Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ κατέθεσε σε ομοσπονδιακό δικαστήριο του Μαϊάμι μήνυση για δυσφήμηση κατά των Dow Jones, News Corp, του μεγιστάνα των ΜΜΕ Ρούπερτ Μέρντοχ και δύο δημοσιογράφων της εφημερίδας Wall Street Journal, αξιώνοντας αποζημίωση ύψους 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (15,5 δισ. AUD).

Η μήνυση αφορά δημοσίευμα της WSJ σχετικά με επιστολή που φέρεται να έστειλε το 2003 ο Τραμπ στον Τζέφρι Επστάιν με αφορμή τα 50ά του γενέθλια και περιελάμβανε σκίτσο με σεξουαλικά υπονοούμενα, υποδηλώνοντας μια προσωπική σχέση μεταξύ των δύο ανδρών.

Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Truth Social, ο Αμερικανός πρόεδρος ξιφουλκεί κατά μέσων μαζικής ενημέρωσης που, όπως λέει, επιδίδονται σε εκστρατεία «fake news».

«Καταθέσαμε μόλις μια ηχηρή μήνυση εναντίον όλων όσοι εμπλέκονται στη δημοσίευση του ψευδούς, κακόβουλου, δυσφημιστικού, FAKE NEWS ‘άρθρου’ σε αυτήν την άχρηστη ‘πατσαβούρα’, τη Wall Street Journal. Αυτή η ιστορική νομική ενέργεια ασκείται κατά των αποκαλούμενων συγγραφέων αυτής της δυσφήμησης, της πλήρως ατιμασμένης πλέον WSJ, καθώς και των εταιρικών ιδιοκτητών και συνεργατών της, με τον Ρούπερτ Μέρντοχ και τον Ρόμπερτ Τόμσον (όποιος κι αν είναι ο ρόλος του!) στην κορυφή της λίστας», γράφει ο Τραμπ και συνεχίζει:

«Με αίσθημα υπερηφάνειας, έχουμε καταστήσει υπόλογους το ABC και τον Τζορτζ Σλοπαντόπουλος (σ.σ. τον Τζορτζ Στεφανόπουλος), το CBS και την (εκπομπή) 60 Minutes, τα fake βραβεία Πούλιτζερ και τόσους άλλους που ασχολούνται και προωθούν αηδιαστικά ΨΕΜΑΤΑ, ακόμη και ΑΠΑΤΗ, στον αμερικανικό λαό».

«Αυτή η μήνυση δεν κατατέθηκε μόνο εκ μέρους του αγαπημένου σας προέδρου, ΕΜΟΥ, αλλά προκειμένου επίσης να συνεχίσουμε να υπερασπιζόμαστε ΟΛΟΥΣ τους Αμερικανούς οι οποίοι δεν θα ανέχονται πλέον τις αυθαίρετες αδικίες των MME με τα Fake News (σ.σ. τις ψευδείς ειδήσεις). Ελπίζω ο Ρούπερτ και οι ‘φίλοι’ του να ανυπομονούν για τις πολύωρες καταθέσεις και μαρτυρίες στις οποίες θα κληθούν σε αυτήν την υπόθεση».

ΑΠΟΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΕΓΓΡΑΦΩΝ

Στο μεταξύ, το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ ζήτησε εντέλει να αποχαρακτηριστούν τα έγγραφα που αφορούν τον Επστάιν, μια υπόθεση που έχει φέρει σε δύσκολη θέση τον πρόεδρο Τραμπ τις τελευταίες ημέρες.

Ο χρηματιστής Τζέφρι Επστάιν συνελήφθη και κατηγορήθηκε τον Ιούλιο του 2019 για σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκων και σύσταση συμμορίας με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκων.

Έναν μήνα αργότερα βρέθηκε απαγχονισμένος στο κελί του και, με βάση το επίσημο πόρισμα, αυτοκτόνησε.

Ο θάνατος αυτού του φίλου πολλών σταρ και ισχυρών πολιτικών τροφοδότησε πλήθος συνωμοσιολογικών θεωριών, σύμφωνα με τις οποίες τον δολοφόνησαν για να εμποδίσουν τις αποκαλύψεις που θα έκανε για ιδιαίτερα προβεβλημένα πρόσωπα.

Ευρισκόμενος υπό πίεση, από μέρος των Ρεπουμπλικάνων, ο Τραμπ ζήτησε επίσης από την υπουργό Δικαιοσύνης να δώσει στη δημοσιότητα όλες τις καταθέσεις που δόθηκαν στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας σε βάρος του Επστάιν.

Η υπουργός Παμ Μπόντι επιβεβαίωσε ότι είναι «έτοιμη» να ζητήσει να αρθεί το δικαστικό απόρρητο σε ό,τι αφορά τις καταθέσεις που δόθηκαν σε Επιτροπή Ενόρκων.

Με βάση το αμερικανικό σύστημα, η Επιτροπή Ενόρκων αποτελείται από πολίτες που επιλέγονται τυχαία και, αφού μελετήσουν μαρτυρίες και αποδείξεις σε μια υπόθεση, κρίνουν εάν υπάρχει λόγος να ασκηθούν διώξεις σε κάποιο πρόσωπο.

Ο Τραμπ διευκρίνισε ότι η απόφαση για τη δημοσιοποίηση των πρακτικών θα ληφθεί από τα δικαστήρια και όχι από τον ίδιο.

Ο Ντάνιελ Γκόλνταμ, Δημοκρατικός βουλευτής και πρώην ομοσπονδιακός εισαγγελέας, σχολίασε πάντως ότι τα έγγραφα που θέλει να δημοσιοποιήσει η κυβέρνηση αφορούν μόνο τον Επστάιν και τη σύντροφό του, την Γκισλέν Μάξγουελ, που έχει ήδη καταδικαστεί για την υπόθεση, και δν γίνεται αναφορά σε άλλα ονόματα.

Ο Τραμπ βρίσκεται υπό πίεση εδώ και μία εβδομάδα καθώς ακόμη και κάποιοι υποστηρικτές του κατηγορούν την κυβέρνηση ότι θέλησε να κλείσει πολύ γρήγορα την υπόθεση, μολονότι είχε δεσμευτεί να κάνει αποκαλύψεις.

Μέλη του κινήματος Make America Great Again  ζητούν εδώ και χρόνια να δοθεί στη δημοσιότητα η υποτιθέμενη «κρυφή λίστα» των πελατών του Επστάιν.

Πριν από δέκα ημέρες όμως το υπουργείο Δικαιοσύνης και η ομοσπονδιακή αστυνομία, το FBI, έκριναν ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις για την ύπαρξη τέτοιας λίστας ή ότι κάποια πρόσωπα εκβιάστηκαν.

Η ανακοίνωση αυτή έγινε δεκτή με σωρεία οργισμένων αναρτήσεων από λογαριασμούς των MAGA στους ιστοτόπους κοινωνικής δικτύωσης.

Ο Τραμπ αντέδρασε αποκαλώντας «ηλίθιους» τους υποστηρικτές του και ζητώντας τους «να ασχοληθούν με κάτι άλλο», κατηγορώντας ταυτόχρονα τους Δημοκρατικούς ότι «ενορχήστρωσαν» την εμπλοκή του στην υπόθεση.