε αρχικά ο Ποστέκογλου, και στη συνέχεια πρόσθεσε:
«Έκανα κάτι που κανείς δεν πίστευε ότι μπορούσα να κάνω. Και δεν θα έπρεπε να κάθομαι εδώ και να μιλάω για το μέλλον μου. Αυτή την αίσθηση έχω».
ΠΟΣΤΕΚΟΓΛΟΥ, Ο «WOG» ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΜΑΡΑΓΚΟΥ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΗΣ ΤΟΥ ΠΟΥΣΚΑΣ ΠΟΥ ΣΗΚΩΣΕ ΤΟ EUROPA LEAGUE
Για την επιτυχία του Ποστέκογλου, ο Δημήτρης Παγαδάκης γράφει στο «Πρώτο Θέμα»:
Για τους Άγγλους είναι ένας Αυστραλός μάνατζερ της Premier League. Για τους Έλληνες ο πρώτος Έλληνας προπονητής που κατέκτησε ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό τίτλο. Για τους Αυστραλούς, ένας επιτυχημένος συμπατριώτης τους, διάσημος διεθνώς όσο και ο ηθοποιός Ράσελ Κρόου. Για τους οπαδούς της Τότεναμ, ένας ζωντανός θρύλος που μετέτρεψε σε θρίαμβο την καταρρακωμένη τους αυτοπεποίθηση ζωντανεύοντας τα θαμμένα επί δεκαετίες όνειρά τους.
Ο Άγγελος Ποστέκογλου, με ένα όνομα μακρύ και δυσκολοπρόφερτο στους Αγγλοσάξονες -αλλά λες και κουβαλά μέσα του κάτι βυζαντινό, κάτι από τις χαμένες μικρασιατικές πατρίδες-, δεν αναζητά ταυτότητα.
Έχει ρίζες και κληρονομιά για τις οποίες είναι περήφανος. Για τον ίδιο προέχει να τηρεί τις υποσχέσεις του και να δικαιώνεται από την επαλήθευσή τους. Πριν από εννιά μήνες, στη φάση όπου η ομάδα του βολόδερνε αγωνιστικά, είχε δηλώσει ότι πάντα παίρνει κάποιον τίτλο τη δεύτερη σεζόν. Λοιδορήθηκε για εκείνη την «προφητική» εξαγγελία του. Χλευάστηκε για τα άθλια αποτελέσματα της ομάδας που κατέληξε στη 17η θέση του βαθμολογικού πίνακα.
Ωστόσο, η περιβόητη ανακοίνωσή του δεν αντλούνταν από την πίστη του σε κάποιο κάρμα ή σε έναν μεταφυσικό νομό που ευνοεί, τάχα, τον ίδιο με χρονική καθυστέρηση. Κάθε άλλο. Προϋπέθετε μεθοδική δουλειά και συστηματική προσήλωση στην επίτευξη ενός στόχου. Το ‘πε, όμως, και το ‘κανε. Επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά. Δεν χρειαζόταν άλλα πανηγύρια. Σήκωσε χαμογελαστός την κούπα του Europa League, αγκάλιασε το επιτελείο του, έσφιξε το χέρι του ηττημένου αντίπαλου προπονητή, φίλησε με τρυφερότητα τους δύο μικρότερους γιους του, αλλά δεν υπέκυψε στην παρόρμηση να εκτονώσει έξαλλα την πίεση που του ασκήθηκε κατά τη διάρκεια του αγώνα.
Κράτησε την αυτοκυριαρχία του τίμιου, ακαταπόνητου εργάτη των γηπέδων που μόχθησε σκληρά στα ορυχεία της ψυχολογίας για να ξεριζώσει τη μοιρολατρία από τους παίκτες του. Προσπάθησε να σκάψει μια ρωγμή στη ρουτινιάρικη αφήγηση μιας ομάδας που μοιρολογούσε 41 ολόκληρα χρόνια «ξηρασίας» δίχως έναν διεθνή τίτλο. Επιχείρησε να ανοίξει δύο μικρές τρύπες στον τοίχο των γραφείων της διοίκησης των Σπιρουνιών στο Lilywhite House ώστε να προστεθεί ένα ράφι για να ακουμπήσει, επιτέλους, ένα ευρωπαϊκό τρόπαιο.
Και το κατάφερε ο ρεαλιστής, χαμηλού προφίλ, δουλευταράς τεχνικός. Το πέτυχε αυτός ο γεννημένος στη Νέα Φιλαδέλφεια, δύο βήματα από το γήπεδο της ΑΕΚ, 60χρονος προπονητής που ήρθε στα βρετανικά νησιά από την άλλη, τη νότια, άκρη του παγκόσμιου χάρτη.
Ο οποίος έφτασε -αναπάντεχα σχεδόν- πρώτα στη Γλασκόβη και μετά στο Λονδίνο από τη μακρινή Αυστραλία. Εκεί στους αντίποδες, στην ήπειρο των καγκουρό που σαν να την ξέχασαν οι Άγγλοι πρωτοπόροι των γηπέδων όταν πρωτομοίραζαν στην υφήλιο τους κανόνες, τις τεχνικές, τις τακτικές και τα οράματα του ποδοσφαίρου.
Αρχές που έμαθε μεγαλώνοντας στη Μελβούρνη, αυτός ο ακλόνητα δεμένος με τις ελληνικές του ρίζες και περήφανος για την καταγωγή του τεχνικός. Αξίες και κώδικες τους οποίους κουβαλάει με αφοσίωση, συνέπεια και αξιοπρέπεια σε όλη του τη ζωή στους αγωνιστικούς χώρους.
Η ΞΕΝΙΤΙΑ
Πριν από 12 χρόνια το Ελληνικό Μουσείο της Μελβούρνης, που εδρεύει στο συγκρατημένης αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής κτίριο του πρώην Βασιλικού Νομισματοκοπείου της πόλης, φιλοξένησε μια οπτικοακουστική έκθεση με τίτλο «Μέσα από τα μάτια ενός παιδιού», που παρουσίαζε 12 μικρά παιδιά που είχαν μεταναστεύσει από την Ελλάδα, τα οποία αφηγούνταν, ενήλικες και Αυστραλοί πολίτες πλέον, τη ζωή, την ενσωμάτωση και την προκοπή τους στη χώρα που τα φιλοξένησε.
Ανάμεσά τους και ο Άγγελος Ποστέκογλου να ξεχωρίζει σε μια φωτογραφία.
Μόλις πέντε ετών, καστανόξανθος, σοβαρός στην όψη, με ήρεμη μεν έκφραση αλλά σχεδόν αυστηρό βλέμμα, απεικονιζόταν κρατώντας ένα χαρτόνι με το Νο 24, τον αριθμό καταχώρισης της άφιξής του στο λιμάνι της Μελβούρνης.
Η εξιστόρησή του δεν ήταν δραματική. Ήταν απλή και λιτή. Δεν ανήκε όμως σε αυτές τις ιστορίες που ξεχνιούνται. Γιατί μέσα στην απλότητά της ξετυλιγόταν το νήμα της επιμονής, της αφοσίωσης, της δραστήριας ενέργειας ενός παιδιού που προσπάθησε να ανοίξει τον δικό του χώρο. Για να ονειρευτεί και να ορίσει τη μοίρα του.
Ο πατέρας του, επιπλοποιός στο επάγγελμα και παλιός ποδοσφαιριστής της ΑΕΚ Χαλκίδας, Δημήτρης Ποστέκογλου, μαζί με τη μητέρα του Βούλα είδαν κι απόειδαν στην Ελλάδα της χούντας των συνταγματαρχών και πήραν των ομματιών τους για άλλη ήπειρο. Είχαν ήδη κλείσει λίγο μετά το απριλιανό πραξικόπημα του 1967 το μαγαζί με έπιπλα που διατηρούσαν. Άεργοι πια, σε μια ανυπόφορη καθημερινότητα και δίχως έσοδα επιβίωσης της φαμίλιας, μάζεψαν το λιγοστό βιος τους σε δύο βαλίτσες και μετανάστευσαν στις αρχές του 1970 στην Αυστραλία.
Η συμφωνία του 1952 μεταξύ της αυστραλιανής και της ελληνικής κυβέρνησης ενθάρρυνε την προσέλευση μεταναστών για να ενισχύσει τον πληθυσμό και το εργατικό δυναμικό της χώρας. Αναπόφευκτα, έδωσε ώθηση στο μεγάλο κύμα Ελλήνων που έψαχνε μια ευκαιρία προκοπής στην ξενιτιά.
Ο Δημήτρης και η σύζυγός του Βούλα πήραν τα δύο παιδιά τους, τον 5χρονο Άγγελο και τη 10χρονη Λιζ, και έβαλαν πλώρη για Μελβούρνη. Σάλπαραν με το υπερωκεάνιο «Πατρίς» της ναυτιλιακής εταιρείας Χανδρή, που κουβαλούσε τόνους εμπορευμάτων και μια χιλιάδα ψυχές.
Διέσχισαν τον μισό πλανήτη επί έναν μήνα στη θάλασσα, για να φτάσουν με μπόλικες ελπίδες αλλά καμία σιγουριά για το αύριο σε μια χώρα της οποίας δεν μιλούσαν τη γλώσσα, δεν ήξεραν κανέναν, δεν είχαν σπίτι εκεί, ούτε καν δουλειά. Πριν από λίγα χρόνια ο Άγγελος εξομολογούνταν αφοπλιστικά: «Λένε πως οι άνθρωποι πηγαίνουν σε μια ξένη χώρα για μια καλύτερη ζωή. Οι γονείς μου δεν βρήκαν καλύτερη ζωή στην Αυστραλία, πήγαν για να δώσουν στα παιδιά τους ευκαιρίες για μια καλύτερη ζωή».
ΟΙ «WOG»
Το ζευγάρι με τα δύο παιδιά βολεύτηκε αρχικά μαζί με μια άλλη οικογένεια μεταναστών σε ένα σπίτι. Ο πατέρας βρήκε, ως γνώστης της τέχνης, δουλειά σε εργοστάσιο επίπλων και η μητέρα σε φάμπρικα ρούχων. Τα παιδιά πήγαν στο ελληνικό σχολείο, σε μια μεγαλούπολη όπου ζει η μεγαλύτερη κοινότητα της ελληνικής Διασποράς στον κόσμο.
Παρά το μέγεθός του, όμως, ο ξενιτεμένος Ελληνισμός δεν τους απάλλασσε από την αμηχανία στη γειτονιά όταν εισέπρατταν το υποτιμητικό, προκατειλημμένο και κοροϊδευτικό «wog» που απηύθυναν οι Αυστραλοί στους νεοαφιχθέντες από τις μεσογειακές χώρες. Πέρασαν συμμαζεμένα, αν όχι φτωχικά, τα πρώτα χρόνια της μετανάστευσης μέχρι να κάνουν ένα μικρό κομπόδεμα.
Η οικογένεια, με τους γονείς να δουλεύουν ολημερίς, συναντιόταν σε πλήρη απαρτία μοναχά τις αργίες. Τα κυριακάτικα πρωινά στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, τα μεσημέρια σπιτικό φαγητό και το απόγευμα πατέρας και γιος έπαιρναν τον δρόμο για τη συνοικία Αλμπερτ Παρκ, για τους ποδοσφαιρικούς αγώνες στο στάδιο Lakeside της γαλανόλευκης ομάδας Ελλάς Μελβούρνης, που ιδρύθηκε από Ελληνες μετανάστες το 1959.
Εκεί, σε ένα τοπίο διεξόδου από τις σκοτούρες και ζωντανής διασκέδασης, ο Άγγελος έδειξε την έφεσή του στο άθλημα. Αγάπησε το ποδόσφαιρο τόσο ως παιχνίδι όσο και ως γλώσσα διαμεσολάβησης και επικοινωνίας. Ο -Τζιμ πια- Δημήτρης Ποστέκογλου ενθάρρυνε το πάθος του ταλαντούχου μικρού γιου του για την ποδοσφαιρική μπάλα. Του αγόρασε το «μαγικό» τόπι που τόσο λάτρευε. Το κρέμασε στο σχοινί της αυλής στο οποίο η μητέρα του άπλωνε την μπουγάδα και ο μικρός το κλωτσούσε, του έριχνε κεφαλιές, το σούταρε ατέλειωτες ώρες κάθε μέρα. Η Βούλα γκρίνιαζε επειδή λέρωνε τα φρεσκοπλυμένα ασπρόρουχα.
Ο Τζιμ τον έβλεπε και καμάρωνε. Μαζί οι δυο τους ξεκίνησαν να παρακολουθούν ξενυχτώντας -λόγω της διαφοράς 9 ωρών μπροστά από το Λονδίνο- όσα, κατά προτίμηση, αγγλικά ματς έδειχνε η εγχώρια τηλεόραση. Κόλλησαν με τη Λιντς και το «Elland Road», αλλά κυρίως με τη Λίβερπουλ και το «Αnfield». Σύντομα μια αφίσα του Σκωτσέζου Κένι Νταλγκλίς με την κόκκινη φανέλα των Κόκκινων κοσμούσε το δωμάτιο του μικρού Άγγελου.
Στα 12 χρόνια του, ως παίκτης και αρχηγός της σχολικής ποδοσφαιρικής ομάδας του Γυμνασίου Prahran, του προαστίου της Μελβούρνης όπου κατοικούσαν, ψηφίστηκε και εκλέχτηκε ομόφωνα προπονητής! Με τον ίδιο εμπνευσμένο καθοδηγητή στον πάγκο και ταυτόχρονα εκτελεστή των υποδείξεων, συμβουλών και εντολών του εαυτού του στον αγωνιστικό χώρο, η ομάδα του κέρδισε το πρωτάθλημα της ηλικίας Κ12 της Βικτώριας! Δεν υποδυόταν τον κόουτς. Ήταν.
Από πολύ νωρίς, πριν καν την εφηβεία, συλλάβιζε τη δική του πρόταση στην αφήγηση της μετανάστευσης. Με επίκεντρο την προπονητική. Και θεμέλιο άσκησής της το κανονικό, πασίγνωστο παγκοσμίως, ποδόσφαιρο. Δεν φανταζόταν ποτέ ότι περίπου 40 χρόνια αργότερα θα άκουγε συγκινημένος το «Ποστέκογλου» να το φωνάζουν ρυθμικά οι οπαδοί στις κερκίδες του Celtic Park της Γλασκώβης.
Βουρκωμένος, ανταπέδωσε εκδηλωτικά με ενθουσιώδες χειροκρότημα την υμνητική προσφώνηση της εξέδρας. Είχε κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι από τότε που κουβαλούσε τις υποχρεωτικές σιωπές που μόνο οι μετανάστες γνωρίζουν. Είχε πλέον ανοίξει τα φτερά του για άλλες πολιτείες.
ΑΡΧΗΓΟΣ
Από την ηλικία των 9 ετών εντάχθηκε στις ακαδημίες της South Melbourne Hellas. Το γήπεδο έγινε το δεύτερο σπίτι του. Ανέβηκε στην πρώτη ομάδα στα 18 και έπαιξε σε 193 αγώνες στο διάστημα 1984-1993. Ξεχώρισε ως δυναμικός ακραίος αριστερός αμυντικός που έτρεχε σε όλη την πτέρυγα και συχνά σκόραρε. Γεροδεμένος, ευρύστερνος, μαχητικός, διορατικός, με μακρύ κατσαρό μαλλί, πότε με μουστάκι και πότε με μουσάκι, καθιερώθηκε ως ο εμβληματικός αρχηγός της ομάδας και έγινε διεθνής. Ο «Ange», όπως τον φώναζαν, κέρδισε δύο εθνικά πρωταθλήματα της Βικτώριας.
Το δεύτερο το 1991 υπό την καθοδήγηση από τον πάγκο του θρυλικού Φέρεντς Πούσκας. Ο Μαγυάρος «καλπάζων συνταγματάρχης» είχε καθίσει στον πάγκο του συλλόγου το 1989 ύστερα από την προπονητική θητεία του σε ομάδες της Παραγουάης. Καθώς δεν μιλούσε Αγγλικά παρά μόνο κάτι σπαστά Ελληνικά που είχε μάθει κατά το πέρασμά του για μία τετραετία στον Παναθηναϊκό της εποποιίας του Γουέμπλεϊ και αργότερα για μία σεζόν στην ΑΕΚ, ο Άγγελος έκανε χρέη μεταφραστή, ανεπίσημου βοηθού και τακτικά σοφέρ του. Έβλεπε τον Ούγγρο με δέος και θαυμασμό.
Πρώτα γιατί ήταν ποδοσφαιρικό ίνδαλμα του πατέρα του και ακολούθως επειδή πλάι του διδασκόταν την επιθετική φιλοσοφία του στο παιχνίδι. Έμαθε πολλά και χρήσιμα από το «Πάντσο», άντλησε κομμάτια από τη βαθιά και πλούσια ποδοσφαιρική γνώση του μεγαλύτερου σκόρερ όλων των εποχών στην Ευρώπη. Κάποτε θα εφάρμοζε επί του πεδίου όσα αποκόμισε από τη συναναστροφή μαζί του. Τα έφερε έτσι η ζωή ώστε να τα επισπεύσει.
Ένας σοβαρός τραυματισμός στο γόνατο έβαλε πρόωρα τέλος στην ποδοσφαιρική του καριέρα στα 27 του μόλις χρόνια. Έμεινε κοντά στον σύλλογο, που είναι κάτι παραπάνω από ομάδα, προετοιμάζοντας την έναρξη της προπονητικής του καριέρας. Αυτή που ενστικτωδώς είχε διαλέξει από πιτσιρικάς. Ανέλαβε το 1996 τα ηνία της ομάδας, πρόσθεσε καινοτόμες τεχνικές παραλλαγές στη στρατηγική του Πούσκας και κέρδισε δύο πρωταθλήματα. Αποκρυστάλλωσε ένα σεβαστό όνομα στον χώρο και γνώρισε τον έρωτα της ζωής του. Συνδέθηκε με την ελληνικής καταγωγής Γεωργία που εκτελούσε χρέη εμπορικής διευθύντριας στην ομάδα. Παντρεύτηκαν, έφτιαξαν οικογένεια και έφεραν σταδιακά στον κόσμο τα τρία τους αγόρια, τον Τζέιμς, τον Μαξ και τον Αλέξη.
Ήταν τα φεγγάρια όπου η επαγγελματική του σταδιοδρομία εξελισσόταν ραγδαία ανοδικά. Αφού έφερε τη South Melbourne στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων, το 2000, στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας όπου αντιμετώπισε τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του σερ Aλεξ Φέργκιουσον, η φήμη του Ποστέκογλου απογειώθηκε. Του ανατέθηκαν οι εθνικές ομάδες Νέων της Αυστραλίας. Η «σημαία» των τεσσάρων πρωταθλημάτων της South Melbourne Hellas, δύο ως παίκτης και δύο ως προπονητής, αναλάμβανε εθνικά καθήκοντα πλέον.
Η ΠΑΝΑΧΑΪΚΗ
Η αποτυχία όμως να προκριθεί η Κ17 στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2007 τον δοκίμασε σχεδόν εξοντωτικά. Δέχθηκε σκληρή κριτική με αθέμιτα σχόλια σε μια αθλητική εκπομπή στην αυστραλιανή τηλεόραση. Αντέδρασε, υπερασπίστηκε τη δουλειά του ως εκλέκτορας, πείσμωσε, ξέφυγε και λογομάχησε άγρια μπροστά στις κάμερες με τον διάσημο αθλητικό αναλυτή και πρώην ποδοσφαιριστή της αγγλικής Κρίσταλ Πάλας Κρεγκ Φόστερ, γνωστό με το παρατσούκλι «Φόζι». Αυτό το δημόσιο λεκτικό ολίσθημα του πολύκροτου σαματά πληρώθηκε ακριβά από τον «δράστη» του.
Αναγκάστηκε να πάρει τον δρόμο για τη γενέτειρά του.
Τον έφερε τελικά στην Πάτρα και την ιστορική ομάδα της Παναχαϊκής, που αγωνιζόταν τότε στη Γ’ Εθνική, ο πάμπλουτους Ελληνοαυστραλός πρόεδρος και μεγαλομέτοχος της ΠΑΕ Κώστας Μακρής.
Ο δισεκατομμυριούχος ομογενής επιχειρηματίας στον χώρο του αυστραλιανού real estate είχε αγοράσει αντί €900.000 την ομάδα από τον τότε ιδιοκτήτη της Στάθη Μουτζουρούλια. Ο Μακρής στα σχέδιά του για αναζωογόνηση της κοκκινόμαυρης ΠΑΕ περιελάμβανε ως κομβικό παράγοντα για τη λειτουργική αναβάθμισή της τον Ποστέκογλου. Ο ίδιος έφτασε στα πάτρια εδάφη τον Αύγουστο του 2008 καθώς έκλεινε τα 43 του χρόνια.
Στην αχαϊκή πρωτεύουσα και στο Παμπελοποννησιακό Στάδιο αναγνώρισαν αμέσως ένα ευγενικό επαγγελματία που χειριζόταν πολύ καλά την ελληνική γλώσσα. «Παιδί μάλαμα, καθαρό, ντόμπρο, κιμπάρικο παλικάρι, πραγματικός κύριος», έλεγαν οι παρέες των ντόπιων φιλάθλων. Αυτός ο τζέντλεμαν των γηπέδων έμελλε να γνωρίσει εκ του σύνεγγυς τις τοξικές παθογένειες του ελληνικού ποδόσφαιρου.
Ο Μακρής αποχώρησε από την ΠΑΕ και εκχώρησε το 50% των μετοχών της και τη διοικητική ευθύνη της ομάδας στον ποινικολόγο Αλέξη Κούγια. Ο νέος προπονητής δεν θα προλάβαινε να κάνει Χριστούγεννα στην Πάτρα. Στις 21 Δεκεμβρίου του 2008, αμέσως μετά τη λήξη του εντός έδρας αγώνα με το Αιγάλεω, υπέβαλε οριστικά την παραίτησή του και αποχώρησε από την τεχνική ηγεσία. Φημολογείται ότι στο ημίχρονο άνθρωπος του νέου αφεντικού τού ενεχείρισε σημείωμα με τις αλλαγές που έπρεπε να κάνει στη σύνθεση. Το ποτήρι ξεχείλισε με την άκομψη αυτή παρέμβαση. Αλλιώς μαθημένος, ο Ποστέκογλου τα βρόντηξε. Η περιπέτεια στα ελληνικά χώματα έληξε άδοξα.
Η ΙΑΠΩΝΙΑ
Πίσω στην Αυστραλία ο Άγγελος επαναδρομολόγησε την καριέρα του και ξαναεδραίωσε το προπονητικό του όνομα που με θυσίες είχε οικοδομήσει. Υπό την ηγεσία του η Μπρίσμπεϊν Ρόαρ κατέκτησε δύο διαδοχικούς τίτλους πρωταθλήτριας. Οδήγησε την αυστραλιανή εθνική ομάδα των «Socceroos» -ένα προσωνύμιο που συνδυάζει το «soccer» και το «kangaroos»- το 2014 στο Μουντιάλ της Βραζιλίας.
Παρότι η ομάδα του έχασε όλα τα παιχνίδια στο «γκρουπ του θανάτου», με αντιπάλους τις Ισπανία, Χιλή και Ολλανδία, κέρδισε τις εντυπώσεις με το άφοβο επιθετικό της στυλ. Έναν χρόνο αργότερα κατέκτησε με την ίδια ομάδα το Κύπελλο Εθνών Ασίας. Εντάξει, το τουρνουά διεξήχθη στη Αυστραλία, αλλά δεν μείωσε σε τίποτε τη νίκη της επί της Νότιας Κορέας στον τελικό.
Η ομάδα του με τις πρασινόχρυσες φανέλες, αναφορά στα εθνικά φυτά της Αυστραλίας, τον ευκάλυπτο και το χρυσάνθεμο, έπαιξε για τα μέτρα της μπαλάρα. Του πιστώθηκαν από τον κόσμο και τα ΜΜΕ και το θέαμα και το αποτέλεσμα. Οι άλλοτε αρνητικοί στο πρόσωπό του Αυστραλοί τον ευγνωμονούσαν για το έργο του, σωστό άθλο για τα διεθνή αγωνιστικά δεδομένα τους.
Με συνέπεια να πέσουν ξεροί όταν, δύο εβδομάδες μετά την πρόκριση της Εθνικής στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ρωσίας το 2018, παραιτήθηκε από το πόστο του. Παρότι ο συγκρατημένος προπονητής δεν είναι εκδικητικός, ίσως να τους χρώσταγε μια μικρή ρεβάνς για τις αδικίες και τις προσβολές απέναντί του στο παρελθόν. Είχε κιόλας ετοιμάσει τις αποσκευές του για την Ιαπωνία και τη Γιοκοχάμα Φ. Μαρίνος. Στο πηδάλιο της ομάδας την πρώτη χρονιά λίγο έλειψε να την υποβιβάσει.
Ωστόσο τα ανέτρεψε όλα την επόμενη. Ο σύλλογος κατέκτησε το πρώτο του πρωτάθλημα έπειτα από 15 χρόνια. Εν τω μεταξύ, μερίδιο στο μετοχικό κεφάλαιο του ιαπωνικού συλλόγου κατείχε το City Group, με ναυαρχίδα τη Μάντσεστερ Σίτι, μέσω των παραγόντων της οποίας ο Ποστέκογλου καλλιεργεί σχέσεις, συνάπτει δεσμούς και ανιχνεύει επαγγελματικές επαφές με τα αγγλικά ποδοσφαιρικά κλαμπ. Έχει φτάσει το πλήρωμα του χρόνου να εγκαταλείψει το «αγροτικό» του στην Ωκεανία και την Άπω Ανατολή.
ΣΤΗΝ ΓΗΡΑΙΑ ΑΛΒΙΩΝΑ
Το στέριωμά του στη σεισμοπαθή Ιαπωνία λήγει το 2021. Εγκαταλείπει τη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου στη μέση της ποδοσφαιρικής σεζόν και συμφωνεί αντί 2 εκατ. λιρών τον χρόνο να αναλάβει τα «καθολικά αγόρια» της Σέλτικ. Φτάνει στη μουντή Γλασκώβη και βρίσκει το ηθικό και τις προσδοκίες της ιστορικής ομάδας να ξύνουν τον πάτο από τα Τάρταρα. Τα πάει μαύρα χάλια την πρώτη χρονιά. Δεν σαστίζει από την αφόρητη πίεση της ανυπόμονης διοίκησης. Δεν τρομάζει από τις υψηλές απαιτήσεις των βιαστικών φίλαθλων. Ανασταίνει, ως συνήθως, την ομάδα την επόμενη χρονιά.
Την ανταμοιβή για το μεγαλούργημά του την πρόσφερε μεγάθυμα η ενθουσιασμένη μέχρι παραληρήματος κερκίδα του άλλοτε γνωστού γηπέδου με τα ονόματα Parkhead ή Paradise της Γλασκώβης. Το «We Never Stop» έγινε το σύνθημά του. Αναπόδραστα, σχεδόν στον επόμενο τόνο τον προσέγγισε η Τότεναμ.
Του πρόσφερε 5 εκατ. λίρες συμβόλαιο ετησίως, χώρια τα μπόνους, για πάρει τις τύχες της στα δικά του αναμφίβολα αποτελεσματικά χέρια. Το δέλεαρ είναι ισχυρό, το στοίχημα μεγάλο. Δέχτηκε και έγινε ο πρώτος Αυστραλός μάνατζερ στην Premier League. Ή ο πρώτος Ελληνας προπονητής στην ίδια ποδοσφαιρική κατηγορία.
Τι σημασία έχει σε ένα παγκοσμιοποιημένο ποδόσφαιρο με πολυεθνικές ομάδες αν ο προπονητής τους είναι από αυτή ή από την άλλη χώρα. Το βέβαιο είναι ότι ο Άγγελος Ποστέκογλου έχει δύο πατρίδες. Μία που τον γέννησε και μία που τον ανάθρεψε. Αλλά όπως όλοι οι άνθρωποι, διαθέτει μόνο μία καρδιά – στην περίπτωσή του αναμφισβήτητα ελληνική.