Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το καλοκαίρι του 1974, άφησε πίσω της χιλιάδες νεκρούς, εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες, ξεριζωμό, λεηλασία.
Αλλά και ένα ακόμη βαθύ τραύμα: οι αγνοούμενοι.
Πάνω από 1.600 άνθρωποι δεν επέστρεψαν ποτέ στο σπίτι τους. Νέοι, στρατιώτες, άμαχοι, παιδιά, ηλικιωμένοι. Άλλοι χάθηκαν στις μάχες, άλλοι συνελήφθησαν και εξαφανίστηκαν χωρίς ίχνος. Για τις οικογένειές τους, ο χρόνος πάγωσε.
Μία από αυτές είναι και η οικογένεια του Ανδρέα Φαρφαρά. Πενήντα ένα χρόνια μετά, η αδελφή του, Νίκη Φαρφαρά, μοιράζεται με τον «Νέο Κόσμο» την ιστορία που σημάδεψε ανεξίτηλα τη ζωή τους.

Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΓΥΡΙΣΕ ΠΟΤΕ
«Ο αδελφός μου, ο Ανδρέας, ήταν μόλις 18 χρονών όταν χάθηκε…», ξεκινά τη διήγησή της η κα Φαρφαρά, με φωνή σταθερή, αλλά φορτισμένη από την αγωνία μιας αναμονής που κρατά δεκαετίες.
«Μετά το Λύκειο, ήθελε πρώτα να ολοκληρώσει τη θητεία του στον στρατό και μετά να συνεχίσει τις σπουδές του. Είχε περάσει πρώτος στις Παγκύπριες εξετάσεις και είχε γίνει δεκτός στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Περήφανος και αποφασισμένος να σπουδάσει…».
Σταματά για λίγο. Τον θυμάται, όπως ήταν τότε – με τα βιβλία στο χέρι και το βλέμμα μπροστά. Και συνεχίζει…
«Μετά την πρώτη εισβολή, επικοινώνησε με τον πατέρα μας. Μας είπε ότι ήταν καλά και πως η μονάδα του, η 181 Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού, κατευθυνόταν προς το Συγχαρί, στον Ανατολικό Πενταδάκτυλο. Στη δεύτερη εισβολή, μάθαμε ότι ενεπλάκησαν σε μεγάλη μάχη. Δεν ξανακούσαμε νέα του».
Ο Ανδρέας Φαρφαράς βρίσκεται από τότε στη λίστα των αγνοουμένων.
Η ΣΙΩΠΗ ΠΟΥ ΠΟΝΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠ’ ΟΛΑ
«Η μάχη ήταν άνιση, μας είπαν. Οι πυροβολητές αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τα πόστα τους. Πολέμησαν μέχρι τέλους…».
Η κα Φαρφαρά παίρνει μια βαθιά ανάσα. Η σιωπή της, εύγλωττη.
«Από τότε, ο Ανδρέας μας βρίσκεται στη λίστα των αγνοουμένων», λέει και το βλέμμα της σκοτεινιάζει.
«Η μητέρα μας… αποπειράθηκε δύο φορές να περάσει την Πράσινη Γραμμή. Να πάει στα κατεχόμενα, να βρει το παιδί της. Όλα αυτά τα χρόνια ζούσαμε μέσα σε ένα βαρύ, φορτισμένο περιβάλλον», λέει. «Με τη συνεχή αναφορά, με το κλάμα της μητέρας μας για τον αγνοούμενο Ανδρέα… Δεν περνούσε μέρα χωρίς να πει το όνομά του. Ιδιαίτερα τον Ιούλη – και κάθε Ιούλη – το σπίτι μας βούλιαζε στη σιωπή και στη θλίψη. Ο Ανδρέας ήταν καθημερινά στα χείλη της μητέρας. Και στα δικά μας».

ΑΝΑΜΟΝΗ ΧΩΡΙΣ ΤΕΛΟΣ
Ο πατέρας της οικογένειας δεν άντεξε το μεγάλο χτύπημα. Έφυγε νωρίς.
«Η μητέρα μας βρίσκεται πλέον στο τελευταίο στάδιο της ζωής της και, όσο είχε τα λογικά της, δεν εγκατέλειψε ποτέ την ελπίδα της επιστροφής του παιδιού της», λέει η κα Φαρφαρά.
Όπως εξηγεί, οι ανταλλαγές αιχμαλώτων πραγματοποιήθηκαν σε δώδεκα επιχειρήσεις, υπό την επίβλεψη του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, στο χώρο του πρώην ξενοδοχείου «Λήδρα Πάλας». Αργότερα, οι απελευθερωμένοι αιχμάλωτοι μεταφέρονταν στην Ξενοδοχειακή Σχολή της Λευκωσίας, όπου παραδίδονταν στους οικείους τους.
«Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ την πίκρα των γονιών μας, κάθε φορά που επέστρεφαν από τη Λευκωσία στην Πάφο, μετά την παράδοση των αιχμαλώτων — και ο αδελφός μας δεν ήταν ανάμεσά τους. Έφταναν πάντα πρώτοι και έφευγαν τελευταίοι, με την ελπίδα πως ίσως κατέβει και ο τελευταίος αιχμάλωτος, να τον ρωτήσουν, να πιαστούν από μια λέξη, από μια ελπίδα».
Μα όλες οι απαντήσεις ήταν ίδιες: κανείς δεν τον είχε δει στις φυλακές της Τουρκίας.
Κάποιοι τον είχαν δει, όμως, να πολεμά. Μέχρι εκεί. Μετά… σκορπίστηκαν όλοι για να σωθούν.
Η ΖΩΗ ΜΕΤΑ: ΜΝΗΜΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ
Η συνέχεια της διήγησης της Νίκης Φαρφαρά μας ταξιδεύει βαθύτερα στην πληγή που άνοιξε η εισβολή.
«Καθώς μεγαλώναμε εγώ και τα αδέρφια μου, συνειδητοποιούσαμε πως τίποτα δεν θα ήταν όπως πριν. Είχαμε χάσει για πάντα την ανεμελιά της παιδικής μας ηλικίας. Οι μνήμες από τον πόλεμο, από τις τραγικές στιγμές της εισβολής, δεν μας άφηναν ποτέ.
Πώς να ξεχάσουμε τις βόμβες;
Πώς να ξεχάσουμε πως φύγαμε άρον-άρον, χωρίς τίποτα;
Κι όμως, πολλές φορές φέρναμε στο μυαλό μας το σπίτι μας στα κατεχόμενα και τα ευτυχισμένα χρόνια που ζήσαμε εκεί. Αυτή η σκέψη μάς ηρεμούσε κάπως και μας έδινε δύναμη να συνεχίσουμε».
Η ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΩΛΕΙΑ
Κι όμως, η καθημερινότητα έπρεπε να συνεχιστεί. Μα τίποτα πια δεν ήταν ίδιο. Όπως λέει η κα Φαρφαρά, ο αντίκτυπος του πολέμου δεν περιορίστηκε στη γη που χάθηκε — πέρασε μέσα τους.
«Ο πόλεμος αυτός σημάδεψε την οικογένειά μας καθοριστικά. Οι Τούρκοι κατέλαβαν την πόλη μας, την Αμμόχωστο, και όλη μας η περιουσία, που βρισκόταν στα κατεχόμενα, χάθηκε. Από τη μια στιγμή στην άλλη, γίναμε πρόσφυγες. Έπρεπε να ξεκινήσουμε τη ζωή μας από την αρχή — σε μια άλλη πόλη, σε μια άλλη επαρχία και αργότερα στην Αυστραλία. Όμως, το πιο βαθύ τραύμα, η πιο μεγάλη απώλεια, ήταν ο αδερφός μας. Ο Ανδρέας, που για το κράτος θεωρείται ‘αγνοούμενος’».
Κι όμως, για την οικογένειά του είναι πάντα παρών.

Ο ΑΓΩΝΑΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
«Στα 30 χρόνια — και πέρσι, στα 50 — μας απονεμήθηκε Τιμητικό Δίπλωμα για την προσφορά του στην πατρίδα. Κι όμως, 51 χρόνια μετά, η αγωνία μας παραμένει ζωντανή», λέει η Νίκη Φαρφαρά.
«Ανησυχούμε βαθιά για την κατάσταση στην Κύπρο. Η διεθνής κοινότητα εξακολουθεί να αδιαφορεί για το Κυπριακό και την επίλυσή του».
Με λόγια λιτά, εκφράζει την ευγνωμοσύνη της οικογένειας προς όσους κρατούν τη μνήμη και τον αγώνα ζωντανό:
«Εκ μέρους και όλων των μελών της οικογένειας Κ. Φαρφαρά, ευχαριστούμε την ελληνική παροικία που στέκεται αταλάντευτα υπέρ της Κύπρου. Αυτό παίζει σημαντικό ρόλο στη στάση που κρατά η Αυστραλία για την επίλυση του Κυπριακού».
«ΔΕΝ ΞΕΧΝΑΜΕ»
Το κάλεσμα της Νίκης Φαρφαρά, αδερφής του 18χρονου αγνοούμενου οπλίτη Ανδρέα Φαρφαρά, είναι ξεκάθαρο:
«Και φέτος, όπως κάθε χρόνο, πρέπει να στηρίξουμε τις εκδηλώσεις της ΣΕΚΑ. Να φωνάξουμε πως δεν ξεχνάμε. Και πως συνεχίζουμε τον αγώνα για μια ελεύθερη, ανεξάρτητη και ενωμένη Κύπρο».