Κωνσταντίνος Καλυμνιός
Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ αφήγηση γύρω από το ημιαυτόνομο πολιτειακό μόρφωμα των Κοζάκων της Εταιμανίας, που άνθισε στις απέραντες στέπες των σημερινών ουκρανικών εδαφών κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, αναπτύσσεται συνήθως υπό το πρίσμα της σλαβικής αντίστασης, της ορθόδοξης εμμονής και μιας παραδόξως δημοκρατικής δομής, γεννημένης στα όρια του κόσμου. Ωστόσο, μέσα σε αυτόν τον πολυκύμαντο και σφύζοντα βίο, υφαίνεται και ένας πιο λεπτός, συχνά παραμελημένος μίτος: η βαθιά συμβολή του ελληνικού στοιχείου στα πολιτισμικά, πολιτικά και διπλωματικά θεμέλια της Εταιμανίας.
Η Εταιμανία υπήρξε μια μορφή αυτόνομης διοίκησης υπό την ηγεσία των Ουκρανών Κοζάκων, που συγκροτήθηκε μετά την εξέγερση του 1648 εναντίον της Πολωνολιθουανικής Κοινοπολιτείας. Πήρε το όνομά της από τον τίτλο του ανώτατου στρατιωτικού και πολιτικού ηγέτη, τον Εταιμάνο, και λειτούργησε ως de facto ανεξάρτητο κράτος, με δική του στρατιωτική, εκκλησιαστική και διπλωματική δομή. Αν και κατά περιόδους τέθηκε υπό την επιρροή της Οθωμανικής, της Μοσχοβίτικης ή της Πολωνικής εξουσίας, διατήρησε ιδιότυπο καθεστώς αυτονομίας, ιδιαίτερα στην Αριστερή Όχθη του Δνείπερου ποταμού. Η Εταιμανία αποτελεί κρίσιμο κεφάλαιο στην ιστορία της Ουκρανίας, καθώς σ’ αυτήν διαμορφώθηκαν τα πρώτα σπέρματα εθνικής ταυτότητας και κρατικής συγκρότησης του ουκρανικού λαού.
Οι Έλληνες που βρέθηκαν εντός των γεωγραφικών και θεσμικών ορίων του κράτους των Κοζάκων δεν ήταν εφήμεροι έμποροι ή περιθωριακοί γραφείς. Αντιθέτως, αναδείχθηκαν σε καθοριστικούς αρχιτέκτονες της διοικητικής συγκρότησης των συνόρων, μεταλαμπαδεύοντας στην Εταιμανία της Ζαπορίζιας τα πνευματικά κεκτημένα μιας αρχαιότερης και μεσογειακής κληρονομιάς: τη βυζαντινή διπλωματία, τον οικουμενικό παλμό της Ορθοδοξίας και την ευφυή διαπραγματευτική ικανότητα ενός διασπορικού λαού με πολυαιώνια εμπειρία στην άσκηση επιρροής εντός αυτοκρατορικών και εκκλησιαστικών πλαισίων.
Ένας από τους πλέον διακεκριμένους εκπροσώπους αυτής της ελληνικής παρουσίας υπήρξε ο Δανιήλ Ολιβέργιος εκ των Γραικών, ο Αθηναίος, όπως προδίδει το ίδιο του το όνομα, στο οποίο διαφαίνεται τόσο η ελληνική του καταγωγή όσο και η ακτινοβολία της αναγεννησιακής παιδείας. Δεν περιορίστηκε σε διακοσμητικό ή δευτερεύοντα ρόλο, αλλά κατείχε τον ύψιστο τίτλο του διπλωματικού απεσταλμένου του Εταιμάνου Μπογκντάν Χμελνίτσκι, του καθοριστικού εκείνου προσώπου, του οποίου η εξέγερση κατά της πολωνικής κυριαρχίας το 1648 σηματοδότησε την απαρχή της πολιτικής συγκρότησης της Εταιμανίας. Ο προσδιορισμός «de Graecani Atheniensis» δεν είναι τυχαίος· υποδηλώνει όχι μόνο ρίζες στην Αθήνα, κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού, αλλά και μια σκόπιμη επίκληση του κλασικού κύρους.
Επιφορτισμένος με βαρύνουσες αποστολές, ο Ολιβέργιος ανέλαβε λεπτές διαπραγματεύσεις με ξένα κράτη, τη σύνταξη συνθηκών που καθόρισαν την πορεία της περιοχής, καθώς και τη μεταφορά ευαίσθητων πληροφοριών εντός ενός ασταθούς γεωπολιτικού πεδίου. Εγκατεστημένος για μακρά χρονικά διαστήματα σε διοικητικά κέντρα όπως το Τσιγκιρίν και το ολοένα πιο κοσμοπολίτικο Κίεβο, κινούνταν σε κύκλους ιεραρχών, λογίων, διπλωματών και πρακτόρων. Σε αυτό το πλαίσιο, η ελληνική του ταυτότητα αποτελούσε σφραγίδα νομιμοποίησης, που του άνοιγε τις πύλες μιας κοινής ορθόδοξης οικουμένης και των εδραιωμένων παραδόσεων της ελληνικής εκκλησιαστικής διπλωματίας. Το γεγονός ότι του αποδόθηκε τέτοια εμπιστοσύνη φανερώνει την υψηλή εκτίμηση που έτρεφε η Εταιμανία για τους Έλληνες μεσολαβητές, ιδίως στο σύνθετο πλέγμα των οθωμανικών, βενετικών και μοσχοβίτικων επιρροών.
Ένας ακόμη επιφανής απεσταλμένος υπήρξε ο Ασταμάτος, γνωστός στις ουκρανικές πηγές ως Οσταματένκο, εκπρόσωπος των Εταιμάνων Γιούρι Χμελνίτσκι και Πέτρο Ντοροσένκο στις αποστολές τους προς την Υψηλή Πύλη στην Κωνσταντινούπολη. Το όνομά του, αδιαμφισβήτητα ελληνικό, υποδεικνύει καταγωγή από τις ακτές του Αιγαίου ή των Βαλκανίων, και είναι πολύ πιθανόν ότι διατηρούσε δεσμούς, είτε εξ αίματος είτε μέσω συνάφειας, με το Φαναριώτικο περιβάλλον, το οποίο αποτελούσε το επίκεντρο της ελληνικής πνευματικής, εκκλησιαστικής και διπλωματικής ζωής εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, άλλοτε φλεγόμενο κέντρο του Βυζαντίου, ο Ασταμάτος συναναστρεφόταν πατριάρχες, βεζύρηδες, δραγουμάνους και θεολόγους της αυλής. Το πολυσχιδές του έργο, η εξασφάλιση της τουρκικής συναίνεσης για την αυτονομία της Ουκρανίας, η προστασία των ορθόδοξων δικαιωμάτων και η αποτροπή των επεμβάσεων Μοσχοβιτών και Πολωνών, απαιτούσε όχι μόνο γλωσσική και πολιτισμική επάρκεια, αλλά και αριστοκρατική σταθερότητα χαρακτήρα και πνεύματος. Στο πρόσωπό του ενσαρκώθηκε εκείνο το ιδιαίτερο ελληνικό χάρισμα: η διαμεσολάβηση μεταξύ πνευματικά συγγενών αλλά πολιτικά διηρημένων ορθόδοξων κόσμων.
Οι περιπτώσεις αυτές δεν είναι απομονωμένα περιστατικά αλλά ενδείξεις ενός ευρύτερου φαινομένου: της αφομοίωσης Ελλήνων ατόμων και οικογενειών στις ανώτερες βαθμίδες της κυβερνώσας τάξης της Εταιμανίας, της σταρσίνια. Η στρατιωτοδιοικητική αυτή τάξη, αποτελούμενη από δικαστές, στρατηγούς και διοικητές, σταδιακά εξελίχθηκε σε γαιοκρατική αριστοκρατία, που συνέθεσε τη μαχητικότητα των στέπας με τον καλλιεργημένο βίο της ανατολικοευρωπαϊκής ευγένειας. Ανάμεσα στις επιφανείς οικογένειες συγκαταλέγονται οι Τομάρα, Καπνίστ, Τερναβιώτ, Λεβίτσκι, Γιάνζουλ, Κωνσταντίνοβιτς, Χριστοφορόβιτς, Μανουϊλόβιτς, Ουρσάλ, Μοτονής, Κομπούρλεϊ, Μαζαπέτα και Μαζαράκη. Αν και πολλά ονόματα προσαρμόστηκαν φωνητικά, διατηρούν το αναγνωρίσιμο άκουσμα της ελληνικής τους προέλευσης.
Η οικογένεια Τομάρα διακρίθηκε στην Αριστερή Όχθη της Ουκρανίας, αποκτώντας αξιώματα συνταγματαρχών και ευγενών. Διοικούσαν εκτεταμένες περιοχές, απέδιδαν τοπική δικαιοσύνη και κατοικούσαν σε οχυρωμένα αρχοντικά, από όπου διοικούσαν με σύνεση και πυγμή. Πιστοί στην Ορθόδοξη Εκκλησία, χρηματοδοτούσαν μοναστήρια και φρόντιζαν για τη μόρφωση των γιων τους στη φημισμένη Ακαδημία Κιέβου-Μοχιλά, φάρο της μεταβυζαντινής θεολογικής και κλασικής παιδείας.
Εξίσου επιφανής υπήρξε η οικογένεια Καπνίστ, με ρίζες, κατά πάσα πιθανότητα, στη Ζάκυνθο, και μετακίνηση μέσω των θαλάσσιων δρόμων του Εύξεινου Πόντου. Σε λίγες μόλις γενιές, είχαν ενσωματωθεί πλήρως στον ουκρανικό πολιτικό και πολιτισμικό ιστό. Πιο γνωστός εκπρόσωπος υπήρξε ο Βασίλειος Καπνίστ (1758–1823), λογοτέχνης και διπλωμάτης. Το σατιρικό του έργο «Γιαμπέντα» στηλίτευσε με δηκτικότητα τη διαφθορά της αυτοκρατορικής διοίκησης, ενώ το κτήμα του στην Πολτάβα αποτέλεσε εστία φιλοσοφικού και καλλιτεχνικού στοχασμού. Η συμβολή του αγκάλιασε και τον ρωσικό Διαφωτισμό, αποδεικνύοντας τη δύναμη του ελληνικού πνεύματος να διαμορφώνει τα πολιτισμικά θεμέλια των αυτοκρατοριών. Υπήρξε υπέρμαχος της επανασύστασης των Κοζάκων της Ζαπορίζια και αντιτάχθηκε στη δουλοπαροικία στη Ρωσία.
Η οικογένεια Τερναβιώτ, πιθανότατα προερχόμενη από τα Τρίκαλα, διακρίθηκε στον στρατιωτικό και οικονομικό τομέα. Η ανέλιξή τους αποτελεί παράδειγμα της ελληνικής προσαρμοστικότητας και της πολιτισμικής οξυδέρκειας, χαρακτηριστικά που τους επέτρεψαν να ενσωματωθούν σε ξένα διοικητικά περιβάλλοντα διατηρώντας, ωστόσο, την ιστορική μνήμη της καταγωγής τους.
Η οικογένεια Μαζαράκη, της οποίας το όνομα παραπέμπει στα Ιόνια Νησιά ή την Πελοπόννησο, διακρίθηκε στις πόλεις Χλούχιβ και Νίζιν, όπου υπήρξε προστάτιδα της ορθόδοξης εκπαίδευσης και της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής. Τα μέλη της υπηρέτησαν ως δικαστές, συμβολαιογράφοι και πολιτικοί παράγοντες, προσδίδοντας στην πολιτική ζωή τη λεπτότητα και τη μεθοδικότητα της ελληνικής αστικής παράδοσης.
Οι οικογένειες Κομπούρλεϊ, Ουρσάλ, Μοτονής και Μανουϊλόβιτς είναι λιγότερο καταγεγραμμένες, αλλά τα ονόματά τους φέρουν το ξεκάθαρο αποτύπωμα της ελληνικής διασπορικής ταυτότητας. Πολλές ξεκίνησαν ως έμποροι, προμηθευτές στρατού ή γραμματείς εκκλησιαστικών ιδρυμάτων, και σταδιακά ανήλθαν μέσω επιμέλειας, προσφοράς και στρατηγικών συμμαχιών.
Στο οικογενειακό τους περιβάλλον, αυτοί οι ελληνικής καταγωγής ευγενείς διατηρούσαν τις πνευματικές και οικιακές παραδόσεις της πατρίδας. Οι εικόνες τους έφεραν ελληνικές επιγραφές, οι βιβλιοθήκες φιλοξενούσαν τον Όμηρο, τον Μέγα Βασίλειο και τον Χρυσόστομο, και οι προσευχές είχαν τον ηχητικό απόηχο της βυζαντινής λειτουργίας. Οι κήποι τους μύριζαν βασιλικό και θυμάρι, ενώ τα παιδιά τους μεγάλωναν με ιστορίες του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των μαρτύρων της Κωνσταντινούπολης.
Στον δημόσιο βίο, όμως, δεν ξεχώριζαν από τους Κοζάκους συμπολίτες τους. Έφεραν την ίδια ενδυμασία, συμμετείχαν σε παρελάσεις, σε συνόδους, και βίωναν πλήρως τον ρυθμό της ρουθηνικής ορθοδοξίας. Μόνο τα ονόματά τους, μαρτυρούσαν την ετερότητά τους.
Η ελληνική επίδραση στη θρησκευτική ζωή της Εταιμανίας υπήρξε εξίσου θεμελιώδης. Έλληνες κληρικοί και λόγιοι διαμόρφωσαν τη θεολογική κατάρτιση των Ουκρανών σπουδαστών. Το Κίεβο διατηρούσε σταθερούς δεσμούς με το Άγιον Όρος και τα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως και Ιεροσολύμων. Οι σχέσεις αυτές ενισχύονταν από λαϊκούς Έλληνες, που συνόδευαν επισκόπους, μετέφραζαν δογματικά κείμενα και λειτουργούσαν ως γέφυρες μεταξύ των σλαβικών ιεραρχιών και της ελληνόφωνης οικουμένης.
Καθώς εντείνονταν οι πιέσεις εκπολωνισμού και Ουνίας, και η Μόσχα επιχειρούσε να επιβάλει συγκεντρωτισμό, η μνήμη του Βυζαντίου, όπως μεταδιδόταν από ελληνικά χείλη, προσέφερε στην ελίτ της Εταιμανίας ένα πνευματικό και ιδεολογικό έρεισμα. Έτσι, η ελληνική παρακαταθήκη σε αυτή την πολιτεία δεν υπήρξε απλώς πολιτική ή διοικητική, αλλά βαθιά πνευματική. Ζωντάνευε τις λειτουργίες, κοσμούσε τα τέμπλα και διέπνεε τις χειρονομίες της δημόσιας ευσέβειας.
Η ιστορία των Ελλήνων στην Εταιμανία δεν αποτελεί δευτερεύουσα υποσημείωση της ευρύτερης αφήγησης· είναι θεμέλιό της. Αποτυπώνει μια διασπορά που αφομοιώθηκε χωρίς να σβήσει, που υπηρέτησε με τιμή και παρήγαγε δημιουργικά, που ενίσχυσε καθοριστικά μια κοινωνία στα όρια του κόσμου. Είτε ως απεσταλμένοι σε σουλτάνους, είτε ως ποιητές που στηλίτευαν την εξουσία, είτε ως μεσολαβητές σε κοινοτικές εντάσεις, οι Έλληνες αυτοί χάραξαν μια ανεξίτηλη πορεία στην ουκρανική ιστορία.
Σε μια εποχή κατά την οποία οι εθνικές ιστορίες συχνά εξομοιώνονται σε μονολιθικά σχήματα, η ελληνική συμβολή στην Εταιμανία αποτελεί πολύτιμη υπενθύμιση: ο πολιτισμικός πλούτος γεννιέται από την πολυπλοκότητα, όχι την ομοιομορφία. Η Εταιμανία δεν υπήρξε ποτέ αποκλειστικά Κοζάκικη. Ήταν, σε μεγάλο βαθμό, και ελληνική. Και το ελληνικό πνεύμα, ανθεκτικό, διασπορικό, φωτεινό, βρήκε, στις στέπες, έναν νέο γόνιμο τόπο για να συνεχίσει την πολιτισμική του αποστολή.