ΣΤΙΣ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ πολυπολιτισμικές Δημοκρατίες, η ονοματοδοσία δημόσιων χώρων αποτελεί μια ισχυρή συμβολική πράξη. Δεν πρόκειται απλώς για την απόδοση τιμής σε πρόσωπα ή γεγονότα, αλλά για την εγγραφή κυρίαρχων αφηγήσεων στον ίδιο τον χωρικό και μνημονικό ιστό της πόλης. Η επιλογή των ονομάτων που κοσμούν οδούς, σοκάκια και δημόσιες υποδομές δεν είναι ουδέτερη· είναι μια βαθειά πολιτική διαδικασία που διαμεσολαβεί ανάμεσα στη μνήμη, την ταυτότητα και την εξουσία. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η πρωτοβουλία της Πολιτειακής Κυβέρνησης της Βικτώριας «Ονόμασε έναν Τόπο» συνιστά μια κρίσιμη ευκαιρία για να διορθωθούν ιστορικές αδικίες και να ακουστούν φωνές που παραδοσιακά έχουν αποσιωπηθεί. Από τις πιο εύλογες προτάσεις προς τιμητική αναγνώριση είναι εκείνη του Αντωνίου Ιωάννη Γεράσιμου Λεκατσά (1862–1946), ενός εκ των θεμελιωτών της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας της Μελβούρνης και παραδειγματικού εκπροσώπου της διασπορικής ενεργοποίησης στον δημόσιο χώρο.

Η βιογραφία του Λεκατσά, πέρα από την αυταξία της, αποκτά ιδιαίτερο βάρος όταν εξεταστεί μέσα από τα θεωρητικά πρίσματα της φυλετικής θεωρίας, της μεταποικιακής κριτικής και της κριτικής ονοματολογίας. Όπως σημειώονυν στο έργο τους οι Frantz Fanon, Edward Said και Gayatri Spivak, το αποικιακό και εποικιστικό σύστημα στηρίζεται συχνά στην απαλοιφή ή περιθωριοποίηση του Άλλου, με την απόκρυψη από τον δημόσιο χώρο, τον περιορισμό της πρόσβασης σε συμβολικό κεφάλαιο ή την απόρριψη εναλλακτικών μορφών γνώσης. Σε εποικιστικά κράτη όπως η Αυστραλία, αυτές οι διαδικασίες αγγίζουν όχι μόνο τους αυτόχθονες πληθυσμούς αλλά και τις μεταναστευτικές κοινότητες, οι οποίες συχνά εντάσσονται άνισα στην κοινωνική δομή. Η ονοματοδοσία δρόμων και πλατειών λειτουργεί έτσι ως χάρτης εξουσίας: καθορίζει ποιοι ανήκουν και ποιοι μένουν απέξω.

Ο Αντώνιος Λεκατσάς, γεννημένος το 1862 στο φτωχό ορεινό χωριό Εξωγή της Ιθάκης, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα υπέρβασης κοινωνικών περιορισμών μέσω της μεταναστευτικής πρωτοβουλίας. Έπειτα από χρόνια περιπλανώμενης εργασίας και στρατιωτικής θητείας, μετανάστευσε στη Μελβούρνη το 1886, όπου ίδρυσε μια σειρά από πρωτοποριακά καταστήματα εστίασης, διαμορφώνοντας καθοριστικά τον εμπορικό χαρακτήρα της πόλης στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Ο γάμος του το 1893 με την Margaret Wilson, ανώτερο στέλεχος στα πολυκαταστήματα Foy & Gibson, αποτέλεσε καταλύτη για την ίδρυση του Town Hall Café στην οδό Swanston, ενός καταστήματος που απασχολούσε εβδομήντα άτομα —κυρίως Έλληνες— και εξυπηρετούσε καθημερινά περίπου 650 πελάτες. Οι επόμενες επιχειρήσεις του, Paris Café και Vienna Café (το οποίο μετεξελίχθηκε σε Café Australia, με σχεδιασμό του διακεκριμένου αρχιτέκτονα Walter Burley Griffin), δεν αντιπροσώπευαν απλώς οικονομική επέκταση, αλλά την ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής αστικής κουλτούρας στο αποικιακό περιβάλλον της Μελβούρνης.

Οι αρχιτεκτονικές του φιλοδοξίες, όπως φανερώνονται τόσο στην ανακαίνιση του Capitol Building όσο και στην ιδιωτική του κατοικία Yamala στο Frankston, και τα δύο σχεδιασμένα από τον Griffin, δεν ήταν προϊόντα ματαιοδοξίας. Αντιθέτως, πρέπει να ιδωθούν, όπως προτείνουν οι θεωρητικοί Homi Bhabha και Henri Lefebvre, ως χειρονομίες χωρικής διεκδίκησης· ως δηλώσεις ορατότητας και σταθερής παρουσίας σε ένα τοπίο που προνοούσε αισθητικά και πολιτισμικά υπέρ του αγγλοσαξονικού μοντέλου. Η παρουσία διασπορικών αισθητικών στο αστικό τοπίο αποτελεί, κατά τον Arjun Appadurai, μέρος της διαδικασίας διαμόρφωσης της τοπικότητας σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης και μετα-αποικιοκρατίας.

Η προσφορά του, ωστόσο, δεν περιορίστηκε στο επιχειρηματικό πεδίο. Το 1897 πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτώριας, της οποίας υπήρξε κατ’ επανάληψιν πρόεδρος. Η συμβολή του στην δημιουργία και ανάπτυξη των θρησκευτικών και πολιτιστικών μας θεσμών συνέβαλε ουσιαστικά στη διαμόρφωση της ελληνικής παροικίας ως συνεκτικής και ενεργής διασπορικής δύναμης. Ως Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας στη Μελβούρνη (1931–1946), υπηρέτησε και ως διακρατικός διαμεσολαβητής, ενσαρκώνοντας τον ρόλο του πολιτισμικού διασυνδετικού κρίκου, όπως τον περιγράφουν οι ιστορικοί Stuart Hall και Paul Gilroy.

Ο Λεκατσάς διέπεται επίσης από ένα βαθύ αίσθημα κοινωνικής ευθύνης. Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, συντόνισε μια παμπαροικιακή εκστρατεία, καλώντας όλους τους Έλληνες της Μελβούρνης να προσφέρουν το ημερομίσθιο μίας εργάσιμης ημέρας υπέρ του ελληνικού πολεμικού αγώνα· ο ίδιος κατέθεσε το ποσόν των £10.000 για την υποστήριξη των Ελλήνων και Βρετανών παιδιών που είχαν πληγεί από τον πόλεμο. Παράλληλα, συνεισέφερε συστηματικά στον ετήσιο Έρανο του Δημάρχου και χρηματοδότησε την ίδρυση νοσοκομείου στην Ιθάκη. Για τις υπηρεσίες του στην Ελλάδα και την Αυστραλία, τιμήθηκε το 1939 με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος, μια τιμή που μαρτυρά τη βαθιά του ενσωμάτωση σε δύο πατρίδες.

Και όμως, παρά τη δράση και το έργο του, ο Λεκατσάς παραμένει μέχρι σήμερα σχεδόν απών από την τοπωνυμία της Μελβούρνης. Η σιωπή αυτή αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που ο Michel-Rolph Trouillot περιγράφει ως «παραγωγή ιστορικών σιωπών» και που ο David Lowenthal αποκαλεί «κληρονομική στέρηση» των μεταναστευτικών κοινοτήτων. Ακόμη και εντός της ελληνικής παροικίας επικρατεί συχνά η τάση να τιμάται ο Ελληνισμός στο επίπεδο του μύθου, αγνοώντας τους πραγματικούς φορείς της ιστορικής του παρουσίας. Αυτή η απουσία, είτε συνειδητή είτε όχι, διαρρηγνύει τη συνέχεια της συλλογικής μνήμης, όπως την περιγράφει η Marianne Hirsch, και δυσχεραίνει τη διαγενεακή συνειδητοποίηση της ταυτότητας.

Η πολιτική διάσταση της ονοματοδοσίας αναδεικνύεται ως ιδιαίτερα κρίσιμη. Όπως υποδεικνύει η κριτική ονοματολογία, τα τοπωνύμια δεν είναι απλοί δείκτες· είναι σημεία συγκρούσεων, διεκδικήσεων και αποκλεισμών. Ορίζουν ποιοι μπαίνουν στον χάρτη της μνήμης και ποιοι μένουν εκτός. Σε μια πόλη όπως η Μελβούρνη, όπου η τοπωνυμία παραμένει σε μεγάλο βαθμό αγγλοκεντρική, η εισαγωγή ενός ονόματος όπως του Λεκατσά θα συνιστούσε μια εύγλωττη και ουσιαστική χειρονομία αναγνώρισης. Όπως αναφέρει η Sara Ahmed, η «λευκότητα» λειτουργεί ως κατευθυντήριο χωρικό σχήμα που καθορίζει ποιοι κινούνται άνετα στον χώρο και ποιοι γίνονται αόρατοι. Μια οδός Λεκατσά θα λειτουργούσε ως αντίβαρο στην ηγεμονία αυτή· μια πράξη ορατοποίησης και ενδυνάμωσης της ελληνικής παρουσίας στην πόλη μας.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η πρωτοβουλία «Ονόμασε έναν Τόπο» αποκτά ουσιαστική αξία. Ανοίγοντας τη διαδικασία τοπωνυμικής αναγνώρισης σε προτάσεις από το ευρύτερο κοινό, αναγνωρίζεται εμμέσως ότι η ιστορική μνήμη αποτελεί ένα διαφιλονικούμενο πεδίο. Χωρίς όμως ένα κριτικό πλαίσιο που να δίνει προτεραιότητα στην ισότητα, η πρωτοβουλία διατρέχει τον κίνδυνο να αναπαράγει υφιστάμενους αποκλεισμούς υπό το προσωπείο της πολυμορφίας. Είναι επομένως αναγκαίο τέτοια προγράμματα να ανταποκρίνονται ουσιαστικά στις απαιτήσεις της μετααποικιακής δικαιοσύνης, της φυλετικής ισοτιμίας και της γνωσιακής αποκατάστασης. Η ονοματοδοσία μιας οδού προς τιμήν του Αντωνίου Λεκάτσα θα αποτελούσε απτή ενσάρκωση αυτών των αρχών.

Παράλληλα, θα παρείχε την αφορμή για μια βαθύτερη αναμέτρηση με τις μυθολογίες της ελληνικής επιτυχίας στην Αυστραλία. Ποιοι τιμώνται και γιατί; Η περίπτωση Λεκατσά μας καλεί να αναλογιστούμε τις συνθήκες σκληρής εργασίας και κοινωνικής επισφάλειας που χαρακτήριζαν την ανέλιξη των πρώτων Ελλήνων μεταναστών. Όπως έχουν υποστηρίξει οι Ruth Wilson Gilmore και Lisa Lowe, ο φυλετικά προσδιορισμένος καπιταλισμός βασίζεται σε άνισες μορφές πειθαρχίας της εργασίας. Οι επιχειρηματικές επιτυχίες του Λεκατσά στηρίχθηκαν στις υπεράνθρωπες προσπάθειες εργατών σε καθεστώτα που σήμερα θα τα χαρακτηρίζαμε εκμεταλλευτικά. Η μνήμη του δεν πρέπει να επισκιάζει αυτές τις πτυχές, αλλά να τις φωτίζει.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η ονοματοδοσία, από μόνη της, αρκεί ως μορφή επανόρθωσης. Όπως έχει επισημάνει ο Φουκώ, η εξουσία δεν ασκείται μόνο μέσω της ορατότητας, αλλά και μέσω των όρων αναγνωσιμότητας. Για να είναι ένα όνομα πραγματικά αποτελεσματικό, πρέπει να συνοδεύεται από μια παιδαγωγική της μνήμης — μια διαδικασία που εξηγεί τους λόγους της τιμητικής αναφοράς και εντάσσει το όνομα σε ευρύτερους εκπαιδευτικούς, πολιτισμικούς και κοινωνικούς λόγους. Το τοπωνύμιο πρέπει να λειτουργεί ως πύλη προς τη διερεύνηση, καλώντας τους πολίτες να αναμετρηθούν με την πολυπλοκότητα της μεταναστευτικής ιστορίας της Μελβούρνης και να στοχαστούν πάνω στις ασυμμετρίες της ιστορικής αναγνώρισης.

Προτείνοντας να τιμηθεί με αυτόν τον τρόπο ο Αντώνιος Λεκατσάς, δεν υπερασπιζόμαστε απλώς ένα πρόσωπο. Αμφισβητούμε τους τρόπους με τους οποίους συγκροτείται η δημόσια μνήμη, τους αποκλεισμούς του ιστορικού αρχείου και τις φυλετικά προσδιορισμένες ιεραρχίες τιμητικής ορατότητας στον αστικό χώρο. Επιμένουμε στην ανάγκη να καταστούν ορατές οι συνεισφορές της διασποράς, να επανεγγραφούν τα θεμελιωτικά πρόσωπα στην συμβολική τάξη της πόλης και να αναγνωριστεί η πράξη της ονοματοδοσίας ως πεδίο διεκδίκησης δικαιοσύνης.

Η πρόταση αυτή δεν αφορά απλώς έναν άνθρωπο. Αφορά τη διεκδίκηση μιας διαφορετικής, πιο δίκαιης συλλογικής μνήμης. Να φέρουμε στο φως εκείνους που έφτιαξαν τη Μελβούρνη εκ των έσω, από τα περιθώρια της αυτοκρατορίας. Να δείξουμε ότι ο χώρος και η μνήμη δεν είναι ποτέ ουδέτερα — διαμορφώνονται μέσα από σύγκρουση και διαπραγμάτευση.

Η εγγραφή του ονόματος Λεκάτσας στον αστικό χάρτη της Μελβούρνης ισοδυναμεί με την επιβεβαίωση μιας αντίρροπης αφήγησης — μιας αφήγησης που αναγνωρίζει τη δράση, την ανθεκτικότητα και την κοινωνική προσφορά εκείνων που ήρθαν από τις περιφέρειες της αυτοκρατορίας και αναδιαμόρφωσαν την μητρόπολη εκ των έσω. Σηματοδοτεί ότι η μνήμη, όπως και ο χώρος, δεν είναι δεδομένα, αλλά κατασκευάζονται — μέσα από διαμάχη, πολυφωνία και συνεχή διαπραγμάτευση. Μια τέτοια πράξη δεν θα τίμα απλώς το παρελθόν· θα μας εφοδίαζε, θεωρητικά και πολιτικά, με τα εργαλεία να οραματιστούμε ένα πιο συμπεριληπτικό αστικό μέλλον.