Την Τετάρτη, 3 Αυγούστου 1898, ένας μυστηριώδης αρθρογράφος που υπέγραφε ως Pro Bono Publico, έστειλε την παρακάτω επιστολή στην εφημερίδα «Daily Telegraph» με τίτλο «Οι Έλληνες Τσιγγάνοι»:
«Κύριοι, χαίρομαι που μαθαίνω ότι το νομοσχέδιο για τον περιορισμό της μετανάστευσης έχει πλέον γίνει νόμος, και ελπίζω ο κ. Ριντ να μην παραλείψει την παρούσα ευκαιρία να αποτρέψει την εισροή των τσιγγάνων που κατευθύνονται εδώ. Σε μια ελεύθερη χώρα όπως η Αυστραλία, είναι δύσκολο να χαραχτεί η γραμμή για το ποιοι είναι ανεπιθύμητοι ξένοι. Δεν μπορούμε να εξαιρέσουμε αυτούς τους ελεεινούς! Η Αυστραλία πρέπει να είναι ανοιχτό πεδίο για όλο τον κόσμο ανεξαρτήτως χρώματος, με εξαίρεση τη φορολόγηση όλων των ξένων με βαρύ φόρο εισόδου ως εγγύηση ότι είναι νόμιμοι μετανάστες…»
Ο Pro Bono Publico αναφερόταν στην είδηση ότι μια ομάδα τσιγγάνων από την Ελλάδα είχε πρόσφατα αποβιβαστεί στον όρμο Largs της Νότιας Αυστραλίας από το γαλλικό πλοίο Ville de la Ciotat στις 20 Ιουνίου 1898 και είχαν στήσει καταυλισμό στους παρακείμενους αμμόλοφους. Η ομάδα αυτή, που αποτελούνταν από επτά άντρες, έξι γυναίκες και δώδεκα παιδιά, υποστήριζε ότι ήταν πρόσφυγες από τη Λάρισα της Θεσσαλίας, που είχαν φύγει λόγω του ελληνοτουρκικού πολέμου, κατά τον οποίο ισχυρίζονταν ότι τα σπίτια τους είχαν καεί από τις οθωμανικές δυνάμεις.
Η άφιξη των τσιγγάνων προκαλούσε απορία στους ντόπιους και η εξωτική και κάπως ταλαιπωρημένη εμφάνισή τους ώθησε τον τοπικό Τύπο να κάνει ενδιαφέρουσες υποθέσεις για την εθνοτική τους προέλευση. Η εφημερίδα «South Australian Register» στις 23 Ιουνίου 1898 σχολίασε:
«Η ομάδα των υποτιθέμενων Ελλήνων και Ασσυρίων εξακολουθεί να κατασκηνώνει στον όρμο Largs και το ασυνήθιστο θέαμα προσελκύει το ενδιαφέρον όλων. Από την άφιξή τους, αρκετοί διερμηνείς ξένων γλωσσών τους έχουν επισκεφθεί και το συμπέρασμα φαίνεται να είναι ότι πρόκειται για φυλή περιπλανώμενων τσιγγάνων. Οι αντιφατικές τους δηλώσεις δυσκολεύουν στο να κατανοήσουμε ακριβώς την υπόθεσή τους. Λένε ότι άλλες φυλές έχουν φύγει από τη χώρα τους λόγω του προδοτικού Τούρκου…
Το βράδυ της Τετάρτης, ο κ. C. H. Wilkin, ως πρώην επίτιμος Πρόξενος της Ελλάδας, δήλωσε ότι είχε καταφέρει να πάρει ένα έγγραφο από τον επικεφαλής της Αστυνομίας με οδηγίες προς τους αστυνομικούς της Αποικίας Νότιας Αυστραλίας να παρέχουν κάθε δυνατή βοήθεια στους ανθρώπους κατά το ταξίδι τους».
Η «South Australian Register» ανέφερε ότι η ομάδα σκόπευε να φτάσει με τα πόδια στη Μελβούρνη και ήταν πρόθυμη να δεχτεί προσφορές εργασίας καθ’ οδόν. Επίσης, δημοσίευσε τις παρατηρήσεις ενός ανταποκριτή που με ποιητικό ύφος περιέγραφε τη μοίρα των Ελλήνων στον πρόσφατο πόλεμο, για να προκαλέσει συμπάθεια στο κοινό προς τους νεοαφιχθέντες:
«Στους αμμόλοφους κοντά στον σταθμό του όρμου Largs έχουν στήσει έναν τσιγγάνικο καταυλισμό. Τέσσερις ή πέντε πρόχειρες σκηνές —απλά καταφύγια από καραβόπανο υποστηριζόμενα από κολόνες και ανοιχτά από τη μία πλευρά, προσφέροντας λίγη προστασία από τον άνεμο και την κακοκαιρία και καθόλου από το κρύο— στέκονται στην κορυφή ενός θάμνου και γύρω κινούνται παράξενες, άγνωστες φιγούρες, ντυμένες με κουρελιασμένες ενδυμασίες άγνωστης εθνικής προελεύσεως, κάποιες από αυτά δώρο των κατοίκων του Largs, αλλά με μια κάποιες πινελιές χρώματος — τα κόκκινα καπέλα των αντρών, τα πλεξουδάκια και τα κόκκινα μαντίλια των γυναικών — που τα καταστούν εντυπωσιακά και γραφικά.
Το πρωί ήταν κρύο και κατά τη διάρκεια της νύχτας παγωνιά, και ήταν λυπηρό να τους βλέπει κανείς να μαζεύονται σε μικρές ομάδες στους ψηλότερους λόφους, προσπαθώντας να ζεσταθούν στον ήλιο. Κάποιοι πήγαν στον σταθμό ζητώντας ελεημοσύνη στα ελληνικά και στα σπαστά αγγλικά, συνοδεύοντας τα παρακάλια τους με διάφορες χειρονομίες, ενώ μια δραματική κίνηση με το χέρι κατά μήκος του λαιμού τους απαντούσε στο ερώτημα γιατί είχαν φύγει από τη χώρα τους».
Εξήγησαν στον ανταποκριτή ότι είχαν πληρώσει τα ναύλα τους για το Σύδνεϋ και πίστευαν ότι θα μπορούσαν να διαβούν πεζοί γρήγορα από το σημείο αποβίβασής τους στον προορισμό τους.
Παρά την αρχική συμπάθεια που εκδήλωσαν οι ντόπιοι κάτοικοι προς τους αφιχθέντες, αυτή άρχισε γρήγορα να φθίνει. Στις 14 Ιουλίου 1898 η εφημερίδα «Sydney Morning Herald» ανέφερε ότι η άφιξή τους στην πόλη Mannum προκάλεσε αναστάτωση και πολλά επεισόδια:
«Οι Έλληνες Τσιγγάνοι που έφτασαν στην αποικία μας πριν λίγο καιρό βρίσκονται τώρα στο Mannum, στον ποταμό Murray. Ήρθαν με άμαξα τεσσάρων αλόγων από το Mount Pleasant, προσφορά των κατοίκων της περιοχής αυτής. Οι κάτοικοι του Mannum προτίθενται να συλλέξουν ένα ποσό για να πληρώσουν το πέρασμα των επισκεπτών από τη γέφυρα του Murray, θέλοντας να ξεφορτωθούν τους επισκέπτες. Αναφέρονται επίσης επιθέσεις και διαρρήξεις. Ένας νεαρός, καθώς περπατούσε χθες το βράδυ προς το σπίτι του, δέχθηκε επίθεση στο North Park Lands, αλλά κατάφερε να αμυνθεί και διαφύγει όταν εμφανίστηκαν άλλοι δύο δράστες. Ο Henry William Jones, παντοπώλης στο Bowden, εντόπισε δύο άντρες να προσπαθούν να διαρρήξουν το σπίτι του και όταν τους ανακάλυψε αυτοί τράπηκαν σε φυγή. Κλάπηκαν επίσης αρκετές σακούλες με αλεύρι και πατάτες από έναν έμπορο πίτουρου, τον Clement».
Η ανατρεπτική φύση της προόδου των Τσιγγάνων ενισχύθηκε από τους δημόσιους προβληματισμούς στη Νότια Αυστραλία ότι η υπάρχουσα νομοθεσία δεν εμπόδιζε την ανεπίσημη άφιξη και εγκατάστασή τους στην Αποικία. Για τον λόγο αυτό, οι Αρχές έσπευσαν να τους προωθήσουν στη Μελβούρνη και χιλιάδες συγκεντρώθηκαν για να τους δουν, χαρακτηρίζοντας έναν ηλικιωμένο άντρα εβδομήντα δύο ετών και τη γυναίκα του ως «Βασιλιά και Βασίλισσα των Ελλήνων Τσιγγάνων».
Στη Βικτώρια, με τη φήμη τους να τους προηγείται, η άφιξή τους αντιμετωπίστηκε με ανοιχτή εχθρότητα. Η εφημερίδα «Leader» σχολίασε στις 6 Αυγούστου 1898:
«Οι ανεπιθύμητοι δήθεν “Έλληνες πρόσφυγες” που κατευθύνονται εδώ από τη Νότια Αυστραλία, έχουν φτάσει μέχρι το Murtoa. Πηγαίνουν σταδιακά, ακολουθώντας το δόγμα του Ναπολέοντα να ζουν εις βάρος του εχθρού. Κάθε κωμόπολη συνεισφέρει για να τους στείλει παρακάτω, για να ξεφορτωθεί ένα πιθανό βάρος στους ώμους του γείτονα… Είναι συνολικά είκοσι τρεις στον αριθμό, και φαίνονται δυστυχείς, λιμασμένοι και κακοθρεμμένοι. Είναι επίμονοι ζητιάνοι και ανεπιθύμητοι επισκέπτες».
Φαινόταν να επικρατούσε απογοήτευση για το ότι οι Τσιγγάνοι παρουσίαζαν μια άσχημη και ταλαιπωρημένη, αντί για εξωτική εμφάνιση: «Το κεφάλι των γυναικών καλύπτεται από ένα χρωματιστό μαντίλι. Δεν έχουν εθνική φορεσιά, επειδή είναι “πολύ φτωχές”, όπως είπαν, όταν τους ζήτησαν να φορέσουν εθνικές ενδυμασίες».
Η άφιξη της ομάδας απασχόλησε επίσης τη Βουλή της Βικτώριας, όπου τέθηκαν ερωτήσεις για το πώς θα μπορούσαν να τους διώξουν. Ο τότε πολιτειακός πρωθυπουργός Sir George Turner απήντησε ότι αν ένα πρόσφατα συζητηθέν νομοσχέδιο ίσχυε ήδη, αυτοί θα είχαν αποτραπεί από το να εισέλθουν στη Βικτώρια, «αλλά επειδή είναι ήδη εδώ, θα τους αντιμετωπίσουμε όπως κάθε εγχώριό μας ζητιάνο».
Ωστόσο, η ομάδα που ήταν πιο έντονα αντίθετη στην άφιξη των τσιγγάνων ήταν οι Έλληνες της Μελβούρνης. Κύριο μέλημά τους ήταν να αρνηθούν ότι οι Τσιγγάνοι ήταν Έλληνες, να αποστασιοποιηθούν πλήρως από αυτούς και να καλέσουν τον κόσμο να μην τους επιδείξει καμία συμπάθεια, επιείκεια ή οίκτο. Περίπου ενενήντα τέσσερις από αυτούς, με επικεφαλής το ιδρυτικό στέλεχος της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Μελβούρνης, Αντώνιο Λεκάτσα, και τον Δ. Αρσένη, δημοσίευσαν στην εφημερίδα «Argus» επιστολή στις 8 Αυγούστου 1898, στην οποία δήλωναν εμφατικά:
«Εμείς, οι κάτωθι υπογεγραμμένοι Έλληνες της Μελβούρνης, επιθυμούμε μέσω των σελίδων σας να διαμαρτυρηθούμε έντονα κατά του προσδιορισμού των Τσιγγάνων που εμφανίζονται τώρα στην πόλη αυτή ως Έλληνες. Κανείς και καμία από αυτούς δεν χαίρουν ελληνικής υπηκοότητας ούτε προέρχονται από ελληνικά εδάφη ούτε τελούν υπό την προστασία της Ελλάδας… Είναι μέλη της διαβόητης αδελφότητας ζητιάνων που επιτίθενται σε περιοχές των Βαλκανίων, από τις οποίες προέρχονται οι Τσιγγάνοι που προσφάτως εμφανίστηκαν. Όσο για τη συμμετοχή τους στον πρόσφατο ελληνοτουρκικό πόλεμο, αυτό είναι παντελές ψέμα, όπως και τα τραύματα που κάποιοι δείχνουν».
Ενδιαφέρον έχει η υπόθεση των συντακτών της επιστολής ότι αν ήταν Έλληνες, θα δικαιούνταν κάποια συμπάθεια, αλλά και ο υποδηλωμένος τους φόβος ότι η σύνδεση των Τσιγγάνων με τους ήδη υπάρχοντες Έλληνες της Μελβούρνης θα υπονόμευε ανεπανόρθωτα το κύρος τους στα μάτια των Αυστραλών. Γι’ αυτό τον λόγο επέμειναν:
«Οι άνθρωποι που βρέθηκαν εδώ δεν είναι οι φτωχοί, καταδιωκόμενοι πρόσφυγες που αξίζουν κάθε οίκτο, όπως νόμισαν αρχικώς οι αναγνώστες σας. Βρίσκονται απλώς σε μια αποστολή για να βγάλουν χρήματα. Ας καταλάβουν οι αναγνώστες σας ότι οι Τσιγγάνοι δεν είναι Έλληνες και δεν αξίζουν τη συμπάθειά τους. Αν ήταν πράγματι Έλληνες, δεν νομίζετε ότι εμείς και οι συμπατριώτες μας θα τους βοηθούσαμε και δεν θα τους αφήναμε να περιφέρονται από πόλη σε πόλη, όπως συνέβη, μέχρι να τους αναλάβει κάποιος επιχειρηματίας; Θα τους είχαμε ήδη περιθάλψει, αν ήταν Έλληνες ή άξιοι βοήθειας. Αλλά δεν μπορούμε να ανεχθούμε να έρχονται εδώ για να βγάλουν χρήματα και να παρουσιάζονται ως δικοί μας, ενώ δεν είναι».
Άλλα μέλη της ελληνικής παροικίας συνέγραψαν παρόμοιες επιστολές για να ενημερώσουν το κοινό της Βικτώριας ότι οι Τσιγγάνοι ήταν στην πραγματικότητα Βούλγαροι, χωρίς όμως να παρουσιάσουν στοιχεία. Σε αντίθεση με αυτούς τους ισχυρισμούς έρχεται η όψιμη μαρτυρία του επιχειρηματία της Μελβούρνης, Αλέξανδρου Μανιάκη, ο οποίος σε συνέντευξή του υποστήριξε ότι μετά την αποχώρησή τους από τη Βικτώρια οι Τσιγγάνοι περιόδεψαν εκτενώς στη Νέα Νότια Ουαλία, βελτιώνοντας κατά πολύ την οικονομική τους κατάσταση. Συγκεκριμένα, παρατήρησε:
«Κατέχουν ελληνικά διαβατήρια και μιλούν τη γλώσσα, κάπως ατελώς. Οι νεότεροι, μερικοί από τους οποίους γεννήθηκαν στη Θεσσαλία, μιλούν καλύτερα Ελληνικά».
Το επόμενο σχόλιό του, όμως, είναι καθοριστικό:
«Οι αληθινοί Έλληνες δεν φεύγουν ποτέ από τη πατρίδα τους μαζί με τις οικογένειές τους».
Η τελική τύχη των Τσιγγάνων δεν είναι γνωστή. Μετά από διαμονή περίπου τριών χρόνων στην Αυστραλία εξαφανίζονται χωρίς ίχνη, αν και ο ιστορικός Hugh Gilchrist υποστήριζε ότι ίσως να συνέχισαν το ταξίδι τους προς το Σαν Φρανσίσκο. Η σύντομη παραμονή τους στην Αυστραλία φαίνεται ότι ενίσχυσε τις συζητήσεις γύρω από τους νόμους για τη μετανάστευση στις διάφορες Αποικίες, αλλά και ώθησε την ελληνική παροικία της Μελβούρνης να ορίσει -ή μάλλον να περιορίσει- τον τρόπο με τον οποίον πρόβαλε ή αντιλαμβανόταν την ταυτότητά της, με τρόπους πρωτόγνωρους και καθόλου συμπεριληπτικούς.