Πριν λίγους μήνες γράφαμε στον «Νέο Κόσμο» ότι καθώς οι γενιές της Ομογένειάς μας διαδέχονται η μία την άλλη, ολοένα και λιγοστεύει ο θησαυρός της ιστορικής μνήμης που κουβαλούν οι συμπάροικοι που μετανάστευσαν στην Αυστραλία τις δεκαετίες του ’40, του ’50, του ’60, ακόμα και του ’70.
Είναι οι άνθρωποι που φτάνοντας κατά χιλιάδες την εποχή εκείνη στις αυστραλιανές ακτές, στερέωσαν και γιγάντωσαν την παρουσία του Ελληνισμού στους Αντίποδες και «έχτισαν» εδώ μία δεύτερη Ελλάδα, η οποία άνθισε σε όλους τους τομείς.
Πώς θα μπορούσε να διασωθεί ο ανεκτίμητος αυτός θησαυρός μνήμης, προτού παρασυρθεί από τα αδυσώπητα κύματα του χρόνου; Μέσα από την καταγραφή των προσωπικών ιστοριών των γηραιότερων συμπαροίκων μας!
Αυτή είναι η απάντηση που δίνουν οι συντελεστές του έργου «Οι Άνθρωποί μας, οι Ιστορίες τους – Our People Their Stories», μιας «κιβωτού» ιστορικής μνήμης που έχει ξεκινήσει το ταξίδι της εδώ και μήνες.

Συνοπτικά, στο πλαίσιο του έργου «Our People Their Stories» καταγράφονται με οπτικοακουστικά μέσα προσωπικές ιστορίες μεταναστών πρώτης και δεύτερης γενιάς, οι οποίες συνθέτουν ένα «ζωντανό» Μουσείο που φιλοξενείται στον ιστότοπο: www.opts.org.au
Οι επισκέπτες έχουν ελεύθερη πρόσβαση σε προφορικές αφηγήσεις υπό τη μορφή τηλεοπτικών και ηχητικών ντοκουμέντων (Video Stories & Podcasts), ενώ και στις δύο κατηγορίες, το περιεχόμενο είναι δίγλωσσο (Ελληνικά και Αγγλικά).
Ο “Νέος Κόσμος” κατά καιρούς θα δημοσιεύει περιλήψεις από κάποιες ιστορίες ομογενών που έχουν ήδη καταγραφεί από το «Οι Άνθρωποί μας, οι Ιστορίες τους – Our People Their Stories».
Ξεκινάμε σήμερα με την ιστορία της Όλγας Κανιτσάκη που είναι μια από τις πιο ανθρώπινες και δυνατές αφηγήσεις που φέρνουν στο φως τις πληγές του Εμφυλίου Πολέμου, αλλά και το σθένος μιας γενιάς που άφησε πίσω της την πατρίδα για να χτίσει μια νέα ζωή μακριά.
Γεννημένη το 1940 στον Πρασέ Κυδωνίας Χανίων, ένα ορεινό χωριό της Κρήτης που έζησε έντονα τον διχασμό και τη βία της εποχής, η Όλγα μεγάλωσε ανάμεσα σε φόβους, απώλειες και μια οικογενειακή τραγωδία που στιγμάτισε το μέλλον της.

Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΔΙΧΑΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ
Ήταν το μικρότερο από τα οκτώ παιδιά μιας οικογένειας μεσαίας τάξης, που ζούσε από τη γη και τις επιχειρήσεις της. Ο μεγαλύτερος αδελφός της, ο Γιώργος, είχε διαφορετική μοίρα: σκοτώθηκε το 1949 σε ενέδρα ανταρτών, ενώ επέστρεφε με το λεωφορείο στο χωριό για έναν αρραβώνα.
«Του είχαν στήσει καρτέρι… σκοτώθηκαν πέντε άτομα εκείνη τη μέρα. Ανάμεσά τους και ο αδερφός μου», αφηγείται με τρεμάμενη φωνή η Όλγα. «Ήταν τρομερό, ακόμα το θυμάμαι σαν να ήταν χθες».
Το δράμα δεν σταμάτησε εκεί. Λίγο αργότερα, μέσα στη νύχτα, οι αντάρτες έβαλαν φωτιά στο σπίτι της οικογένειας, ενώ η μητέρα της τρέχει με την μικρή Όλγα στην αγκαλιά της προσπαθώντας να γλιτώσουν. Η φωτιά καταστρέφει όχι μόνο τις στέγες, αλλά και τα όνειρα μιας ολόκληρης ζωής. Παρά τον πόνο και τις πολιτικές διαφορές, οι συγχωριανοί βρέθηκαν εκεί για να βοηθήσουν όπως μπορούσαν.
Ο πατέρας της, άνθρωπος προοδευτικός και ευκατάστατος με ελαιοτριβείο και χωράφια, αρνήθηκε να στείλει τον γιο του στον πόλεμο, μια στάση που η οικογένεια πιστεύει πως οδήγησε στην τραγωδία. «Του στοίχισε πολύ ο χαμός του Γιώργου. Δεν άντεξε, πέθανε λίγα χρόνια αργότερα», θυμάται η Όλγα, «ήταν σαν να πήρε μαζί του το βάρος όλου του πόνου».
Παρά τον οδυνηρό χαμό, η μητέρα της επέδειξε μια συγκινητική στάση συγχώρεσης και αξιοπρέπειας, δίνοντας ένα μάθημα ανθρωπιάς μέσα στον διχασμό: «Μου έλεγε πάντα πως ο Θεός ξέρει να κρίνει και πως η αγάπη πρέπει να νικά το μίσος».

Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΑΘΩΟΤΗΤΑ ΣΕ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΔΙΧΑΣΜΕΝΟ
Η Όλγα θυμάται τα παιδικά της χρόνια μέσα στο φόβο και το διχασμό που είχε χωρίσει την πατρίδα της. «Ήμασταν παιδιά… και ρώτησα μια φίλη μου, αν θα με σκότωνε αν της το ζητούσαν οι αντάρτες. Μου είπε ‘ναι’…». Αυτή η αθωότητα που συνάντησε τη σκληρή πραγματικότητα της βίας την σημάδεψε βαθιά.
Σήμερα, πολλά χρόνια μετά, η ίδια δεν κρατά μίσος. Αντίθετα, με την πείρα της ζωής και την ωριμότητα, μιλά για τη μεγάλη τραγικότητα του διχασμού και στέλνει μήνυμα συμφιλίωσης στις επόμενες γενιές.
Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΦΥΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
Το τέλος της δεκαετίας του 1950 βρήκε την Όλγα να αγωνιά για το μέλλον της. Η ζωή στην επαρχία ήταν σκληρή, ειδικά για τις γυναίκες, που ένιωθαν συχνά ότι «δεν υπήρχαν». Η μοδιστρική, που ακολούθησε αρχικά σαν επάγγελμα όπως και η αδερφή της, ήταν ένα μέσο επιβίωσης, όχι όμως η πραγματική της επιλογή.
Όταν άρχισε να ακούει για τη μετανάστευση στην Αυστραλία μέσα από ταινίες και αφηγήσεις αγνώστων που περνούσαν από το χωριό, μέσα της άναψε μια φλόγα ελπίδας. Η λέξη «σπουδή» ήταν αυτή που την έμαθε να σκέφτεται διαφορετικά — όχι απλά να βγάλει λεφτά, αλλά να χτίσει μια καλύτερη ζωή.
Ο αδελφός της, Μανώλης, ήταν ο πρώτος που έκανε αίτηση για να φύγει. Αν και αρχικά διστακτικός, τελικά της έστειλε πρόσκληση, και η Όλγα πήρε την απόφαση να φύγει, παρά τις ανησυχίες και τις δυσκολίες.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ
Το 1961 η Όλγα αποχαιρέτησε με δάκρυα την μητέρα της. Η γυναίκα που την είχε μεγαλώσει με αγάπη και θρησκευτική πίστη, έκλαιγε φορώντας τα μαύρα της. «Μου έλεγε ‘Στην ευχή μου, παιδάκι μου. Να μου γράφεις’, κι όμως δεν ήξερε ούτε να γράψει», θυμάται η Όλγα. Πέταξε πίσω της μια μαύρη πέτρα σαν σύμβολο ότι δεν θα γυρίσει ποτέ πίσω.
Το ταξίδι διήρκεσε τέσσερις εβδομάδες με το πλοίο «Πατρίς». Αν και αρχικά προοριζόταν για το Περθ, ένας κυκλώνας τους έφερε στη Μελβούρνη. Στο πλοίο η Όλγα βοήθησε τον γιατρό να φροντίσει τους άρρωστους επιβάτες, αποδεικνύοντας από νωρίς το έμφυτο ενδιαφέρον της για τη φροντίδα των ανθρώπων.
Η ΣΚΛΗΡΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΜΑΧΗ ΜΕ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ
Η νέα ζωή στην Αυστραλία δεν ήταν εύκολη. Με μια βαλίτσα και λίγα ρούχα, η Όλγα βρέθηκε σε μια ξένη χώρα, όπου η γλώσσα και οι συνήθειες ήταν άγνωστες. Έμειναν αρχικά με τον αδελφό της στο Westgarth, και εκείνη δούλεψε σε εργοστάσιο τροφίμων, ξεκινώντας από νωρίς το πρωί, καθαρίζοντας κρεμμύδια.
Η εμπειρία της ήταν σκληρή. Σε μια περίπτωση, γλίτωσε από απόπειρα βιασμού, όταν ένας άγνωστος την οδήγησε σε μια σκοτεινή γωνιά.
«Ήμουν δυνατή από την Ελλάδα. Δούλευα στα χωράφια και δεν φοβόμουν», λέει, αλλά το περιστατικό της δίδαξε να μην εμπιστεύεται εύκολα τους αγνώστους.
Σύντομα απολύθηκε γιατί… μιλούσε αγγλικά, σε μια παράδοξη στιγμή που δείχνει το πόσο δύσκολη ήταν η ένταξη. Παρ’ όλα αυτά, η Όλγα δεν το έβαλε κάτω. Με ένα λεξικό στα χέρια, ξεκίνησε να μαθαίνει τη γλώσσα, να καταλαβαίνει και να επικοινωνεί.
Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΑΝΘΡΩΠΙΑ ΣΤΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ
Η φροντίδα των ανθρώπων ήταν η αληθινή της κλήση. Αρχικά, εργαστηκε εθελοντικά στο Νοσοκομείο Παίδων, καθαρίζοντας και βοηθώντας με κάθε τρόπο. Η αγάπη της για τη νοσηλευτική την οδήγησε σε σπουδές και επιμόρφωση.
Η Όλγα θυμάται τη δυσκολία της γλώσσας, αλλά και τη στήριξη που βρήκε από τη διευθύντρια Vivian Bullwinkel, μια γυναίκα που της έμαθε πώς η δύναμη της ψυχής και η αφοσίωση μπορούν να ξεπεράσουν κάθε εμπόδιο.
Η ίδια βίωσε από κοντά τις προκλήσεις των μεταναστών ασθενών, που συχνά δεν μιλούσαν καλά αγγλικά ή δεν κατανοούνταν από το προσωπικό. Ήταν η γέφυρα ανάμεσα σε δύο κόσμους, βοηθώντας να γεφυρωθούν οι διαφορές μέσα από τη φροντίδα και την κατανόηση.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ
Πέρα από την εργασία της στο νοσοκομείο, η Όλγα συμμετείχε ενεργά σε κοινότητες μεταναστών, βοηθώντας τους νέους που έφταναν με φόβο και ελπίδα στην Αυστραλία. Η υποστήριξη της μητρικής γλώσσας και της πολιτισμικής κατανόησης ήταν για εκείνη βασικά στοιχεία για την επιτυχία της θεραπείας και την ένταξη των ασθενών.
Η προσπάθειά της και η αγάπη της για το επάγγελμά της άνοιξαν πόρτες σε ανώτερες θέσεις, καθώς από απλή νοσοκόμα έγινε επιμελήτρια, με ευθύνη και σεβασμό από τους συναδέλφους της.

Η ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΗ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΡΙΖΩΝ
Κοιτώντας πίσω, η Όλγα καταλαβαίνει ότι κάθε δυσκολία που αντιμετώπισε, κάθε εμπόδιο, την έκανε πιο δυνατή. Η αγάπη για τη νοσηλευτική δεν έσβησε ποτέ, και η επιθυμία να προσφέρει στους συνανθρώπους της κράτησε ζωντανό το πάθος της.
Παράλληλα, διατήρησε ζωντανή τη γλώσσα και τις παραδόσεις της πατρίδας, αγκαλιάζοντας τη νέα της πατρίδα με σεβασμό και αφοσίωση.
Η ιστορία της Όλγας Κανιτσάκη είναι όχι μόνο μια μαρτυρία για τα δεινά του Εμφυλίου και της μετανάστευσης, αλλά και ένα φωτεινό παράδειγμα δύναμης, αξιοπρέπειας και ανθρωπιάς. Ένα μήνυμα ελπίδας και συμφιλίωσης που αξίζει να θυμόμαστε και να τιμούμε.
*Ολόκληρη την ιστορία της Όλγας Κανιτσάκη μπορείτε να την δείτε εδώ:

