Η Bonegilla και οι πολυπλοκότητa της μνήμης

"Το ταξίδι μου στη Bonegilla την περασμένη εβδομάδα ήταν γλυκόπικρο για μένα. Ο σύζυγός μου κι εγώ πήγαμε με το τρένο – περνώντας από το ίδιο τοπίο, περπατώντας μέσα από τα ίδια κτίρια και χώρους – όπως ακριβώς είχαν κάνει οι αείμνηστοι γονείς μου πριν από 70 χρόνια"...

Η Bonegilla (Μπονεγκίλλα) καταλαμβάνει μια πυκνή σε περιεχόμενο και περίπλοκη θέση στο πάνθεο των αναμνήσεών μου! Οι γονείς μου έμειναν στην Μπονεγκίλλα για περίπου μια εβδομάδα τον Αύγουστο του 1955. ‘Όταν ήμουν μικρή και τό ‘φερνε η κουβέντα τους ρωτούσα τι ακριβώς ήταν αυτή η ‘Μπονεγκίλλα’, και που απαντούσαν ότι ήταν απλώς ένα στρατόπεδο στο οποίο έπρεπε να μείνουν για ένα μικρό χρονικό διάστημα . Όταν τους ρωτούσα για να μάθω πώς κατέληξαν εκεί, απέφευγαν τη συζήτηση λέγοντας ότι έτσι ήταν τα πράγματα τότε και ότι ήταν πολύ ευτυχισμένοι εκεί επειδή ήταν μαζί, και είχε ο ένας τον άλλον, και αυτό ήταν το μόνο που είχε σημασία.

Ο πατέρας μου θυσίασε την αγάπη του για την πατρίδα του για να ταξιδέψει στο πιο μακρινό σημείο από την Ελλάδα που μπορούσε να βρει. Καταγόταν από οικογένεια βοσκών. Η μητέρα μου καταγόταν από μια οικογένεια με ειδικευμένους τεχνίτες, αστυνομικούς, δημοσιογράφους και ιερείς, που είχαν μεταφερθεί από την Αθήνα στον Αλμυροπόταμο – ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό στην νότιο Εύβοια – όπου η γιαγιά μου είχε κληρονομήσει ένα μικρό σπίτι. Ο παππούς μου ήταν μάστορας, μαραγκός στο επάγγελμα, στον Αλμυροπόταμο καθώς και στα γύρω χωριά, και η οικογένειά του θεωρούνταν από τις πιο καλές και έντιμες στο χωριό. Εν τω μεταξύ, ο πατέρας μου είχε ερωτευτεί παράφορα τη μεγαλύτερη κόρη τους. Η οικογένεια της μητέρας μου δεν ενέκρινε αυτή τη σχέση και όταν τους απαγόρευσαν να παντρευτούν στο χωριό, οι γονείς μου διέσχισαν την θάλασσα σ’ ένα περιπετειώδες ταξίδι με ένα ψαροκάικο, κατέφθασαν στην Αθήνα, παντρεύτηκαν εκεί και, λίγο αργότερα, έφυγαν για την Αυστραλία τον Ιούλιο του 1955.

Φώτο:Πανεπιστήμιο La Trobe

Έτσι, η Μπονεγκίλλα παρέμεινε στην φαντασία μου σαν ένας τόπος ηλιόλουστος που πρόσφερε καταφύγιο στους ταλαιπωρημένους γονείς μου. Αλλά, όπως είχε τονίσει η Βιρτζίνια Γουλφ, είναι τα λογοτεχνικά κείμενα που αποκαλύπτουν την αλήθεια ή, τουλάχιστον, διευκολύνουν στο να βγει αυτή η αλήθεια στην επιφάνεια. Στην προκειμένη περίπτωση το εν λόγω λογοτεχνικό κείμενο ήταν ένα θεατρικό έργο, μια δραματική αναπαράσταση.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 έγινα μέλος του θεατρικού θίασου της Τες Λυσσιώτη. Το πρώτο έργο, «Θα πάω στην Αυστραλία και θα φορέσω καπέλο», που εξερευνούσε τη μεταπολεμική μετανάστευση των Ελλήνων στην Αυστραλία, σημείωσε εκπληκτική επιτυχία. Ενθουσιασμένη από αυτό, η Τες Λυσσιώτη αποφάσισε στη συνέχεια να ανεβάσει ένα έργο για την Μπονεγκίλλα, με τον ειρωνικό τίτλο «Ξενοδοχείο Μπονεγκίλλα», που θα παρουσίαζε τις συνθήκες που οδήγησαν στις εξεγέρσεις των μεταναστών της δεκαετίας του 1950 και του 1960. Μας ζήτησε να βρούμε άτομα που είχαν μείνει στο στρατόπεδο και να τους πάρουμε συνεντεύξεις, καθώς αυτό θα έκανε τους διαλόγους μας πιο ζωντανούς. Θυμάμαι ότι ένιωθα σαν να βίωνα μια εξωσωματική πραγματικότητα. Αντί για καταφύγιο, η Τες μας μιλούσε για τη σύγχυση, την πολιτισμική και γλωσσική απομόνωση και τη γενική απελπισία που κυριαρχούσε στη Μπονεγκίλλα, που – εκείνη την εποχή – βρισκόταν σε απόσταση πάνω από 5 ώρες μακριά από τη Μελβούρνη, στην ερημιά.

Είναι περιττό να πω ότι άρχισα να τοποθετώ αυτή την εμπειρία των γονέων μου στο πλαίσιο των κρυφών τραυματικών εμπειριών που βρίσκονται στην καρδιά της μετανάστευσης. Σιγά σιγά άρχισαν οι γονείς μου να μοιράζονται μαζί μου κάποιες πικρές αλήθειες.

Μετά από ένα πραγματικά φρικτό ταξίδι με το πλοίο Skaugum, όπου οι άνδρες και οι γυναίκες ήταν χωρισμένοι σε άβολους και άθλιους κοιτώνες σε ξεχωριστά διαμερίσματα του πλοίου – και κατά τη διάρκεια του οποίου η μητέρα μου παραλίγο να πεθάνει από υποσιτισμό – έφτασαν τελικά στο Λιμάνι της Μελβούρνης. Μερικοί μακρινοί συγγενείς της μητέρας μου είχαν ήδη εγκατασταθεί στη Μελβούρνη πριν από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ένας από τους οποίους – ο ξάδερφός της, νεαρός και ελεύθερος – τους περίμενε. Κατά την αποβίβαση, αυτός ο ξάδελφος, επειδή γνώριζε λίγα Αγγλικά, τους ενημέρωσε ότι έπρεπε οπωσδήποτε να πάνε στη Μπονεγκίλλα αν ήθελαν να βρουν δουλειά σε αυτή τη χώρα. Δεν τους δόθηκε άλλη επιλογή. Ο ξάδερφος, βλέποντας πόσο φοβήθηκε η μητέρα μου, τους υποσχέθηκε ότι θα ταξίδευε στη Μπονεγκίλλα το επόμενο Σαββατοκύριακο για να ελέγξει ότι ήταν όλα καλά.

Σοφία και Θεόδωρος Ντούνης Αθήνα 1954.

Οι γονείς μου δεν είχαν κανένα πρόβλημα με το δωμάτιο τους, ούτε με το φαγητό. Οι τοίχοι ήταν λεπτοί σαν χαρτί με ρωγμές παντού και το φαγητό δεν έμοιαζε καθόλου με το φαγητό που είχαν συνηθίσει, αλλά ήταν μαζί, και ποτέ δεν αψήφησαν αυτό το προνόμιο σε όλη τους τη ζωή. Δυστυχώς όμως, η εποχή όπου βρέθηκαν εκεί, ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Ήταν χειμώνας και δεν υπήρχε θέρμανση, οι άνθρωποι πάγωναν. Η Μπονεγκίλλα ήταν τεράστια σε έκταση, μια θάλασσα από αραιούς καταβλησμούς με παγωμένα δωμάτια, και έμοιαζε με φυλακή. Υπήρχε πάντα μια μεγάλη ουρά στις κεντρικές τουαλέτες και στα ντους και οι άνθρωποι, αγανακτισμένοι πια, απλώς σταμάτησαν να πηγαίνουν. Κατά τη διάρκεια της διαμονής των γονιών μου, οι περισσότεροι μετανάστες ήταν Έλληνες και, παρά τους ισχυρισμούς υπέρ του αντιθέτου, δεν υπήρχαν διερμηνείς. Απλώς μοιράζονταν μεταξύ τους τις ελάχιστες αγγλικές λέξεις που γνώριζαν για να καταλάβουν τι συνέβαινε.

Σόφια και Θεόδωρος Ντούνης Μελβούρνη 1956.

Προς το τέλος της εβδομάδας, ο πατέρας μου ενημερώθηκε ότι θα τον έστελναν να εργαστεί στις φυτείες ζάχαρης του Κουίνσλαντ για έξι μήνες, ενώ η μητέρα μου έπρεπε να μείνει μόνη στη Μπονεγκίλλα. Έτσι, το όνειρό τους να ξεκινήσουν μια νέα ζωή μαζί, στην άλλη άκρη του κόσμου, διαλύθηκε μπροστά στα μάτια τους. Ωστόσο, το Σαββατοκύριακο πριν φύγει ο πατέρας μου, ο ξάδερφος της μητέρας μου έμεινε πιστός στον λόγο του και, εκ μαγείας, έφτασε στη Μπονεγκίλλα – κάτι που δεν ήταν εύκολο εκείνη την εποχή – δωροδόκησε κάποιον υπεύθυνο και συνόδεψε τους γονείς μου πίσω στη Μελβούρνη, όπου βρήκαν αμέσως δουλειά, έγιναν Αυστραλοί πολίτες το συντομότερο δυνατό, και ξεκίνησαν επιτέλους ευτυχισμένοι και ευγνώμονες τη νέα τους ζωή μαζί. Έτρεφαν βαθιά αγάπη για τον ξάδερφο της μητέρας μου μέχρι την τελευταία τους πνοή.

Υπάρχει κι ένα υστερόγραφο σε αυτή την αφήγηση. Αρκετές δεκαετίες αργότερα, οι γονείς μου κι εγώ ταξιδέψαμε μαζί στη Μπονεγκίλλα, καθώς διοργανώθηκε κάποια συνάντηση Ελλήνων μεταναστών που έμειναν εκεί τη δεκαετία του ’50. Πήγαμε με το αυτοκίνητο και η μητέρα μου παρατήρησε πόσο πιο όμορφη της φάνηκε η ύπαιθρος τώρα σε αντίθεση με τότε. Αυτή η επίσκεψη συγκίνησε πολύ τους γονείς μου, και παρατήρησαν ότι υπάρχουν στιγμές στη ζωή μας που είμαστε πραγματικά στο έλεος των μοίρας, σαν φτερά στον άνεμο.

Σοφία και Θεόδωρος Βονεγιλλα 1990s.

Το ταξίδι μου στη Μπονεγκίλλα την περασμένη εβδομάδα ήταν γλυκόπικρο για μένα. Ο σύζυγός μου κι εγώ πήγαμε με το τρένο – περνώντας από το ίδιο τοπίο, περπατώντας μέσα από τα ίδια κτίρια και χώρους – όπως ακριβώς είχαν κάνει οι αείμνηστοι γονείς μου πριν από 70 χρόνια…

*Το παραπάνω άρθρο αποτέλεσε μέρος της έναρξης της Έκθεσης «Finding Home» που διοργανώθηκε από τα Αρχεία Δαρδάλη του Πανεπιστημίου La Trobe, το La Trobe University Albury-Wodonga Campus, Wodonga Council, σε συνεργασία με το Bonegilla Migrant Experience. Η φωτογραφία της επίσημης παρουσίασης είναι ευγενική προσφορά του Πανεπιστημίου La Trobe. Οι φωτογραφίες των γονέων της είναι της Κωνσταντίνας Ντούνη. Οι φωτογραφίες του χώρου της Μπονεγκίλλα είναι ευγενική προσφορά του Χρήστου Αβραμούδα.

Δρ Κωνσταντίνα Ντούνη

Ιστορικός Πολιτισμού, Συγγραφέας, Μεταφράστρια Λογοτεχνικών Έργων

Monash Education Academy, Monash University

Ένα από τα τσίγκινα δωμάτια της Μπονεγκίλλα.
Ο παλιός σταθμός της Μπονεγκίλλα με τις ‘βαλίτσες’ να συμβολίζουν την άφιξη των μεταναστών