ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ της διασπορικής μας πολιτισμικής δημιουργίας, ελάχιστα έργα καταφέρνουν να αποκτήσουν την πνευματική βαρύτητα, την αισθητική συνοχή και τη βαθιά απήχηση που παρουσιάζει το «Ταξίδι του Αλέξανδρου» — ένα συγκλονιστικό δραματικό ορατόριο που ξεπερνά το απλό θεατρικό έργο και παίρνει τη μορφή ενός υπαρξιακού στοχασμού γύρω από την ταυτότητα, τη μοίρα και την επικοινωνία των πολιτισμών.

Συγκροτημένο με λυρικό βάθος και ιστορική οξύτητα υπό την αιγίδα της Παμμακεδονικής Ένωσης Μελβούρνης, το έργο αυτό αποτελεί όχι μόνο φόρο τιμής στον μεγάλο Μακεδόνα στρατηλάτη, αλλά και μια έκφραση της ελληνικής ψυχής, όπως διαθλάται μέσα από τον φακό του πιο μεγάλου και παράδοξου πρεσβευτή της.

Η παραγωγή, μια πρωτοβουλία του προέδρου της Παμμακεδονικής, Παναγιώτη Στεφανίδη, είναι πολυσύνθετη. Δεν υποκύπτει ούτε στον θριαμβολογισμό, αλλά τοποθετεί τον Αλέξανδρο μέσα στον πλούσιο ιστό της μνήμης του πολιτισμού — ένα σημείο όπου συνυφαίνονται μύθος, ιστοριογραφία και υπαρξιακή αναζήτηση. Διαρθρωμένο ως μια σειρά μονολόγων από ιστορικούς χαρακτήρες και ποικίλους μάρτυρες της ελληνιστικής ακμής —Βαβυλώνιους γραφείς, αρμένιους σοφούς, Έλληνες γέροντες, Ινδούς βασιλιάδες, αλλά και τη βασίλισσα Ολυμπιάδα— το έργο δημιουργεί ένα παλίμψηστο προοπτικών, που αποτυπώνουν την επαφή, τη μεταμόρφωση και την αδιάλειπτη κληρονομιά της ιστορικής αυτής μορφής.

Από την αρχή, το έργο υιοθετεί έναν τόνο στοχασμού αλλά και δέους. Ο πρόλογος, που εκφωνείται ανάμεσα στα ερείπια της αρχαίας Πέλλας από μια μορφή που συμβολίζει τη Μακεδονία, παίρνει τη μορφή θρήνου — ενός πένθους για τη διαγραφή της ελληνικής καταγωγής ενός λαού μέσα από τις αυθαίρετες αφηγήσεις του σήμερα.

«Η Μακεδονία δεν εκλιπαρεί για τη θέση της στη μνήμη των Ελλήνων — είναι η ίδια η ελληνική μνήμη», διακηρύσσει η ομιλήτρια, μια φράση που αποτελεί τη βασική ιδεολογική ραχοκοκαλιά ολόκληρου του έργου. Δεν πρόκειται για ένα τοπικιστικό αίτημα ένταξης, αλλά για μια επιβεβαίωση της πολιτισμικής συνέχειας, αγκυρωμένη στη γλώσσα, τα έθιμα, την τέχνη και τη συνείδηση της διαχρονικής ιστορικής συνείδησης.

Η δραματουργική δομή του έργου είναι κομμάτια μνήμης, κρεμασμένα στον χρόνο και τον χώρο, αλλά ενωμένα από έναν κοινό πόθο: να κατανοήσουν το φαινόμενο του Αλέξανδρου, όχι μόνο ως κατακτητή ή νομοθέτη, αλλά ως άνθρωπο που προσπάθησε να καταργήσει τη δυαδικότητα Ανατολής-Δύσης, Εγώ-Άλλος, Έλληνα-Βάρβαρου. Το ταξίδι του διαπερνά όχι μόνο τη γεωγραφία, αλλά και τους εσωτερικούς κόσμους της όρασης, της απώλειας και της υπέρβασης.

Οι χαρακτήρες, προσεκτικά επιλεγμένοι, λειτουργούν ως φορείς ιστορικής συνείδησης. Ο βαβυλώνιος γραφέας δεν αφηγείται απλά την είσοδο του Αλέξανδρου στους ιερούς χώρους του Μαρδούκ, αλλά μαρτυρεί την ηθική επανάσταση που εμπεριέχεται σε αυτήν την πράξη. Όταν ο Αλέξανδρος κατέβηκε από το άλογό του στην Πύλη της Ιστάρ και προσκύνησε τον ζιγκουράτ του Εσαγίλα, τελέστηκε μια λατρευτική πράξη σεβασμού. Η κατάκτησή του, όπως υποδηλώνει το έργο, ήταν μυστηριακή και όχι εικονοκλαστική.

Ο ιστορικός στην Αρμενία παρουσιάζει τον Αλέξανδρο όχι ως κατακτητή, αλλά ως σύμβολο συνύπαρξης και όχι υποδούλωσης, και η παρουσία του, ή τουλάχιστον ο μύθος γι’ αυτήν, καθαγιάζει παρά να βεβηλώνει.

Το έργο απαιτεί ένα πιο σύνθετο ερμηνευτικό πλαίσιο. Θεωρητικά, τοποθετείται εντός ενός αντιαποικιοκρατικού λόγου, όπου τα κυρίαρχα πρότυπα πολιτισμικού ιμπεριαλισμού ανατρέπονται από ένα μοντέλο διαλόγου. Σε αντίθεση με τις ανατολίζουσες τυπολογίες που έχει κριτικάρει ο Έντουαρντ Σαΐντ, η επαφή του Αλέξανδρου με τους πολιτισμούς που συνάντησε δεν παρουσιάζεται ως μια καθαρά κυριαρχική πράξη, αλλά ως μια ειλικρινής και δημιουργική μετάφραση μεταξύ εθίμων, κοσμολογιών και οντολογιών.

Επομένως, το «Ταξίδι του Αλέξανδρου» δεν είναι προάγγελος παρακμής, αλλά μαία της υβριδικότητας.

Η φιλοσοφική διάσταση του έργου αποτυπώνεται πιο καθαρά στον μονόλογο του Αλέξανδρου, στις παραμονές της διάβασης του Ελλησπόντου. Εκεί αποκαλύπτεται η εσωτερική αρχιτεκτονική της ψυχής του. Ο ίδιος δηλώνει: «Τι είναι ένας βασιλιάς αν όχι υπηρέτης της ενόρασης;» Αυτή η φράση μετασχηματίζει τη βασιλεία από μια μορφή εξουσίας σε μια μεταφυσική αποστολή. Η εκστρατεία του δεν στρεφόταν κατά της Περσίας, αλλά κατά των ορίων — του γνωστού, του περιορισμού της φυλής και της πόλης, της παράλυσης της παράδοσης χωρίς επαφή.

Τα χορευτικά διαλείμματα, με παραδοσιακούς χορούς των ποντιακών, μακεδονικών, αρμενικών, ασσυριακών και ινδικών κοινοτήτων της Μελβούρνης, δεν είναι απλώς διακοσμητικά στοιχεία, αλλά ενσαρκωμένη ερμηνεία του διαλόγου που άρχισε ο Αλέξανδρος με τον κόσμο. Μέσω του χορού, οι κοινότητες δεν απλώς αναπαράγουν την κληρονομιά του Αλέξανδρου, αλλά την εγγράφουν ενεργά μέσα σε αυτήν.

Ο μονόλογος του Πώρου, του ινδού βασιλιά που ηττήθηκε στον Υδάσπη, αναδεικνύει τον ηθικό διάλογο του έργου. Με αξιοθαύμαστη νηφαλιότητα, ο Πώρος αφηγείται την ήττα του, υπερβαίνοντας την πικρία του και εκφράζοντας τον θαυμασμό του προς τον αντίπαλο. «Εκτίμησε τη δύναμη όχι μόνο στον εαυτό του, αλλά και στους άλλους», λέει, προτείνοντας μια αρετή που ξεπερνά τη διάκριση νικητή και ηττημένου. Σ’ αυτή τη στιγμή, η ελληνιστική οπτική, ως συμφιλίωση και όχι κυριαρχία, γίνεται πιο εμφανής.

Η Ολυμπιάδα, συχνά περιθωριοποιημένη από την ιστοριογραφία, αναδεικνύεται στο έργο σε φωνή με βαθύ κύρος. Δεν είναι μόνο η θλιμμένη μητέρα, αλλά μια κυρίαρχη, ιέρεια και βασίλισσα, η βασική επιρροή πάνω στον Μέγα Αλέξανδρο. Ο μονόλογός της είναι ταυτόχρονα πένθος και πολιτική διαμαρτυρία, αντιστέκεται στις δομές που αποσιώπησαν τις γυναίκες και εξάλειψαν τη συμβολή τους στον πολιτισμό. Με τη φωνή της, προφητική και αταλάντευτη, δηλώνει: «Άσε την ιστορία να πράξει το χειρότερο… Η Μακεδονία είναι η ψυχή της Ελλάδας. Ο Αλέξανδρος δεν ήταν το τέλος της. Ήταν η αρχή της.» Η επιλογή του να κλείσει το έργο με τα λόγια της αποτελεί φεμινιστική παρέμβαση στην παράδοση, επαναφέροντας τη γυναίκα που άσκησε θεμελιακή επιρροή πάνω του και η οποία για πολύ καιρό είχε βουβαθεί.

Η όλη παραγωγή διακατέχεται από μια τραγική αισθητική, παρόμοια με αυτή του Αισχύλου ή του Σοφοκλή, όπου το μεγαλείο είναι πάντα συνδεδεμένο με τη θυσία. Η φιλοδοξία του Αλέξανδρου ήταν λαμπρή, αλλά περιορίστηκε από την θνησιμότητά του. Η προσπάθειά του να ενώσει τον κόσμο υπό έναν πολιτισμό τον έκανε ταυτόχρονα δημιουργό και καταστροφέα. Αυτή η διτή φύση, της δημιουργίας μέσω της κατάκτησης και της ανύψωσης μέσω της διαγραφής, είναι το κεντρικό ηθικό ερώτημα που θέτει το έργο.

Μπορούμε να δούμε την ψυχολογική του διάσταση μέσα από το νίτσεϊκο πρότυπο του Διονυσιακού: όπως ο Διόνυσος, ο Αλέξανδρος οδηγείται από την επιθυμία να υπερβεί τα όρια του Απόλλωνα, της τάξης και του περιορισμού. Όμως αντί για χάος, ο δικός του κόσμος φαντάζει στο μύθο οργανωμένος και φωτεινός — μια σύνθεση των δύο αρχέτυπων, φέρνοντας στον κόσμο μια κοσμολογία όπου η πολλαπλότητα δεν καταργείται, αλλά ενσωματώνεται σε υψηλότερη αρμονία.

Σε έναν κόσμο όλο και πιο κλειστό και εθνικιστικό, το «Ταξίδι του Αλέξανδρου» αποτελεί μια επίκαιρη και αναγκαία παρέμβαση. Θέτει την ταυτότητα όχι ως μηδενικό άθροισμα αλλά ως παλίμψηστο — όπου κάθε στρώση εμπλουτίζει και δεν διαγράφει την προηγούμενη. Ο πολυπολιτισμικός χαρακτήρας του έργου δεν είναι επιφανειακός, αλλά οντολογική διακήρυξη: το ελληνικό πνεύμα δεν ήταν ποτέ στατικό, αλλά πάντα ανοιχτό στον κόσμο, πανέτοιμο για μεταμόρφωση και κριτική, χωρίς να χάνει την ουσία του.

Συνεπώς, το «Ταξίδι του Αλέξανδρου» υπερβαίνει την ιστορική δραματοποίηση και γίνεται βαθύς στοχασμός πάνω στη φύση της κυριαρχίας, τη μεταβίβαση της κληρονομιάς και την προοπτική σύνθεσης των πολιτισμών. Εξετάζει τις ηθικές διαστάσεις της κατάκτησης και αναρωτιέται αν η κυριαρχία, όταν συνοδεύεται από όραμα και σεβασμό, μπορεί να μετατραπεί σε επικοινωνία, αν η ετερότητα μπορεί όχι μόνο να γίνει ανεκτή αλλά και να ενσωματωθεί σε ένα κυρίαρχο αφήγημα, και αν ένας μόνος άνθρωπος, με ή χωρίς αλαζονεία αλλά με υπερβατικό σκοπό, μπορεί όντως να αλλάξει την πορεία του κόσμου. Δεν είναι απλή καταγραφή πολεμικών κατορθωμάτων, αλλά μια εξερεύνηση της σύνθεσης πολιτισμών ως ιερή αποστολή.

Το έργο θα υποστηρίξει ότι: «Ο Αλέξανδρος δεν προχώρησε μόνο για να τιμωρήσει τον Δαρείο. Προχώρησε για να ξαναγράψει τον κόσμο.» Έτσι, η μορφή του κατακτητή ανυψώνεται σε μύθο, φορέα των μεταφυσικών επιδιώξεων μιας εποχής, που καταργεί τις διχοτομίες του χρόνου. Με αυτόν τον τρόπο, το Ταξίδι του Αλέξανδρου, υπό τη φωτεινή αιγίδα της Παμμακεδονικής Ένωσης Μελβούρνης, δεν είναι μόνο μια πράξη μνήμης, αλλά μια πρόσκληση. Καλεί τον θεατή να μην περιοριστεί στη θύμηση, αλλά να υπερβεί, να μην είναι απλός θεατής, αλλά να συμμετέχει στον διαρκή διάλογο του ελληνισμού. Μέσα από τον Αλέξανδρο, δεν συναντάμε απλά το ιστορικό, αλλά και το ιερό — και καλούμαστε να ανυψωθούμε μαζί του.

*Το «Ταξίδι του Αλέξανδρου» θα παρουσιαστεί στο Clocktower Centre, Moonee Ponds, στις 29 Ιουνίου 2025, ώρα 14:30. Για εισιτήρια επισκεφθείτε την ιστοσελίδα: https://clocktowercentre.com.au/alexanders-journey