Στις αγγελίες θανάτου που δημοσιεύονται στον «Νέο Κόσμο», συχνά κρύβονται ιστορίες ζωής που δεν έφτασαν ποτέ στο φως της δημοσιότητας, αλλά αξίζουν να ειπωθούν.

Πίσω από έναν τόπο καταγωγής ή μια εντυπωσιακή ηλικία, βρίσκονται άνθρωποι της διπλανής πόρτας με διαδρομές γεμάτες σιωπηλές μάχες, ξεριζωμό, απώλειες και αξιοθαύμαστη επιμονή.

Μια τέτοια περίπτωση είναι κι εκείνη της Αικατερίνης (Κατερίνας) Παπαδοπούλου – μιας γυναίκας που «έφυγε» στα 101 της χρόνια, έχοντας ζήσει μια φαινομενικά απλή, μα γεμάτη ουσία ζωή.

Τα τελευταία της χρόνια, χτυπημένη από την άνοια, η μνήμη της την εγκατέλειψε, κι έτσι δεν μπορούσε να διηγηθεί στους δικούς της με ακρίβεια την πορεία της.

Σκόρπιες και αποσπασματικές ιστορίες για ανθρώπους, τόπους και στιγμές. Όμως, η νύφη της, η Γεωργία, συγκέντρωσε με φροντίδα τα θραύσματα αυτής της ζωής. Κι αν δεν μπόρεσε να μας δώσει ακριβείς ημερομηνίες ή τοποθεσίες, μας χάρισε κάτι πολύ πιο πολύτιμο: τη βαθιά ανθρώπινη ουσία μιας ύπαρξης που κύλησε αθόρυβα, αλλά όχι ασήμαντα.

Το ζεύγος Παπαδοπούλου

Η Κατερίνα καταγόταν από οικογένεια Ελληνοποντίων της Ρωσίας. Ήταν μια οικογένεια καλά αποκατεστημένη, που ζούσε με άνεση και ευημερία.

«Ήταν αθλήτρια του καλλιτεχνικού πατινάζ, κάτι που αγαπούσε πάρα πολύ», λέει στον «Νέο Κόσμο» η Γεωργία.

Ωστόσο, η γεμάτη φως και ανεμελιά παιδική ηλικία, της πεθεράς της, έμελλε να σβήσει απότομα όταν ο παππούς της Κατερίνας πήρε την καθοριστική απόφαση να επιστρέψουν στην Ελλάδα.

Όχι από ανάγκη ή καταπίεση, αλλά από πίστη στην πατρίδα. Ήθελε τα παιδιά και τα εγγόνια του να μεγαλώσουν «εκεί που ανήκουν».

Η Κατερίνα ήταν τότε μόλις εννέα χρονών. Και κάπου εκεί, στα σύνορα δύο πατρίδων, η μοίρα άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο – πιο σκληρό.

Η οικογένεια εγκαταστάθηκε στον Κορινό της Κατερίνης. Ό,τι είχαν χτίσει στη Ρωσία έμεινε πίσω. Δεν επιτρεπόταν να πάρουν τίποτα μαζί τους. Μόνο τις μνήμες. Και ίσως –ποιος ξέρει;– λίγη ελπίδα.

Γιατί, σύμφωνα με μια οικογενειακή ιστορία, πίσω από τα κάδρα του παλιού αρχοντικού τους είχαν κρύψει δέσμες με χρήματα. Μια υπόσχεση πως ίσως μια μέρα θα γύριζαν. Μια σιωπηλή δήλωση πίστης πως τίποτα δεν χάνεται οριστικά.

Η Κατερίνα Παπαδοπούλου ποζάρει περήφανη με τα έξι εγγόνια της

Στην Ελλάδα τους περίμενε η φτώχεια, η ανέχεια, η δυσπιστία. Η μητέρα της Κατερίνας δεν άντεξε τις κακουχίες. Έφυγε από τη ζωή στα τριάντα της χρόνια, αφήνοντας τα παιδιά της ορφανά. Ο πατέρας ξαναπαντρεύτηκε για να μπορέσει να συνεχίσει τη φροντίδα τους. Τα χρόνια πέρασαν μέσα από τις σκιές, αλλά η Κατερίνα, δυνατή και αθόρυβη, προχώρησε.

Παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Παπαδόπουλο και απέκτησαν δύο γιους, τον Λάζαρο (σύζυγο της Γεωργίας) και τον Αχιλλέα. Έζησαν δύσκολα, μα δεμένοι. Όλοι μαζί, σε ένα σπίτι, με υπομονή και επιμονή. Τα πεθερικά της είχαν ανοίξει καφενείο στον Πλαταμώνα (ή στον Κορινό – η Γεωργία δεν είναι σίγουρη) – μια οικογενειακή επιχείρηση που πήγαινε καλά, μέχρι που ο ιδιοκτήτης του ακινήτου, με τον οποίο –όπως συνηθιζόταν τότε– δεν υπήρχε κάποιο επίσημο συμβόλαιο, αποφάσισε να τους διώξει από τον χώρο. Ήταν η εποχή που ακουγόταν πως η ΔΕΜΕ στέλνει μετανάστες στην Αυστραλία. Και έτσι, πήραν την απόφαση να φύγουν όλοι μαζί για το Νότο.

Το 1969 η Κατερίνα και η οικογένειά της έφτασαν στη Μελβούρνη και εγκαταστάθηκαν στο Footscray. Ο σύζυγός της και ο αδελφός του βρήκαν δουλειά στα ελαστικά Dunlop, όμως εκείνη, λίγο μετά την άφιξή τους, χτυπήθηκε σοβαρά από αυτοκίνητο.

Το ατύχημα αυτό της στέρησε τη δυνατότητα να εργαστεί, φέρνοντάς την –για ακόμη μία φορά– αντιμέτωπη με την αδικία της ζωής.

Μιας ζωής που τη «χτύπησε» ξανά και ξανά, χωρίς να καταφέρει να την ρίξει. Έζησε απώλειες που θα λύγιζαν άλλους. Έχασε τον άντρα της, τους δύο γιους της, κι έναν εγγονό. Κράτησε μέσα της όσα δεν λέγονται, βουβά και καρτερικά, σαν να τα ‘χε φυλάξει σε κάποιο εσωτερικό εικονοστάσι. Δεν παραπονέθηκε, δεν διαμαρτυρήθηκε, δεν ζήτησε παρηγοριά. Ήταν πάντα εκεί — ήσυχη, γαλήνια, με το βλέμμα στραμμένο στο φως της κάθε μέρας. Κι όσο κι αν η ζωή τής στέρησε τόσα, εκείνη δεν της γύρισε την πλάτη. Την έζησε μέχρι τέλους, με αξιοπρέπεια. Σαν γυναίκα που ήξερε πως η δύναμη δεν κραυγάζει. Σιωπά. Και αντέχει.

 

Στα τελευταία της χρόνια πάλεψε με την άνοια. Και κάποιοι λένε –ίσως όχι άδικα– πως αυτό ήταν και μια μορφή λύτρωσης. Να μη θυμάται, να μη νιώθει τον πόνο των απωλειών, να μείνει μόνο με τις γαλήνιες εικόνες που διαλέγει η μνήμη όταν θέλει να μας προστατεύσει.

Η Κατερίνα Παπαδοπούλου έφυγε στα 101 της. Ήσυχα. Αθόρυβα, όπως έζησε. Μα η σιωπή της κουβαλάει μέσα της το βάρος μιας ολόκληρης εποχής, μιας ζωής γεμάτης θυσίες, απώλειες, μα και αξιοπρέπεια. Η μνήμη της ζει μέσα από εκείνους που την αγάπησαν – και σήμερα τη θυμούνται, όχι με δάκρυ, αλλά με σεβασμό.

Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα την σκεπάσει. Και ας βρει, κάπου εκεί όπου δεν υπάρχουν πια απώλειες και πόνος, τον άντρα της, τα παιδιά της, και τον εγγονό που τόσο της έλειψαν…

Η Κατερίνα και ο Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος
Ο Κωνσταντίνος και η Κατερίνα Παπαδοπούλου με τον γιο τους Λάζαρο και τα εγγόνια τους σε παλιές ευτυχισμένες στιγμές, πριν η απώλειες χτυπήσουν την οικογένεια