Έχουμε… συνηθίσει ίσως -και δυστυχώς- να διαβάζουμε ότι το δημογραφικό αποτελεί «βόμβα» για την Ελλάδα.

Η μείωση των γεννήσεων και η γήρανση του πληθυσμού απειλεί ωστόσο και την Αυστραλία, όπως προειδοποιούν, όλο και συχνότερα οι ειδικοί.

Ο δείκτης γονιμότητας της χώρας βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί ποτέ λόγω παραγόντων όπως το κόστος της καθημερινής διαβίωσης και η δυσκολία στην απόκτηση ή ακόμα και την ενοικίαση κατοικίας.

Οι δαπάνες για την ανατροφή ενός παιδιού είναι για πολλούς απαγορευτικές στο να προχωρήσουν στο επόμενο βήμα στη ζωή τους, τη δημιουργία οικογένειας ή αύξηση των μελών της.

Δεν είναι όμως μόνο η Ελλάδα και η Αυστραλία. Έκθεση του ΟΗΕ προειδοποιούσε πρόσφατα ότι ένα τοξικό μείγμα οικονομικών εμποδίων και σεξισμού εμποδίζει εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον Κόσμο να αποκτήσουν όσα παιδιά επιθυμούν.

«Παράγοντες όπως το υψηλό κόστος της ανατροφής παιδιών, η εργασιακή ανασφάλεια, η εκτίναξη των τιμών στέγασης, η ανησυχία για την πορεία του πλανήτη και η έλλειψη κατάλληλου συντρόφου αποτελούν σημαντικά εμπόδια» ανέφερε η υπηρεσία UNFPA.

Έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε 14 χώρες έδειξε ότι σχεδόν 20% των ερωτηθέντων δεν έχουν όσα παιδιά θα επιθυμούσαν.

Το κυριότερο πρόσκομμα στην απόκτηση παιδιών είναι το χαμηλό εισόδημα, με 39% των ερωτηθέντων να αναφέρουν ότι τα οικονομικά προβλήματα συνέβαλαν στο να μην κάνουν όσα παιδιά θα ήθελαν.

Οι γυναίκες έχουν διπλάσιες πιθανότητες από τους άνδρες να δηλώσουν ότι η άνιση κατανομή των σπιτικών βαρών αποτελεί παράγοντα στην απόφασή τους να κάνουν λιγότερα παιδιά ή να μην αποκτήσουν καθόλου.

Ακόμα, 1 στους 5 είπε ότι ο φόβος για το μέλλον εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, των πολέμων και των πανδημιών τούς εμπόδισε από το να κάνουν περισσότερα παιδιά.

Ο ΟΟΣΑ από την πλευρά του κρούει τον κώδωνα ότι με πολύ πιο αργό ρυθμό θα αυξάνονται τα εισοδήματα στις πλούσιες χώρες, λόγω της γήρανσης των πληθυσμών, εκτός και εάν ενισχυθεί η συμμετοχή των γυναικών, των ατόμων τρίτης ηλικίας και των μεταναστών στην αγορά εργασίας.

Σύμφωνα με τον οργανισμό, ως αποτέλεσμα της υπογεννητικότητας, ο αριθμός των ανθρώπων σε ηλικία εργασίας θα μειωθεί κατά 8% μέχρι το 2026.

Μάλιστα, στο ένα τέταρτο των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ (στον οποίο ανήκουν η Ελλάδα και η Αυστραλία) θα μειωθεί κατά τουλάχιστον 30%.

Το αποτέλεσμα είναι ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ θα αναπτύσσεται με βραδύτερο ρυθμό, καθώς θα εργάζεται μικρότερο μερίδιο του πληθυσμού.

«Ο αντίκτυπος της γήρανσης των πληθυσμών απειλεί την ίδια την ατμομηχανή της οικονομικής ανάπτυξης, η οποία εξαρτάται από τους ανθρώπινους πόρους για να υπάρξει δραστηριότητα», δήλωσε ο Στέφανο Σκαρπέτα, διευθυντής Απασχόλησης στον ΟΟΣΑ. «Η οικονομία μπήκε σε μια νέα εποχή, στην οποία η πρόκληση στρέφεται από την έλλειψη θέσεων εργασίας σε έλλειψη εργαζομένων».

Η ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

Η Αυστραλία αντιμετωπίζει την πιθανότητα μείωσης του πληθυσμού και υπεροχής των θανάτων έναντι των γεννήσεων, κάτι που θα μπορούσε να έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες για το εργατικό δυναμικό και την οικονομία, προειδοποιούν οι ειδικοί.

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την SBS, νέα ανάλυση δεδομένων από την εταιρεία KPMG διαπίστωσε ότι, ενώ ο αριθμός των γεννήσεων το 2024 αυξήθηκε σε σχέση με το προηγούμενο έτος, εξακολουθεί να είναι χαμηλότερος από τα επίπεδα προ πανδημίας.

«Αυτό σημαίνει ότι η Αυστραλία βρίσκεται τώρα σε μια φάση γήρανσης του πληθυσμού και σε ένα ‘σημείο καμπής’ όσον αφορά τη διατήρηση του τρόπου ζωής μας», όπως αναφέρεται.

Η ανάλυση της KPMG εξέτασε στοιχεία για τις γεννήσεις της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ABS) και διαπίστωσε ότι στη χώρα το ποσοστό γονιμότητας -ο μέσος αριθμός παιδιών που γεννιούνται από μια γυναίκα κατά τη διάρκεια της ζωής της- ήταν στο 1,51 για το 2024.

Πολύ κάτω από το 2,1 που είναι το ποσοστό «αντικατάστασης» το οποίο είναι αναγκαίο για τη διατήρηση της «φυσικής» αύξησης του πληθυσμού (δίχως να υπολογίζεται η μετανάστευση).

Τα τελευταία 30 χρόνια το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί σιγά-σιγά από 1,86 το 1993 (μια μικρή ανάκαμψη είχε σημειωθεί την περίοδο 2005-2010).

Πέρυσι, σε εθνικό επίπεδο, γεννήθηκαν 292.500 παιδιά, έναντι 285.000 το προηγούμενο έτος.

Ωστόσο, τα ποσοστά γεννήσεων είναι πολύ χαμηλότερα από τα προηγούμενα έτη, καθώς μεταξύ 2013 και 2019 καταγράφηκαν πάνω από 300.000 γεννήσεις ετησίως.

Η ανάλυση διαπίστωσε επίσης ότι τα ποσοστά γεννήσεων μειώνονται περισσότερο στις μητροπολιτικές περιοχές σε σύγκριση με τις περιφέρειες.

Ο αριθμός γεννήσεων στις πρωτεύουσες μειώθηκε κατά -μέσο όρο- 6,5% μεταξύ 2019 και 2024.

Ενδεικτικά, στη μητροπολιτική περιοχή του Σίδνεϊ η μείωση ήταν 9,4% στην πενταετία (από 66.570 σε 60.310 ετησίως), ενώ στην υπόλοιπη Νέα Νότια Ουαλία καταγράφηκε αύξηση 3,6% (από 31.450 σε 32.570).

Αντίστοιχα, στη μητροπολιτική περιοχή της Μελβούρνης η μείωση ήταν 8,2% (από 60.690 σε 55.730), ενώ στην υπόλοιπη Βικτώρια καταγράφηκε αύξηση 9% (από 16.130 σε 17.580).

Ο Terry Rawnsley, οικονομολόγος της KPMG για θέματα αστικών περιοχών, σχολίασε ότι η οικονομική κατάσταση κάθε νοικοκυριού και το κόστος διαβίωσης, ιδίως στις μεγάλες πόλεις, είναι βασικοί παράγοντες που οδηγούν σε αυτήν την πτώση στις γεννήσεις.

«Η αύξηση των ενοικίων, των δόσεων των στεγαστικών δανείων και του κόστους της παιδικής φροντίδας στις μητροπολιτικές περιοχές εμποδίζουν τα σχέδια των ανθρώπων να δημιουργήσουν ή να μεγαλώσουν την οικογένειά τους», είπε στην SBS.

«Αντίθετα, οι περιφερειακές κοινότητες συνεχίζουν να αναδύονται ως δημοφιλείς τόποι για να ζήσουν, να εργαστούν και να μεγαλώσουν μια οικογένεια, με την οικονομική προσιτότητα να αποτελεί πλέον προτεραιότητα για πολλούς Αυστραλούς».

Η Liz Allen, δημογράφος στο Κέντρο Κοινωνικής Πολιτικής του Εθνικού Πανεπιστημίου της Αυστραλίας, επισήμανε ότι, αν και η ανάλυση βασίζεται σε προκαταρκτικά στοιχεία της ABS, είναι ανησυχητική για τον πληθυσμό της Αυστραλίας.

Είπε ότι το ποσοστό γονιμότητας τείνει να πέσει κάτω από τα επίπεδα αντικατάστασης από τη δεκαετία του 1970 και τώρα πλησιάζει σε «κρίσιμο σημείο».

«Ουσιαστικά έχουμε φτάσει στο ναδίρ και θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανακάμψουμε», είπε.

«Θα είναι ένα έργο που θα απαιτήσει τεράστια πολιτική και πολιτική παρέμβαση».

Υπογράμμισε δε ότι πολλοί νέοι στην Αυστραλία μπορεί να θέλουν να κάνουν παιδιά, αλλά είτε αλλάζουν τα σχέδιά τους είτε αποποιούνται την ιδέα λόγω των προκλήσεων που συνεπάγεται η απόκτηση τους, λόγω οικονομικών ή περιβαλλοντικών ανησυχιών.

Η κα Allen περιγράφει αυτό το φαινόμενο ως «περιορισμένη επιλογή» (constrained choice).

«Στο επίκεντρο όλων αυτών βρίσκεται η έλλειψη ελπίδας, η φθίνουσα ελπίδα και μια βαθιά αβεβαιότητα και φόβος για το αύριο», σχολίασε η ίδια, προσθέτοντας:

«Υπάρχουν πολλά πολύ μεγάλα ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι Αυστραλοί: Η προσιτή στέγαση, η οικονομική ανασφάλεια, η ανισότητα των φύλων και η κλιματική αλλαγή συνυπάρχουν και βαρύνουν αρκετά τους ανθρώπους και βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των διαδικασιών λήψης αποφάσεων όταν σκέφτονται να αποκτήσουν ένα παιδί ή ένα δεύτερο παιδί».

Επισήμανε ακόμα ότι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2050, ο αριθμός των θανάτων στην Αυστραλία θα μπορούσε να υπερβεί τον αριθμό των γεννήσεων, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση του πληθυσμού, η οποία θα γίνει «πραγματική προοπτική».

Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει λιγότερα άτομα που εργάζονται και πληρώνουν φόρους στην Αυστραλία σε σχέση με τους εκτός εργασίας, γεγονός που θα μπορούσε να ασκήσει πίεση στα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης και στις κυβερνητικές υπηρεσίες.

Κάτι που… θυμίζει Ελλάδα.

«Επί του παρόντος, τα κρατικά έσοδα της Αυστραλίας προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από τον φόρο εισοδήματος των φυσικών προσώπων», εξήγησε η κα Allen.

«Αυτό σημαίνει ότι αν παρατηρήσουμε γήρανση του πληθυσμού και μείωση του αριθμού των ατόμων που εισέρχονται στην αγορά εργασίας, τα έσοδα του προϋπολογισμού θα μειωθούν. Θα πρέπει να κάνουμε περισσότερα με λιγότερα χρήματα από το κράτος στο μέλλον».

Η ίδια εκτιμά ότι είναι απίθανο η Αυστραλία να δει μια «ανάκαμψη» του μέσου αριθμού γεννήσεων ανά γυναίκα χωρίς «δραστικές και πολύ γρήγορες» αλλαγές πολιτικής σε τομείς όπως η προσιτότητα της στέγασης, η οικονομική ασφάλεια, η ισότητα των φύλων και η δράση για το κλίμα.

Ωστόσο, ο κ. Rawnsley, ο οικονομολόγος της KPMG, ανέφερε ότι τα στοιχεία δείχνουν «λόγους για αισιοδοξία», όπως ότι τα ποσοστά γεννητικότητας θα μπορούσαν να ανακάμψουν περαιτέρω αν αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα.

«Ενώ πολλοί Αυστραλοί εξακολουθούν να διστάζουν λόγω των πιέσεων του κόστους διαβίωσης, όσοι έχουν λίγο περισσότερα χρήματα στην τράπεζα στρέφουν τώρα την προσοχή τους στο να κάνουν ξανά οικογένεια», είπε.

«Η ανάκαμψη των γεννήσεων είναι απολύτως βέβαιη, με το ποσοστό γεννήσεων να αναμένεται να φτάσει τις 300.000 το επόμενο έτος».

«Ωστόσο, θα χρειαστεί ακόμη κάποιος χρόνος μέχρι να ξεπεράσουμε τον μαγικό αριθμό των 350.000 που απαιτείται για να διατηρήσουμε τον τρόπο ζωής μας μέχρι τον 21ο αιώνα».

Σύμφωνα με έκθεση του 2024 του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), το ποσοστό γονιμότητας μειώθηκε από 3,3 σε 1,5 μεταξύ 1960 και 2022 σε όλες τις χώρες-μέλη του, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα.

Η χώρα με το χαμηλότερο ποσοστό γονιμότητας ήταν η Νότια Κορέα, με μέσο όρο 0,7 παιδιά ανά γυναίκα το 2023.

Στην Ελλάδα ο εν λόγω δείκτης γονιμότητας μόλις που υπερβαίνει το 1,3 και είναι ένας από τους χαμηλότερους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

«Η Αυστραλία, όπως και μεγάλο μέρος του Κόσμου, αντιμετωπίζει μια ανθρωπιστική καταστροφή», τόνισε η κα Allen.

«Το πρόβλημα είναι ότι έχουμε αναβάλει το πρόβλημα για τόσο καιρό, που τώρα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με πολλαπλές κρίσεις».

«Βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σημείο και είτε θα πέσουμε στον γκρεμό… είτε θα κάνουμε κάτι και θα ανοίξουμε ένα μονοπάτι προς τα εμπρός (αλλά) δε βλέπω καμία πραγματική προσπάθεια για να ξεπεράσουμε αυτό το κρίσιμο σημείο».