ΑΦΟΡΜΗ για αυτό το κείμενο ήταν μια συνέντευξη του Θόδωρου Μάρκου στον «Νέο Κόσμο», σχετικά με τη συμμαχία «Φάρος» και την ανάπτυξη της ελληνικής γλώσσας στη Βικτώρια.

Κατ’ αρχάς, συμερίζομαι την ανησυχία της σταδιακής συρρίκνωσης. Άλλωστε, θα ήταν αφελές να διαφωνήσει κανείς με τα γεγονότα.

Συλλέγοντας τις εμπειρίες μου ως γονέας, από τη συμμετοχή μου στην Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης, αλλά και στα πρώτα βήματα του «Φάρου», θα ήθελα να μοιραστώ ορισμένες σκέψεις.

Πρώτον. Αμφιβάλλω αν έχουν καταλάβει όλοι πώς λειτουργεί το scaling των μαθημάτων, αυτό που αποκαλούμε bonus. Θα προσπαθήσω να το εξηγήσω κάπως απλά.

Έστω ότι υπάρχουν τρεις συνολικά υποψήφιοι στο μάθημα των Ελληνικών.

  • Ο μαθητής Α παίρνει στα Ελληνικά 32 και στα υπόλοιπα μαθήματα που επέλεξε, 40.
  • Ο μαθητής Β παίρνει στα Ελληνικά 34 και στα υπόλοιπα μαθήματα 41.
  • Ο μαθητής Γ παίρνει στα Ελληνικά 28 και στα υπόλοιπα μαθήματα 33.

Η αριθμητική απόσταση μεταξύ του βαθμού στα Ελληνικά και των βαθμών στα υπόλοιπα μαθήματα για τον πρώτο μαθητή, είναι 8 βαθμοί, για τον δεύτερο είναι 7 και για τον τρίτο είναι 5. Ο μέσος όρος, ή η μέση απόσταση είναι 8+7+5= 15 δια 3 ίσον 5. Άρα, το μέγιστο bonus που μπορεί να δοθεί στα Ελληνικά είναι το 5 και το παίρνει αυτός/ή που έχει τη μεσαία (median) βαθμολογία και βρίσκεται στην κορυφή του κώδωνα κατανομής της βαθμολογίας. Όσο απομακρυνόμαστε αριστερά και δεξιά (δηλαδή προς το μηδέν και προς το 50), το bonus ελαττώνεται.

Αυτό το σύστημα είναι ένα απλό μαθηματικό μοντέλο, για το οποίο προφανώς μπορούμε να συζητήσουμε αν είναι δίκαιο ή όχι ως αντίληψη. Αυτό όμως που δεν μπορούμε να κάνουμε είναι να ζητάμε «δικαιότερη αντιμετώπιση της ελληνικής γλώσσας» έτσι αόριστα, κυρίως επειδή τα Μαθηματικά σπάνια είναι δίκαια. Αν έχουμε κάποια σχετική πρόταση, πχ να διπλασιάζεται το bonus ειδικά για τα Ελληνικά, ας το πούμε ανοικτά.

Δεύτερον, κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς 12, οι μαθητές δίνουν εξετάσεις εντός του σχολείου σε όσα μαθήματα έχουν επιλέξει, τα SAC (School Assessed Coursework). Για τα Ελληνικά προβλέπονται 4 γραπτά και 2 προφορικά διαγωνίσματα. Επειδή όμως το σύστημα αναγνωρίζει ότι η εσωτερική βαθμολόγηση είναι υποκειμενική, προβλέπεται η διαδικασία του moderation. Αυτό σημαίνει ότι αν μια συγκεκριμένη τάξη, ως σύνολο, τα πάει υπέροχα στα SAC, αλλά κάτω του μετρίου στις τελικές εξετάσεις, ο βαθμός στα SAC μετατοπίζεται ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΑ προς τα κάτω. Προφανώς, μπορεί να συμβεί και το αντίθετο. Αυτό βέβαια που έχει σημασία είναι ότι η εσωτερική κατανομή μιας τάξης δεν αλλάζει. Οποιαδήποτε και αν είναι η μετακίνηση, ο πρώτος μαθητής παραμένει πρώτος και ο τελευταίος παραμένει τελευταίος.

Τι σχέση έχουν τώρα όλα αυτά με τα Ελληνικά.

Προσπαθώντας να καταλάβω τον μηχανισμό όταν έδιναν εξετάσεις τα παιδιά μου, διαπίστωσα κάτι εντυπωσιακό. Στην ιστοσελίδα του VCAA (Victorian Curriculum and Assessment Authority) υπάρχει μια υποσελίδα με τίτλο «2023 grade distributions for graded assessment VCE». Στο μάθημα των Ελληνικών, μπορεί κανείς να δει την κατανομή της βαθμολογίας στα SACs και στις τελικές εξετάσεις. Διαπίστωσα, λοιπόν, ότι στα SACs η πλειοψηφία κινήθηκε περί του Α, ενώ (σχεδόν) κανείς δεν ήταν κάτω από το Β. Αντίθετα, στις τελικές εξετάσεις, η μέγιστη πλειοψηφία κινήθηκε μεταξύ Β και Β+, ενώ το ένα τρίτο των υποψηφίων ήταν στο C+ ή κάτω από αυτό.

Με απλά λόγια, όλοι ανεξαιρέτως πήγαν «καλύτερα» στις εσωτερικές εξετάσεις και «χειρότερα» στις τελικές. Αν εξαιρέσουμε τη στατιστικά απίθανη περίπτωση να «χειροτέρεψαν» απότομα τα Ελληνικά τους τον τελευταίο μήνα, το μόνο συμπέρασμα που απομένει είναι ότι τα σχολεία εσωτερικά έδωσαν βαθμούς που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Για να επανέλθω στο θέμα του κειμένου, όταν οι μισοί μαθητές παίρνουν 40 και πάνω μέσα στο σχολείο, καλλιεργείς την προσμονή ότι τουλάχιστον οι μισοί θα χωρέσουν στο 8% των υποψηφίων που θα πάρει πάνω από 40.

Για να προλάβω κάποιες -πιθανόν λογικές- αντιρρήσεις, να διευκρινίσω ότι έψαξα 7 μαθήματα για τα τελευταία 5 χρόνια, και αυτό που είδα στα Ελληνικά, δεν το είδα σε κανένα άλλο μάθημα.

Τρίτον, σε όλη την πορεία των δικών μου παιδιών στα πρωινά σχολεία και στα σχολεία γλώσσας, διαπίστωσα ότι κανένας εκπαιδευτικός δεν ξέρει πώς λειτουργεί το scaling και το moderation, και το σχόλιο είναι μομφή προς το σύστημα που δεν επιτρέπει αυτενέργεια σε κανέναν, και όχι προς τους εκπαιδευτικούς. Η μόνιμη απάντηση σε κάθε μου ερώτηση ήταν πάνω-κάτω αυτό που έλεγε και η μακαρίτισσα η γιαγιά μου, «να διαβάζετε και να μελετάτε και όλα θα γίνουν».

Η άλλη ανακρίβεια που διαπίστωσα ήταν η μόνιμη απάντηση ότι «όλα αλλάζουν κάθε χρόνο και δεν τα προλαβαίνουμε να ενημερωθούμε». Επειδή εγώ πήγα 5 χρόνια πίσω στο σύστημα των εξετάσεων, πολύ θα ήθελα κάποιος να μου δείξει τι ακριβώς έχει αλλάξει αυτά τα τελευταία χρόνια.

Τέταρτον, ο ελέφαντας στο δωμάτιο. Αναζητούμε την καλλιέργεια και τη διάδοση της Ελληνικής γλώσσας με ανακοινώσεις, εκδηλώσεις και κείμενα στα Αγγλικά. Στα κοινωνικά δίκτυα, στα ίδια τα σχολεία, στους Συλλόγους, στα σεμινάρια, στον Τύπο, στις εκδηλώσεις, στα Φεστιβάλ. Αν επεκταθώ και στα φυσικά πρόσωπα που μιλούν υπέροχα Ελληνικά, αλλά υποστηρίζουν την Ελληνική γλώσσα στα… Αγγλικά, αυτό το κείμενο δεν θα είχε τελειωμό.

Πέμπτον, η Ελληνομάθεια είναι εντελώς παρατημένη από την Ελληνική Πολιτεία. Επανειλλημμένα έχω γράψει επί τούτου, οπότε εδώ θα αρκεστώ σε μια διαπίστωση που είχε κάνει το (όχι και τόσο μακρινό) 2011 ο υπεύθυνος του Γραφείου Εκπαίδευσης του Προξενείου στη Μελβούρνη, κύριος Λαδόπουλος, που επεσήμανε ότι «οι 75 αποσπασμένοι προ κρίσης, έχουν πέσει στους 45 στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία». Ε, λοιπόν, το 2025 ο αριθμός είναι πλέον μονοψήφιος.

Έκτον, πολλά πρωινά σχολεία με τμήματα Ελληνικών ζητούν δασκάλους Ελληνικών και δεν βρίσκουν. Για μένα, αν κάποιος εκπαιδευτικός έχει πιστοποίηση διδασκαλίας της γλώσσας από τη χώρα καταγωγής του, δεν θα έπρεπε να ζητείται αυτή η πληγή της ξενόγλωσσης εκπαίδευσης που λέγεται VIT registration.

Έβδομον, ήσσονος σημασίας η παρατήρηση, αλλά ο Θόδωρος είπε ότι το 2024 οι υποψήφιοι έπεσαν για πρώτη φορά κάτω από τους 200. Η αλήθεια είναι ότι το 2023 οι υποψήφιοι ήταν 198.

Η σκέψη του, όμως, στον πυρήνα της είναι ακριβέστατη: από όσο μπόρεσα να κοιτάξω, τα τελευταία 15 χρόνια δεν υπήρξε καμία χρονιά που οι υποψήφιοι να ήταν περισσότεροι από την προηγούμενη.

Όγδοον, η συρρίκνωση της γλώσσας είναι φυσικό επακόλουθο της συρρίκνωσης της πρώτης γενιάς μεταναστών, κι αυτό ισχύει για όλες τις εθνικότητες. Όλοι ακούμε τα παιδιά μας να μιλούν μεταξύ τους στα Αγγλικά και, μάλλον, είναι παράξενο να περιμένουμε να μιλούν στα δικά τους παιδιά στα Ελληνικά. Αυτή είναι μια πραγματικότητα που θα πρέπει να την καταλάβουμε και ίσως θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι εκτός από τη γλώσσα, υπάρχει και ο πολιτισμός που μας συνδέει.