Πενήντα ένα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, η πληγή της διχοτόμησης παραμένει ανοιχτή.
Για κάποιους είναι προσωπικό βίωμα, για άλλους, αναμνήσεις από παιδικά καλοκαίρια που κόπηκαν στη μέση, και για τους νεότερους, μια κληρονομημένη νοσταλγία που μεταφέρθηκε με λέξεις, φωτογραφίες και σιωπές.
Μιλήσαμε με τρεις γυναίκες της ίδιας οικογένειας —μητέρα, κόρη κι εγγονή— που μοιράζονται το ίδιο όνομα και την ίδια μνήμη, καθεμία με τον δικό της τρόπο.
Από τη Γύψου της Αμμοχώστου ως τη Μελβούρνη, οι ιστορίες τους υφαίνουν έναν κοινό ιστό μνήμης, αξιοπρέπειας και αγάπης για την Κύπρο.

ΜΙΡΑΝΤΑ ΑΡΤΕΜΙΟΥ: «ΦΥΓΑΜΕ ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΑΣ»
Ονομάζομαι Μιράντα Αρτεμίου. Γεννήθηκα και ζούσα στη Γύψου, ένα χωριό στην Eπαρχία Αμμοχώστου. Το 1970 παντρεύτηκα τον Αρτέμιο Αρτεμίου, από τη Μηλιά και τέσσερα χρόνια μετά, τον Ιούλη του ’74, ήρθε η εισβολή και ανέτρεψε τα πάντα.
Φύγαμε από τις πρώτες μέρες. Η μητέρα μου, τα δυο κοριτσάκια μου –η Ισαβέλλα τριών χρόνων, η Δήμητρα έξι μηνών, ακόμη αβάπτιστη– κι εγώ. Δεν πήραμε τίποτα μαζί μας. Ούτε ρούχα ούτε πάνες ούτε γάλα για το μωρό. Μόνο την ψυχή μας, για να σωθούμε από τους βομβαρδισμούς. Είδαμε τις βόμβες να πέφτουν με τα μάτια μας.

Ο άντρας μου και ο αδελφός μου ήταν στην πρώτη γραμμή, έκτακτοι έφεδροι. Πατέρες και οι δυο, με μωρά αβάπτιστα στα χέρια τους. Μας έσωσε ο πεθερός του αδελφού μου – μας πήρε όλους και μας πήγε στις αγγλικές βάσεις. Εκείνη ήταν η τελευταία φορά που είδαμε το χωριό μας.
Η ζωή μας άλλαξε από τη μια στιγμή στην άλλη. Όλοι στο δρόμο, μέσα στο φόβο, με ό,τι μέσο βρίσκαμε – αυτοκίνητα, τρακτέρ, οτιδήποτε. Πήγαμε στην Ορμήδεια, μας φιλοξένησαν φτωχοί άνθρωποι, στην αυλή τους το καλοκαίρι. Τρώγαμε από το υστέρημά τους. Το σπίτι ανήκε στον μακαριστό Μισό – δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ.
Ο πατέρας μου, Δημήτρης Νεοφύτου –ο μυλωνάς της Γύψου, όπως τον ήξεραν όλοι– εγκλωβίστηκε μαζί με πολλούς συγχωριανούς και κατοίκους των γύρω χωριών της επαρχίας Αμμοχώστου. Είχε δέκα μύλους, ηλεκτροκίνητους, τροφοδοτούσε όλα τα γύρω χωριά με αλεύρι. Υπό τουρκική φρουρά, συνέχισε να δουλεύει τον μύλο. Βοήθησε τους συγχωριανούς να έχουν ψωμί και τροφή για τα ζώα. Βασανίστηκε από τους Τούρκους αλλά έσωσε πολλούς νέους που έμειναν στο χωριό γιατί μιλούσε πολύ καλά τουρκικά και τους συμβούλευε να μην μιλούν για πολιτικά. Μετά την ανταλλαγή στο «Λήδρα Πάλας», ο πατέρας μου γύρισε στην Ορμήδεια. Κανένας δεν αναγνώρισε ποτέ τη θυσία του πατέρα μου.

Παραμείναμε δυο χρόνια στην Κύπρο, μένοντας σε εγκαταλελειμμένα σπίτια Τουρκοκυπρίων στη Λεμεσό. Ήταν παλιά και χωρίς ευκολίες – μα τουλάχιστον είχαν στέγη για τα παιδιά. Ο σύζυγός μου έφυγε στην Αγγλία για δουλειά, να μαζέψει τα χρήματα για τα εισιτήριά μας. Και το 1976 φτάσαμε στη Μελβούρνη.
Ξεκινήσαμε από το μηδέν. Δεν είχαμε συγγενείς εδώ – μόνο έναν εξάδελφο της μητέρας μου που μας φιλοξένησε λίγο. Εγώ έπιασα δουλειά την ημέρα, ο σύζυγός μου το βράδυ. Πληρώναμε δυο δάνεια για να αγοράσουμε το μικρό μας σπίτι. Αργότερα, φέραμε και τους γονείς μου εδώ όπου έμειναν όλη τη ζωή τους. Έχοντας πλέον βοήθεια, το 1981 έφερα στον κόσμο και τον «Αυστραλό» μας, τον Σάββα μας. Ήταν όμορφο για τα παιδιά να μεγαλώνουν με τον παππού και τη γιαγιά.
Τα πεθερικά μου, παρ’ όλες τις προσπάθειές μας δεν κατάφεραν να προσαρμοστούν στην Αυστραλία και έμειναν στην Κύπρο σε συνοικισμό. Αυτό μας έκανε να επιστρέφουμε κάθε χρόνο, ώστε να μην στερηθούν τον μονάκριβο γιο τους, τα εγγόνια και δισέγγονά τους.
Όταν σκέφτομαι την Κύπρο, πονάω. Γιατί αφήσαμε πίσω τη ζωή μας, τις ρίζες μας, τον μύλο του πατέρα μου, τα χώματα που μας μεγάλωσαν. Και παρ’ ότι χτίσαμε εδώ μια νέα ζωή, η παλιά δεν ξεχνιέται. Η πληγή δεν έκλεισε ποτέ.

ΙΣΑΒΕΛΛΑ DJIRKALLI: «ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΣΕ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΗΔΗ ΠΛΗΓΩΘΕΙ»
Ήμουν τριών ετών όταν η Κύπρος βρέθηκε υπό βίαιη κατοχή. Θυμάμαι ζωηρά μια σειρά από λευκές σκηνές προσφύγων – ένα μοτίβο πολέμου και ειρήνης, μια συνύπαρξη ασφάλειας και ευαλωτότητας. Για μένα, το συναίσθημα του εκτοπισμού είναι βαθιά ριζωμένο, αναπόσπαστο από την ταυτότητά μου.
Η λέξη «πατρίδα» είναι για μένα και τόπος και εσωτερικό βίωμα. Είναι η ταυτότητά μου. Έχω έναν τόπο γέννησης και μια πατρίδα – είναι σαν να έχω δύο καρδιές που χτυπούν μαζί, ένας δεσμός που συντηρεί την ψυχή μου. Νιώθω περήφανη που γεννήθηκα στην Κύπρο και ευλογημένη που η Αυστραλία έγινε το σπίτι μου.
Οι γονείς και οι παππούδες μου μιλούσαν πάντα για την εισβολή και τα χρόνια του πολέμου με βαθιά θλίψη – πάντα όμως μαζί με γλυκές αναμνήσεις, με μια τρυφερή νοσταλγία για ό,τι χάθηκε. Δεν θυμάμαι την απειλή της εισβολής, αλλά νιώθω μέσα μου το τραύμα και τον φόβο των άλλων. Η δική μου εμπειρία του πολέμου δεν βασίζεται σε εικόνες, αλλά σε μια βαθιά, έμφυτη αίσθηση απώλειας. Είναι μια μνήμη που δεν μου ανήκει και όμως είναι δική μου – μια νοσταλγία που γεννά μια ανεξήγητη θλίψη.
Μεγαλώνοντας, ένιωσα ότι έχω καθήκον να διατηρήσω ζωντανή τη μνήμη των παππούδων και των γονιών μου – των ηρώων μου. Τρέφω βαθιά αγάπη για την Κύπρο και τον Ελληνισμό. Είμαι ευγνώμων για την ελπίδα και τις ευκαιρίες που μου χάρισε η απόφασή τους να μεταναστεύσουν στην Αυστραλία. Τα κλαδιά αυτών των δύο τόπων πλέκονται μέσα μου σε ένα στεφάνι από δάφνη–σύμβολο του θριάμβου του πνεύματος.
Το τραύμα του πολέμου και της αδικίας είναι πάντα παρόν, σαν σκιά στο φόντο της ζωής μας. Μα όσο επουλώνονται οι ψυχικές πληγές, τόσο δυναμώνει μέσα μου η φλόγα της πολιτιστικής μου ταυτότητας. Κι αυτό για μένα είναι το απόλυτο σύμβολο επιβίωσης. Είναι ο μηχανισμός άμυνάς μου.

ΑΡΤΕΜΙΣ DJIRKALLI: «ΚΟΥΒΑΛΩ ΜΙΑ ΜΝΗΜΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΖΗΣΑ»
Η οικογένειά μου κατάγεται από την Αμμόχωστο – μια πόλη στην οποία δεν μπορούμε πια να επιστρέψουμε. Το 1974, κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής, οι προπαππούδες μου, οι παππούδες μου, η μητέρα μου Ισαβέλλα (τριών ετών τότε) και η θεία μου Δήμητρα (μόλις έξι μηνών) αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το σπίτι τους μέσα σε ένα βράδυ, παίρνοντας μαζί τους μόνο ό,τι μπορούσαν να κουβαλήσουν.
Μία από τις ιστορίες που δεν μπορώ να ξεχάσω είναι αυτή όπου η μητέρα μου, μαζί με τη γιαγιά Χρυστάλλα, έθαψαν στο χώμα χρυσά νομίσματα με την ελπίδα πως μια μέρα θα γύριζαν πίσω να τα βρουν. Εκείνη η μέρα δεν ήρθε ποτέ.
Οι ελάχιστες φωτογραφίες που σώθηκαν στάλθηκαν σε συγγενείς στο Ηνωμένο Βασίλειο πριν από την εισβολή. Αργότερα μας τις επέστρεψαν και σήμερα είναι από τα λίγα χειροπιαστά ίχνη της ζωής που χάθηκε.
Το να κουβαλάς μια μνήμη που δεν έζησες μοιάζει με το να κουβαλάς κληρονομημένο πένθος – ένα τραύμα που φωλιάζει στο σώμα σου, παρ’ ότι δεν έζησες τα γεγονότα. Δεν υπάρχει κάθαρση, μόνο διηγήσεις για έναν απλό και όμορφο χωριό, και κάποιες φωτογραφίες που επέζησαν.
Αν και δεν το έζησα, νιώθω το βάρος του. Αναρωτιέμαι συχνά πώς θα ήταν η ζωή μου αν ο πόλεμος δεν είχε γίνει – αν η οικογένειά μου δεν είχε ξεριζωθεί.

Το να μεγαλώνεις ως Ελληνοκύπρια στην Αυστραλία σημαίνει να ζεις ανάμεσα σε δύο κόσμους. Είχα την ασφάλεια και τις ευκαιρίες που προσφέρει η Αυστραλία, αλλά μεγάλωσα και με έναν πόθο για μια πατρίδα που δεν γνώρισα ποτέ – μια πατρίδα που μας πήραν.
Αυτή η κληρονομιά με έκανε να εκτιμήσω βαθιά την κουλτούρα μας, τη μοναδική διάλεκτο, τις παραδόσεις και το φαγητό μας. Η ταυτότητά μου είναι πολυεπίπεδη… Ανήκω σε μια ελληνική Διασπορά που κρατά την Κύπρο ζωντανή μέσα από τα μικρά καθημερινά – από τον τρόπο που μαγειρεύουμε, μέχρι τον τρόπο που μιλάμε και θυμόμαστε.
Για την οικογένειά μου, η «επιστροφή» δεν είναι μόνο όνειρο – είναι κάτι που ζήσαμε, έστω όχι όπως κάποτε ελπίζαμε. Τέσσερις γενιές –η προγιαγιά μου, οι παππούδες μου, οι γονείς μου και εγώ– σταθήκαμε μαζί στη Γύψου και τη Μηλιά, τα χωριά που αναγκάστηκαν να αφήσουν πίσω.
Περπατήσαμε στους δρόμους που κάποτε αποκαλούσαν σπίτι, σταθήκαμε έξω από τα σπίτια που δεν μας ανήκουν πια, και ακούσαμε τις ιστορίες τους εκεί όπου είχαν ξεκινήσει.
Για μας, η επιστροφή ήταν μια πράξη μνήμης. Βοήθησε να γεφυρώσουμε το παρελθόν με το παρόν, προσφέροντας μια σύνδεση με μια ιστορία που δεν έζησα, αλλά που νιώθω βαθιά ότι με αφορά.
Η ΜΝΗΜΗ ΔΕΝ ΤΕΜΑΧΙΖΕΤΑI
Πενήντα ένα χρόνια μετά την εισβολή, η Κύπρος παραμένει μοιρασμένη, όμως στις καρδιές αυτών των τριών γυναικών, το νησί υπάρχει ενιαίο: με τις πληγές του, τα χωριά του, τους ανθρώπους του – όσους έφυγαν, όσους έμειναν, όσους γεννήθηκαν με την απουσία.
Από τη Μιράντα που έφυγε «μόνο με την ψυχή της», στην Ισαβέλλα που μεγάλωσε «σε έναν κόσμο ήδη πληγωμένο», και στην Αρτέμιδα που «κουβαλά μια μνήμη που δεν έζησε», βλέπουμε πως η μνήμη δεν χρειάζεται να είναι προσωπική για να είναι ζωντανή.
Κάθε γενιά βρίσκει τον δικό της τρόπο να θυμάται, να διεκδικεί, να αγαπά. Και όσο υπάρχει κάποιος που συνεχίζει να αφηγείται την αλήθεια, να μνημονεύει τα χωριά με το όνομά τους, να επιστρέφει – έστω και με το βλέμμα – η επιστροφή δεν είναι μόνο σύμβολο. Είναι στάση ζωής.
Γιατί, τελικά, η πατρίδα δεν χάνεται όσο δεν την ξεχνάμε…