ΞΑΝΑ και ξανά η Ελλάδα καίγεται από άκρη σε άκρη. Γιατί; Γιατί η παρούσα κυβέρνηση, όπως και όλες οι προηγούμενες από τη λεγόμενη μεταπολίτευση και δώθε, έχει αποφασίσει ότι αυτή η χώρα δεν είναι τόπος κατοικίας αλλά τόπος εκποίησης.
ΤΟ ΔΑΣΟΣ δεν είναι πια δάσος, αλλά πεδίο οικοδομικής άδειας. Η στάχτη είναι το νέο πολεοδομικό σχέδιο. Το καμένο τοπίο είναι ο αθόρυβος «επιταχυντής επενδύσεων». Αυτό δεν είναι μια απλή αμέλεια ή ανικανότητα, είναι απόλυτη στρατηγική.
Ένα κράτος που επενδύει στην απουσία του ώστε να εμφανιστεί μετά σαν σωτήρας με κατεπείγουσες παραχωρήσεις και «πράσινες» αναπλάσεις.
ΠΛΕΟΝ οι φωτιές δεν έρχονται απρόσκλητες. Τις φέρνει μια οικονομία που σιχαίνεται το πράσινο αν δεν είναι πλαστικό.
Κι όμως, αυτό το αφήγημα της «κλιματικής κρίσης» χρησιμοποιείται σαν ρητορικό άλλοθι για να ξεπλυθεί η πολιτική επιλογή: η πλήρης αποδυνάμωση της πρόληψης, η διάλυση των Δασαρχείων, η απορρόφηση κονδυλίων σε «έξυπνα συστήματα παρακολούθησης» και drones, την ώρα που τα πυροσβεστικά αεροπλάνα είναι καθηλωμένα και οι τοπικές δυνάμεις… αποψιλωμένες.
Η «ΝΕΑ» στρατηγική είναι: «ό,τι καίγεται δεν ξαναφυτεύεται, επαναχαράσσεται». Αυτό είναι το σχέδιο στη γενέτειρα: να καίγονται ή να υπονομεύονται τα πάντα για να «αναπτύσσονται». Και, φυσικά, να τα τσεπώνουν οι «δικοί μας» και οι όποιοι παρατρεχάμενοι
Η «ΟΑΣΗ» της κατάκτησης του παγκόσμιου στην υδατοσφαίριση από την Εθνική Γυναικών, κατά τη γνώμη μου, δεν φέρνει την άνοιξη. Είναι και αυτό ένα από τα γεγονότα που είτε σήμερα είτε αύριο θα κεφαλαιοποιηθούν σε κάτι που θα φέρει χρήμα, εν μέσω μιας ατμόσφαιρας όπου οι κάθε είδους συμβολαιογράφοι, τεχνοκράτες, developers που αντιμετωπίζουν τα πάντα ως εν δυνάμει εργοτάξια θα είναι παντού, αόρατοι μεν, αλλά αισθητοί.
Ο ΘΕΙΟΣ Μαρξ έλεγε ότι οι καπιταλιστές είναι ικανοί να μας πουλήσουν ακόμα και το σκοινί με το οποίο θα τους κρεμάσουμε… Ωστόσο, τέτοιο ενδεχόμενο – το κρέμασμα δηλαδή- εγώ δεν το βλέπω στον κοντινό ορίζοντα.
ΑΥΤΟ το άνυδρο που ήδη κυριαρχεί -στην κυριολεξία- έχει ιδιοκτήτες, χορηγούς, δημόσιες σχέσεις και όλον αυτο τον συρφετό. Όταν η μισή Ελλάδα καίγεται, δεν είναι φυσικό φαινόμενο… είναι πολιτική απόφαση. Γιατί, απλούστατα, η μισή Ελλάδα πρέπει να καεί για να μπορέσει η άλλη μισή να πουληθεί.
ΚΑΙ, είπαμε, αυτό το έκαναν όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών. Απλώς η παρούσα κυβέρνηση το κάνει με πολύ πιο άριστο τρόπο από ό,τι οι υπόλοιπες. Εξ ου και ο χαρακτηρισμός -από τους ίδιους- ως «κυβέρνηση των αρίστων».
Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ -όπως το κάνει πάντα- θα σταθεί αύριο μπροστά στις κάμερες και θα μιλήσει για «ακραία φαινόμενα». Θα κλάψει για τους κατοίκους, θα μοιράσει υποσχέσεις. Αλλά δεν θα πει ότι το σύστημα πρόληψης καταρρέει επειδή είναι πιο επικερδές να καίγεσαι και να ξαναχτίζεσαι.
ΔΕΝ θα πει ότι οι φωτιές αποτελούν το «ευλογημένο» εργαλείο για να αλλάξει χρήση η γη χωρίς κοινωνικές αντιστάσεις. Δεν θα πει ότι οι πραγματικοί εμπρηστές δεν κρατούν μπιτόνια βενζίνης, αλλά χαρτοφύλακες.
Η ΕΛΛΑΔΑ καίγεται γιατί έχει επιλεχθεί το καμένο τοπίο ως προνομιακό έδαφος για την παραγωγή κέρδους. Δεν είναι το τέλος του κόσμου, δεν πρόκειται να υπάρξει κανένα τέλος κόσμου. Εδώ έχουμε να κάνουμε με επιχειρηματικά μοντέλα, τα οποία επαναλαμβάνονται και επαναχαράσσονται. Και σε κάθε μοντέλο, κάθε φωτιά είναι μια υπογραφή, κάθε στάχτη είναι ένα νέο συμβόλαιο.
ΟΛΟ αυτό δεν είναι η αδυναμία του κράτους, είναι το μίσος του κράτους για τον ίδιο του τον τόπο και, επομένως, η άκρατη αγάπη του για τη χρηματική ή χρηματιστηριακή του αξία (του τόπου).
ΤΟ 1950 όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, προχώρησε στην ίδρυση της ΔΕΗ, η ενέργεια στην Ελλάδα βρισκόταν σχεδόν αποκλειστικά στα χέρια ιδιωτών για περισσότερο από μισό αιώνα. Στη χώρα λειτουργούσαν τότε 415 (!) μικρές και μεγάλες εταιρείες παραγωγής ηλεκτρισμού. Πωλούσαν ρεύμα στους καταναλωτές, αυθαίρετα ρύθμιζαν τις τιμές, διέκοπταν ή επανέφεραν την παροχή κατά βούληση, συχνά χρεοκοπούσαν, αφήνοντας ολόκληρες πόλεις στο σκοτάδι.
Ο ΤΟΤΕ υπουργός Δημοσίων Έργων, μετέπειτα πρωθυπουργός και ιδρυτής της σημερινής συντηρητικής παράταξης, δεν ήταν σοσιαλιστής ούτε και αντιπαθούσε τον ιδιωτικό τομέα. Ακολούθησε, όμως, το τότε κυρίαρχο ευρωπαϊκό ρεύμα της εποχής, του μεταπολεμικού κοινωνικού κράτους και αναγνωρίζοντας την ενέργεια ως δημόσιο αγαθό προχώρησε σε εθνικοποίηση του τομέα και δημιούργησε μία ενιαία δημόσια εταιρεία: τη ΔΕΗ.
ΑΥΤΟ το μοντέλο άρχισε να υπονομεύεται δεκαετίες αργότερα, πολύ πριν τα Μνημόνια. Με την «απελευθέρωση» της αγοράς ενέργειας, εισήλθαν ιδιώτες: από μεγάλες επιχειρήσεις μέχρι τυχοδιώκτες και απατεώνες. Οι τελευταίοι συχνά χρεοκοπούσαν, αφήνοντας νοικοκυριά χωρίς ρεύμα και το δημόσιο με τα χρέη τους. Παρ’ όλα αυτά, η διαδικασία συνεχίστηκε. Το επόμενο πεδίο κερδοσκοπίας ήταν οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ).
ΧΙΛΙΑΔΕΣ μικροεπενδυτές και δεκάδες ισχυροί οικονομικοί παίκτες όρμησαν στην αγορά: διεκδικώντας άδειες, δημόσια γη, αγροτικές εκτάσεις για φωτοβολταϊκά και κορυφογραμμές για ανεμογεννήτριες. Η κατάσταση σήμερα θυμίζει, κατά πολλούς, το σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου του 1999 (για το οποίο δεν κάθισε ποτέ κανείς σε κανένα εδώλιο κατηγορουμένου): μια κατασκευαστική φρενίτιδα -με υπερπροσφορές και επενδύσεις σε «πήλινα πόδια»- που μετατρέπει τεράστιες εκτάσεις της υπαίθρου σε βιομηχανικά πάρκα.
ΒΕΒΑΙΑ, θα συμφωνήσουμε ότι η ανάπτυξη των ΑΠΕ αποτελεί κρίσιμο εργαλείο για την απεξάρτηση από τον άνθρακα και την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, ότι η τεχνολογία πράγματι προσφέρει μεγάλες δυνατότητες για μια οικολογική ενεργειακή στρατηγική. Όμως, αγνοήθηκε κάτι ουσιώδες: όπως και στον Μεσοπόλεμο, έτσι και σήμερα, οι ιδιώτες επενδύουν αποκλειστικά για το δικό τους όφελος. Δεν τους ενδιαφέρουν ούτε οι υποδομές – συμφέρει να τους τις παρέχει το κράτος ούτε βέβαια το κοινωνικό και περιβαλλοντικό όφελος.
ΟΤΑΝ δεν φυσάει ή δεν έχει ήλιο, δεν υπάρχει ρεύμα. Για να λειτουργήσει το σύστημα απαιτούνται είτε πολυδάπανοι μηχανισμοί αποθήκευσης (που ακόμη δεν υπάρχουν σε βιώσιμη μορφή), είτε εναλλακτικές μορφές παραγωγής ενέργειας (πάλι ορυκτά καύσιμα και ατομική ενέργεια), που προϋποθέτουν πολλαπλάσιες επενδύσεις. Επιπλέον, χρειάζονται πανάκριβες υποδομές μεταφοράς και διανομής: γραμμές υψηλής τάσης, υποβρύχια καλώδια, υποσταθμοί, διεθνείς διασυνδέσεις κ.λπ.
ΠΟΙΟΣ τα πληρώνει αυτά; Το Δημόσιο. Ποιος διασφαλίζει τη σταθερότητα του συστήματος σε περιόδους καύσωνα, ζήτησης, ή αστάθειας; Πάλι το Δημόσιο – δηλαδή οι πολίτες.
ΚΑΙ ο ιδιώτης τι κάνει; Στήνει ένα τεχνολογικό τέρας στην κορυφή ενός βουνού. Για να το στήσει ανοίγει με εκσκαφείς χωμάτινες λεωφόρους, ακολουθώντας τον φθηνότερο δρόμο. Παράγει ρεύμα όταν φυσά και το πουλάει. Οι υποδομές, η διασύνδεση, η αποθήκευση, όλα αυτά δεν τον αφορούν. Όταν δεν υπάρχει άνεμος, απολαμβάνει τα κέρδη του. Και η ΔΕΗ καλείται να καλύψει το κενό.
ΕΤΣΙ κατέρρευσε ενεργειακά η Ιβηρική -Ισπανία και Πορτογαλία- πριν λίγους μήνες, όταν μέσα σε μία ημέρα το δίκτυο αποσταθεροποιήθηκε λόγω του ανταγωνισμού του χρηματιστηρίου της ενέργειας και της ανεξέλεγκτης ακραίας διακύμανσης της παραγωγής.
ΚΑΙ φτάνουμε στο σήμερα, λοιπόν, που γιγαντιαίες ανεμογεννήτριες στις πιο ψηλές κορυφές –γιατί εκεί φυσάει περισσότερο– και φωτοβολταϊκά σε χιλιάδες στρέμματα καλλιεργήσιμης γης, γιατί εκεί η πρόσβαση είναι εύκολη. Σκοπός δεν είναι η ενέργεια – είναι το κέρδος από τις μετοχές των παρόχων. Η άμεση πώληση ενέργειας έχει μικρότερη σημασία από την «αξία» της εταιρείας.
ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ να στηθούν άνευ όρων αυτά τα πάρκα ΑΠΕ, το φυσικό περιβάλλον καταστρέφεται: δάση αποψιλώνονται, δρόμοι διανοίγονται χωρίς περιβαλλοντικό σχεδιασμό, κορυφογραμμές και παρθένα τοπία μετατρέπονται σε βιομηχανικές εκτάσεις. Και σύντομα, ακόμη και οι θάλασσες θα μπουν στο στόχαστρο.
ΕΝΤΕΛΕΙ, παρακολουθούμε ένα οικονομικό σύστημα που μετέτρεψε την τεχνολογική ευλογία των ΑΠΕ σε περιβαλλοντική και κοινωνική κατάρα. Ένα σύστημα που πήρε τα «φιλικά προς το περιβάλλον» μέσα και τα έκανε εργαλεία καταστροφής.
ΓΙΑ να μην αυτοβαυκαλίζομαι, λέω ότι τα στοιχεία για τα περισσότερα από όσα διαβάζετε εδώ σήμερα, τα πήρα από δω κι από κει, από αναρτήσεις φίλων και γνωστών στα μέσα κοινωνικής (απο)σύνδεσης και από αλλού. Δεν είναι κατά βάση δικά μου, αλλά συμφωνώ και επαυξάνω.
ΝΑ ΚΛΕΙΣΟΥΜΕ με κάτι ποιητικό. Παραθέτω ένα ποίημα του καλού ποιητή Θωμά Γκόρπα (1935-2003):
Ανάμνηση
Στην πατρίδα
εσύ ξεκίναγες τη μέρα,
εσύ ξεκίναγες τη νύχτα,
εσύ ξεκίναγες τ’ όνειρο
σε ταξίδι χωρίς επιστροφή.
Τώρα χαθήκαμε μες στη
μεγάλη πολιτεία
που πίνει το αίμα μου
γιατί είναι μόνο κόκκαλα
και θέλει να περπατήσει.
Τώρα χαθήκαμε μες
στη μεγάλη πολιτεία
που μου σπάει τα βήματα
για να με δοκιμάσει.
Πολύ απλό που χάθηκες, αγάπη μου,
όπως χάθηκαν τόσα καλοκαίρια
με τους καημούς και
με τα σχέδια πεθαμένα
στα δύο μου χέρια.
Ήσουν το χέρι που
άγγιζε την καρδιά μου
δημιουργώντας φως,
πίκρα και μένα, χαμηλή μουσική.
Ήσουν γιασεμί μεθυσμένο
μες στο φεγγάρι,
ήσουν το φεγγάρι
ξαπλωμένο σε σκοτεινό σοκάκι,
ήσουν σκοτεινό σοκάκι,
σφαγμένο μες στην καρδιά μου.
Κι εγώ πουλί να κελαηδεί
καθισμένο στο αριστερό σου στήθος.
Μα τώρα χαθήκαμε
ο ένας για τον άλλο, αγάπη μου,
σάμπως ο ένας απ’ τους
δυο μας νάναι πεθαμένος.
(1957)
ΜΕΧΡΙ να ανακαλύψουμε αυτό το σκοινί που έλεγε ο θείος Μαρξ, να το πάρουμε δηλαδή από μόνοι μας και όχι να μας το πουλήσουν, εις το επανιδείν…
Δ.Τ.