Γιατί αποφοίτησαν μόνο 196 μαθητές στα Ελληνικά στο VCE το 2023; Γιατί η ελληνική γλώσσα -αν μου επιτρέπεται, η Ρωμιοσύνη– χάνεται σιγά-σιγά, εδώ στη Μελβούρνη;
Λέμε ότι οι σύλλογοί μας ευημερούν. Είμαστε ικανοποιημένοι που στηρίζουμε την πολιτιστική μας κληρονομιά. Κάθε χρόνο, όμως, ακούω ότι η γλώσσα μας χάνεται στη Διασπορά.
Η σημαντικότητα της γλώσσας στη διατήρηση της ιστορίας και του πολιτισμού μας δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Η γλώσσα είναι το κύριο μέσο επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπων. Είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να γνωρίσει κανείς και να συνδεθεί με την ελληνική τέχνη, τον πολιτισμό και τον λαό. Αλλιώς είναι να διαβάζεις μια μετάφραση του τραγουδιού «Ρόζα» από τον Δημήτρη Μητροπάνο, και αλλιώς να νιώθεις αυθόρμητα τα λόγια την ώρα που τραγουδιούνται. Εκεί δημιουργείται ένας βαθύτερος συναισθηματικός δεσμός με τη μουσική. Η γλώσσα και ο πολιτισμός είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι. Το ένα επηρεάζει την εξέλιξη του άλλου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι οι Ινουίτ (ιθαγενείς του Καναδά) που διαθέτουν έως και 52 λέξεις για το χιόνι, γεγονός που καταδεικνύει πόσο βαθιά συνδέεται ο πολιτισμός τους με το περιβάλλον τους. Έτσι αναρωτιέμαι: βιώνουμε κρίση παιδείας ή κρίση πολιτισμικής συνάφειας;
Ας εξετάσουμε αρχικά τα στοιχεία σχετικά με τον δείκτη που, απ’ ό,τι φαίνεται, όλοι θεωρούν καταλληλότερο μέτρο: τον αριθμό των μαθητών που ο αποφοίτησαν τα Ελληνικά στο VCE.
Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ VCE
Το ποσοστό των μαθητών που ολοκληρώνουν το Unit 4 των Ελληνικών στο VCE, σε σχέση με το σύνολο των υποψηφίων VCE της ίδιας χρονιάς, έχει μείνει –τουλάχιστον από το 2006– σχετικά σταθερό. Το χαμηλότερο ποσοστό που εντόπισα ήταν 1,8 % των μαθητών VCE το 2006· το πιο πρόσφατο (2023) ανέρχεται στο 2,4 %, δηλαδή, μόλις 0,1 % κάτω από την κορύφωση του 2,5 % το 2007. Έτσι, ο συνολικός μέσος όρος διαμορφώνεται στο 2,2 %. [1]
Στο γράφημα με τα ετήσια στοιχεία· η διακεκομμένη πορτοκαλί γραμμή (γραμμική τάση) υποδηλώνει μια ελαφρά, αλλά στατιστικά ασήμαντη, προβλεπόμενη αύξηση στο σχετικό ενδιαφέρον για τη φοίτηση στα Ελληνικά.
Το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει μειωθεί ο συνολικός αριθμός των μαθητών που επιλέγουν τα Ελληνικά στο VCE. Στο επόμενο γράφημα παρουσιάζεται, για κάθε σχολικό έτος, ο αριθμός των μαθητών που φοιτούν Ελληνικά στο VCE. Η γραμμική τάση υποδηλώνει ότι η καθοδική πορεία αναμένεται να συνεχιστεί. (Πάνω στο ίδιο διάγραμμα έχει υπερτεθεί με πορτοκαλί το προηγούμενο ποσοστό-γράφημα για σύγκριση).
Τα παραπάνω δεδομένα προέρχονται από το VCAA· οι στήλες δείχνουν πόσοι μαθητές ολοκλήρωσαν τα Ελληνικά στο VCE με χαρακτηρισμό «ικανοποιητικό»—δηλαδή, πέτυχαν/πέρασαν την τάξη. [2]
Εξετάζοντας το ποσοστό των μαθητών που εγγράφονται σε όλες τις γλώσσες [1], διαπιστώνουμε ότι τα Ελληνικά έχουν διατηρήσει μεγαλύτερη σταθερότητα σε σύγκριση με πολλές άλλες γλώσσες. Οι Ιταλοί φίλοι μας δείχνουν μια ελαφρώς πτωτική τάση (τουλάχιστον χαμηλότερη από τη δική μας), ενώ η μελέτη της Κινεζικής (Μανδαρινικής) παρουσιάζει επίσης αισθητή κάμψη τα τελευταία χρόνια.
Ενδιαφέρον έχει ότι, αν εξετάσουμε την απογραφή του 2021 [3] για τον πληθυσμό της Βικτώριας με τα αντίστοιχα πολιτισμικά υπόβαθρα, διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχει ισχυρή συσχέτιση ανάμεσα στο μέγεθος του πληθυσμού και στο ποσοστό των μαθητών που σπουδάζουν τη γλώσσα στο VCE.
Από τις οκτώ γλώσσες με το μεγαλύτερο ποσοστό ολοκλήρωσης στο VCE, τα Ιαπωνικά κατέχουν την πρώτη θέση από το 2019 και παραμένουν αδιάλειπτα στην πρώτη τριάδα από το 2006. Και όλα αυτά παρ’ ότι η ιαπωνόφωνη κοινότητα στη Βικτώρια είναι η μικρότερη ανάμεσα στις άλλες οκτώ.
Δεν θεωρώ ότι η επιτυχής ολοκλήρωση των Ελληνικών στο VCE συνιστά ασφαλές κριτήριο για το πόσο καλά συντηρείται η γλώσσα στη Μελβούρνη· ωστόσο, τα σχετικά δεδομένα φωτίζουν τους παράγοντες που παρακινούν κάποιον να μάθει μια γλώσσα.
Αυτή η διαπίστωση με οδηγεί στον κύριο άξονα του παρόντος δοκιμίου.
Μήπως βλέπουμε το δέντρο και χάνουμε το δάσος;
Συνήθως, οι άνθρωποι λαμβάνουν αποφάσεις που οδηγούν σε πράξεις για κάποιον λόγο. Για να το κάνω πιο σαφές: επέλεξα να σπουδάσω Φυσική, επειδή ήξερα ότι στο πανεπιστήμιο ήθελα τελικά να ασχοληθώ με τη Μηχανική. Ένας Έλληνας φίλος μου σπούδασε Μανδαρινικά, γιατί οι γονείς του πίστευαν ότι δεδομένου η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Αυστραλίας, θα του φανούν χρήσιμα αργότερα στη ζωή. Και όμως, ο ίδιος φίλος μετά βίας μπορεί να συνομιλήσει μαζί μου στα Ελληνικά. Ακόμη κι οι γονείς του, που μιλούν σχετικά άνετα τη γλώσσα μας, μου απευθύνονται μόνο στα Αγγλικά, παρ’ ότι εγώ, μάταια, τους απαντώ στα Ελληνικά. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Οι άνθρωποι αποφασίζουν να μάθουν μια γλώσσα μόνο όταν είναι πεπεισμένοι ότι θα τους προσφέρει ουσιαστικό όφελος. Η συνάφεια μιας γλώσσας, κατά τη γνώμη μου, εμπίπτει σε δύο βασικές κατηγορίες:
Η πρώτη είναι η oικονομική/πολιτική βαρύτητα της χώρας-φορέας – γλώσσες όπως τα Αγγλικά ή τα Μανδαρινικά αποκτούν αξία επειδή συνδέονται με οικονομική ισχύ και διεθνή επιρροή. Σ’ αυτή την περίπτωση, το κίνητρο είναι πρωτίστως πρακτικό και υλικό, όπως συνέβη με τον φίλο μου.
Η άλλη είναι πολιτιστική ακτινοβολία – όταν η ίδια η κουλτούρα που εκφράζει μια γλώσσα γίνεται ελκυστική. Αυτό ισχύει, θεωρώ, με τα Ιαπωνικά: οι νέοι δεν τα επιλέγουν για να ενισχύσουν ιδιαίτερα το βιογραφικό τους, αλλά επειδή τα ιαπωνικά πολιτιστικά προϊόντα έχουν διαποτίσει τη δυτική ποπ κουλτούρα. Επομένως, επιθυμούν —με προσωπική πρωτοβουλία- να γνωρίσουν βαθύτερα την ιστορία και τον πολιτισμό της Ιαπωνίας· και ο πιο αποτελεσματικός τρόπος είναι μέσω της ίδιας της γλώσσας.
Οπότε, πού μας οδηγεί αυτό;
Φαντάζει ασφαλέστερο να ποντάρουμε ολόκληρο το ταμείο του Ελληνικού Δημοσίου σε μια παρτίδα μπλακ-τζακ, παρά να στηριχθούμε στην ελληνική κυβέρνηση για να καταστήσει τη χώρα γεωπολιτικά ή οικονομικά σημαντική. Εξίσου άτοπο θα ήταν να περιμένουμε από την Ελλάδα να ξαναζωντανέψει το ενδιαφέρον για τη γλώσσα μας. Αλλά, η πολιτιστική συνάφεια βρίσκεται υπό τον δικό μας έλεγχο — έστω και αν δύσκολα θα φτάσουμε το επίπεδο των Ιαπώνων.
Έτσι θέτω το ερώτημα: τι είναι εκείνο στον πολιτισμό μας —ή στον τρόπο που τον προβάλλουμε— που πρέπει να αλλάξει για να αγγίξει τις νεότερες γενιές;
Αυτό με οδηγεί στο επόμενο ζήτημα: τι σημαίνει στ’ αλήθεια ο πολιτισμός μας στη σημερινή ιστορική συγκυρία, ιδίως για εμάς τους Ελληνοαυστραλούς που ζούμε τόσο μακριά από την Ελλάδα;
Χωρίς την αλαζονεία να το απαντήσω μόνος, πήρα συνεντεύξεις από 25 νέους ηλικίας 19-29 ετών, ρωτώντας τους τι σημαίνει για αυτούς να είναι Έλληνες, γιατί επέλεξαν να δραστηριοποιηθούν στην ελληνική κοινότητα και πώς σχετίζονται με τη γλώσσα. Σχεδόν όλοι κατέχουν ηγετικούς ρόλους στην Ομογένεια, συμμετέχοντας σε οργανισμούς όπως το NUGAS ή σε Συμβούλια Ελληνικής Νεολαίας.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΟΑΥΣΤΡΑΛΟΣ;
Δεδομένου του περιορισμένου μεγέθους του δείγματος, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι τα παρατηρούμενα μοτίβα δεν διαθέτουν την απαιτούμενη ισχύ για ακαδημαϊκή αυστηρότητα.
Παρατηρήθηκε εντυπωσιακά μικρή ποικιλία στις απαντήσεις που έλαβα. Οι περισσότεροι υποστήριξαν ότι η ελληνικότητα αποτελεί ισχυρό στοιχείο της προσωπικής τους ταυτότητας∙ επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούν, δημιουργούν φιλίες και αλληλεπιδρούν με τον κόσμο. Ωστόσο, όταν κλήθηκαν να προσδιορίσουν τι ακριβώς είναι αυτή η ελληνικότητα και πώς εκδηλώνεται, οι απαντήσεις —πέρα από ορισμένες ορθόδοξες παραδόσεις (πιο συχνή αναφορά το βάψιμο των κόκκινων αυγών το Πάσχα)— παρουσίασαν μεγάλη ποικιλία. Δηλώθηκε δυσφορία για τα «woggy» στερεότυπα (τουλάχιστον γνωρίζουμε τι δεν θεωρούμε ότι είμαστε), ενώ πολλοί ανέφεραν τον χορό και τη μουσική. Εντούτοις, η πλειονότητα τόνισε ότι η «ελληνικότητα» είναι κυρίως ένα βίωμα, ένα αίσθημα. Στην ερώτηση τι σημαίνει αυτό, οι περισσότεροι υπογράμμισαν την έντονη αίσθηση κοινότητας, την αλληλοϋποστήριξη και το πάθος. Θα υποστήριζα, όμως, ότι αυτά τα χαρακτηριστικά είναι πρωτίστως ανθρώπινα και όχι κατ’ ανάγκη αποκλειστικά ελληνικά.
Ενδιαφέρον είχε η απάντηση μιας νεαρής, η οποία μου αφηγήθηκε την ιστορία δύο ανθρώπων:
*Ο πρώτος είναι ελληνικής καταγωγής, μιλά τη γλώσσα, αλλά δεν συμμετέχει στην ελληνική κοινότητα ούτε στο πολιτιστικό γίγνεσθαι.
*Ο δεύτερος είναι αγγλικής καταγωγής, μιλά επίσης Ελληνικά και, επιπλέον, χορεύει και παίζει ελληνική μουσική.
Με αυτό το ερώτημα κατά νου, ας στραφούμε σύντομα στην ιστορία, για να δούμε πώς αυτοπροσδιορίζονταν —και αυτοπροσδιορίζονται— οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί.
ΤΙ ΘΑ ΕΛΕΓΑΝ ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΜΑΣ;
Στην αρχαία και κλασική Ελλάδα, για να σε θεωρήσουν Έλληνα -και όχι «βάρβαρο» ξένο- έπρεπε να μιλάς Ελληνικά, να λατρεύεις τους ίδιους θεούς και να θεωρείσαι «πολιτισμένος». Επειδή όμως υπήρχαν πολλές Πόλεις-Κράτη που εντάσσονταν ή δεν εντάσσονταν στον ελληνικό κόσμο, το κριτήριο του «πολιτισμού» εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από το αν σε αποδέχονταν οι ισχυρότερες πόλεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι Μακεδόνες του Φιλίππου Β΄ και του Αλεξάνδρου: ουσιαστικά αναγνωρίστηκαν ως Έλληνες μόνον αφού κατέστησαν ισχυρή πολιτική και στρατιωτική δύναμη, κάτι που επισφραγίστηκε με τη συμμετοχή τους στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι τους αποδέχτηκαν σχεδόν απρόθυμα και υπό πίεση—γεγονός ενδιαφέρον, αν σκεφτούμε πόσο έντονα τους διεκδικούμε σήμερα (εύλογα, αφού ο ίδιος ο Αλέξανδρος αυτοπροσδιοριζόταν ως Έλληνας).
Τελικά, οι Έλληνες πέρασαν υπό ρωμαϊκή κυριαρχία και, όταν πια η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έσβησε —ύστερα από σχεδόν χίλια πεντακόσια χρόνια— όσοι ζούσαν στην Ανατολική (τη σημερινή «Βυζαντινή») Αυτοκρατορία δεν αυτοπροσδιορίζονταν πλέον ως «Έλληνες», αλλά ως Ρωμιοί, δηλαδή ελληνόφωνοι Ρωμαίοι. Στο βυζαντινό πλαίσιο η λέξη «Έλλην» λειτουργούσε συχνά ως μειωτικός χαρακτηρισμός, ισοδύναμος με «ειδωλολάτρης» ή «αλλόθρησκος», επειδή είχε ταυτιστεί με τον παγανισμό και την ειδωλολατρία. Χαρακτηριστικά, ο Ιωάννης Χρυσόστομος, κορυφαίος θεολόγος και πατέρας της Εκκλησίας, κηρύττει στο «Κατά Ἰουδαίων καὶ Ἑλλήνων»: «Οἱ Ἕλληνες μανίας ἐμπίπλαται· δαίμονας σέβουσι, καί τελετάς ἀσεβείας ἔχουσιν».
Ο ίδιος όρος χρησιμοποιήθηκε μάλιστα για να συκοφαντηθούν μορφές όπως ο Ιουστινιανός και η Θεοδώρα, δύο από τους επιφανέστερους βυζαντινούς ηγέτες. Έτσι φαίνεται ότι κατά την περίοδο αυτή, τα δύο καίρια κριτήρια για να θεωρηθεί κανείς «Έλληνας» ήταν να είναι Ορθόδοξος Χριστιανός και να μιλά την ελληνική γλώσσα.
Αν και ο όρος «Ἕλλην» άρχισε να αποβάλλει μέρος του στίγματός του προς τα τέλη της Βυζαντινής Περιόδου, στην πράξη μόνον κατά την εποχή που προηγήθηκε της Επανάστασης του 1821 —στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό— άρχισε να συντελείται μια σύνθεση ανάμεσα στους ανθρώπους και τον πολιτισμό της προ- και πρώιμης ρωμαϊκής Ελλάδας και στις παραδόσεις των Ελλήνων υπό Βυζαντινή και Οθωμανική κυριαρχία. Έτσι η λέξη έχασε οριστικά το αρνητικό της φορτίο και η «Ἑλλάς» ταυτίστηκε με αυτό που σήμερα αποκαλούμε σύγχρονο ελληνικό έθνος.
Πού, λοιπόν, βρισκόμαστε σήμερα;
ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ
Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τον ευρύτερο Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση που μόλις είχε προηγηθεί. Η έννοια του εθνικού κράτους άρχισε τότε να αποκρυσταλλώνεται στην Ευρώπη, και οι πατριώτες Έλληνες —συχνά εύποροι, εγκατεστημένοι εκτός της ηπειρωτικής Ελλάδας και πάντοτε μορφωμένοι— χρειάστηκε να διαμορφώσουν ένα ελληνικό αφήγημα και μια ταυτότητα ικανή να κινητοποιήσει τον ελληνικό πληθυσμό σε συντονισμένη εξέγερση. Πιο σημαντικό ακόμη, αυτή η αφήγηση —ενός λαού με ιστορία που εκτείνεται έως τα βάθη της αρχαιότητας— ήταν απαραίτητη ώστε να ενωθούν όλοι υπό το όνομα του ελληνικού έθνους.
Πολλοί από τους συνομιλητές μου μού είπαν ότι δεν αισθάνονται πως έχουν διδαχθεί επαρκώς –ούτε καν κατανοούν πλήρως– την ιστορία και τις αφηγήσεις που διαμόρφωσαν την ελληνική ταυτότητα. Από την Επανάσταση κι έπειτα, πολλοί από τους μύθους και τα ιδανικά πάνω στα οποία οικοδομήθηκε το νέο κράτος μοιάζουν να έχουν χαθεί από τη συλλογική μνήμη· οι παγκόσμιοι πόλεμοι, η μοναρχία, ο εμφύλιος και ακόμη η κρίση του 2008 θόλωσαν το τοπίο, δημιουργώντας –τουλάχιστον στους νέους που ρώτησα– μια σύγχυση για το τι σημαίνει τελικά να είσαι Έλληνας.
Πιστεύω, λοιπόν, ότι η συγκυρία είναι κατάλληλη για έναν νέο Ελληνικό Διαφωτισμό.
Το ζητούμενο —σε απλή μορφή— είναι το εξής:
Πρώτον. Ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας μας, ιδίως της βυζαντινής περιόδου, παραμένει ελλιπώς αναγνωρισμένο, διδασκόμενο ή και —σκοπίμως ή μη— αποσιωπημένο. Ο ίδιος γνωρίζω ελάχιστα και όμως όσοι είναι πιο καταρτισμένοι εξηγούν ότι η δυσκολία έγκειται στην πολυπλοκότητα και τη διχαστική φύση εκείνης της εποχής· πώς, άραγε, να την ερμηνεύσουμε σήμερα; Το παράδειγμα της χρήσης του όρου «Έλλην» ως ύβρεως από τους Βυζαντινούς το φανερώνει καθαρά. Αυτή η ιστορική κληρονομιά πρέπει να αναγνωριστεί και να ενσωματωθεί στην ελληνική ταυτότητα.
Δεύτερον. Μέσα από αυτήν τη γνώση οφείλει να αναδυθεί ένα εθνικό αφήγημα —είτε απολύτως ιστορικό είτε, εν μέρει, μυθικό— ώστε κάθε Έλληνας να μπορεί να το δείχνει με υπερηφάνεια και να δηλώνει: «Να! Αυτό σημαίνει να είσαι Έλληνας». Στα κοινοτικά μας σχολεία, ο ρόλος αυτός φαίνεται να έχει ανατεθεί στην Επανάσταση του 1821 και στα ιδανικά της· όμως η μεταγενέστερη ιστορική διαδρομή μοιάζει να έχει αποξενώσει τη νεολαία από εκείνες τις αξίες. Το αποδεικνύει, εν μέρει, και η σημερινή μαζική μετανάστευση νέων Ελλήνων που αναζητούν καλύτερες ευκαιρίες στο εξωτερικό — κι όμως, κανείς θα ανέμενε ότι τα ιδανικά του ’21 θα τους ωθούσαν να παραμείνουν και να αγωνιστούν, ο καθένας με τον τρόπο του, για τη βελτίωση της πατρίδας τους.
Πιστεύω, ωστόσο, ότι ο νέος αυτός διαφωτισμός οφείλει να διαφοροποιηθεί από τον προηγούμενο σε ένα καίριο σημείο. Ο πρώτος Διαφωτισμός γεννήθηκε μαζί με τον εθνικισμό στην Ευρώπη και ήταν, εκ των πραγμάτων, βαθιά εθνικιστικός. Ο σημερινός πρέπει όχι μόνο να επανακαθορίσει το ελληνικό αφήγημα, αλλά και να το τοποθετήσει μέσα στο ευρύτερο, παγκόσμιο ανθρώπινο εγχείρημα.
Η γεωγραφική θέση της Ελλάδας την έκανε ιστορικά χωνευτήρι Ανατολής και Δύσης. Ακόμη και στα σημερινά «συμβολικά» στοιχεία της ελληνικότητας αναγνωρίζουμε έντονες ξένες επιρροές: το μπουζούκι, σαφώς εμπνευσμένο από το αραβικό σάζ-μπουζούκ, είναι δημοφιλές στη Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια· πολλά όργανα, όπως το —λατρεμένο στην Πελοπόννησο— κλαρίνο, κάθε άλλο παρά ελληνικές εφευρέσεις είναι. Ο «χορός του Ζορμπά», δηλαδή ο χασαποσέρβικος, σημαίνει κυριολεκτικά «χορός του Σέρβου χασάπη». Το ζεϊμπέκικο πήρε το όνομά του από τους Ζεϊμπέκηδες, τουρκικό άτακτο σώμα. Και υπάρχουν εκατοντάδες ακόμη χοροί με ξένη ή υβριδική καταγωγή. Και η λίστα δεν τελειώνει εδώ.
Στόχος δεν είναι να αποκρύπτουμε αυτά τα στοιχεία ούτε να επιμένουμε πεισματικά ότι ο μπακλαβάς αποτελεί καθαρά ελληνική εφεύρεση. Αντιθέτως, οφείλουμε να γιορτάζουμε τη διασύνδεσή μας με τον υπόλοιπο κόσμο. Η πολυπλοκότητα και η ιστορική βαρύτητα του πολιτισμού μας —καθώς και οι τρόποι με τους οποίους εξελίχθηκε και συγχωνεύτηκε με άλλους— μπορούν να αποτελέσουν εφαλτήριο για μια νέα μορφή πολιτιστικής συνάφειας του Ελληνισμού. Έτσι, είτε οι Έλληνες βρίσκονται στην Ελλάδα είτε εκτός αυτής, το πάθος για την καταγωγή τους θα παραμένει ζωντανό, και μαζί του θα διατηρείται και ο ζήλος για τη γλώσσα.
ΤΙ ΜΟΡΦΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΑΥΤΟ ΣΤΗ ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ;
Ως η τρίτη μεγαλύτερη «ελληνική» πόλη στον Κόσμο ως προς τον πληθυσμό, η Μελβούρνη βρίσκεται σε ιδανική θέση να πρωτοστατήσει σε αυτόν τον νέο Διαφωτισμό. Από πού, λοιπόν, πρέπει να ξεκινήσουμε;
Πρώτον, οφείλουμε να αφιερώσουμε χρόνο στη μελέτη και στη συζήτηση της ιστορίας μας, ώστε να κατανοήσουμε βαθύτερα τον εαυτό μας — ιδίως τα πιο αμφιλεγόμενα και δυσάρεστα κεφάλαια. Και για να μη θεωρηθώ απλώς «άνθρωπος των ιδεών», το NUGAS σχεδιάζει να διοργανώσει στις αρχές Σεπτεμβρίου ένα NUGAS Debate (ή, αν προτιμάτε, συμπόσιο)· μια φιλική αντιπαράθεση πάνω στο τι σημαίνει ο Ελληνισμός και πώς μπορεί να εκφραστεί. Φυσικά, η εκδήλωση αυτή δεν προορίζεται αποκλειστικά για τους νέους.
Επιπλέον, οι ηγέτες της κοινότητας οφείλουν να εξετάσουν με προσοχή ποιας φύσεως πολιτιστικές εκδηλώσεις και πρωτοβουλίες προσφέρουμε στο κοινό. Τέτοιες δράσεις διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό το πώς ορίζεται και αποτυπώνεται ο Ελληνισμός στο συλλογικό υποσυνείδητο όσων συμμετέχουν ή ακόμη και απλώς τις πληροφορούνται.
Πρέπει επίσης να προσαρμοστούμε στις απαιτήσεις της εποχής. Ακόμη και κάτι τόσο απλό όσο η προβολή των εκδηλώσεών μας προϋποθέτει την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών και μορφών ψηφιακού μάρκετινγκ. Σήμερα, μεγάλο μέρος του πολιτισμού εκφράζεται και καταναλώνεται μέσω του διαδικτύου. Πώς μεταφράζεται αυτό για τον ελληνικό πολιτισμό; Δεν διαθέτω οριστική απάντηση, αλλά πρόκειται για ζήτημα που πρέπει να συζητηθεί σοβαρά, αν θέλουμε ο Ελληνισμός να παραμείνει επίκαιρος.
Ίσως, διαβάζοντας όλα τα παραπάνω, να θεωρήσετε ότι ακούγονται εξαιρετικά φιλόδοξα και δύσκολα εγχειρήματα.
Ωστόσο, κλείνοντας, θα επισημάνω ότι η ελληνική κοινότητα της Μελβούρνης διακρίνεται για το πάθος της προς τον πολιτισμό μας. Γνωρίζω πως οι περισσότεροι κοινοτικοί ηγέτες είναι εθελοντές και ο χρόνος τους περιορισμένος, αλλά με συλλογική προσπάθεια, μελέτη και συνεργασία μπορεί να ανατείλει μια νέα εποχή για τον Ελληνισμό. Μόνον επιχειρώντας τα δύσκολα μπορούμε να επιτύχουμε κάτι με ιστορική βαρύτητα.
Σημειώσεις
[1] Australian Curriculum, Assessment and Reporting Authority, “Year 12 subject enrolments,” www.acara.edu.au, 2023. https://www.acara.edu.au/reporting/national-report-on-schooling-in-australia/year-12-subject-enrolments (accessed Jul. 11, 2025).
[2] Victorian Curriculum and Assessment Authority, “Performance in senior secondary” www.vcaa.vic.edu.au, 2024. https://www.vcaa.vic.edu.au/administration/school-administration/performance-senior-secondary/performance-senior-secondary (accessed Jul. 11, 2025).
[3] Australian Bureau of Statistics, “Cultural diversity: Census, 2021 | Australian Bureau of Statistics,” www.abs.gov.au, Jan. 12, 2022. https://www.abs.gov.au/statistics/people/people-and-communities/cultural-diversity-census/latest-release#data-downloads (accessed Jul. 11, 2025).
*Πρόεδρος της Λέσχης Ελλήνων Φοιτητών RMIT (RMIT Greek Club – RUSH, γραμματέας της National Union of Greek Australian Students (NUGAS) και επι πολλά χρόνια μέλος του Χορευτικού Ομίλου της “Ποντιακής Εστίας”.