Πριν από μερικά χρόνια, εξαφανίστηκε το άγαλμα ενός Έλληνα πρωθυπουργού.
Και όχι στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη, όπως εύλογα μπορεί να υπέθετε κανείς, αλλά στο East Brunswick της Μελβούρνης.
Για δεκαετίες, ένα άγαλμα του Ελευθερίου Βενιζέλου δέσποζε έξω από το Cretan Brotherhood Hall στο East Brunswick.
Με το πέρασμα των χρόνων, αποτέλεσε σιωπηλό μάρτυρα μαθημάτων χορού που παρακολουθούσαν εκατοντάδες νέοι κρητικής καταγωγής, ενώ συχνά προκαλούσε απορία σε ανυποψίαστους επιβάτες του τραμ που περνούσαν καθημερινά από μπροστά του.
Ωστόσο, το άγαλμα δεν βρίσκεται πλέον στο East Brunswick.
Αρχικά, απομακρύνθηκε και μεταφέρθηκε σε αποθήκη, προκειμένου να δημιουργηθεί χώρος για ανάπτυξη ακινήτων.
Έκτοτε, όμως, αγνοείται, γεγονός που έχει αφήσει συντετριμμένη την Κρητική Αδελφότητα Μελβούρνης και Βικτώριας που το είχαν παραγγείλει.
Η κοινότητα των Κρητών στη Μελβούρνη η οποία, όπως πολλές άλλες, ήδη δοκιμάζεται από τη σταδιακή απώλεια της πρώτης γενιάς μεταναστών, τώρα θρηνεί και την απώλεια ενός μνημείου που προοριζόταν να αποτελέσει διαχρονική κληρονομιά.
Στο μεταξύ την ίδια περίοδο που εξαφανίστηκε
μυστηριωδώς το άγαλμα του Ελευθερίου Βενιζέλου, αρκετά αγάλματα στο Brunswick έγιναν στόχος, μεταξύ αυτών η προτομή του πατέρα John Brosnan έξω από το Brosnan Centre, καθώς και το γλυπτό «Sparkly Bear» στην Barclay Square.
Η Αδελφότητα των Κρητών φαίνεται ότι αποτέλεσε ακόμη ένα θύμα κλοπής, το οποίο ενδέχεται να έλιωσε το άγαλμα του Ελευθερίου Βενιζέλου, προκειμένου να αποκομίσει κέρδος από την αξία του μετάλλου του.
Όπως το χρυσό άγαλμα της Αθηνάς που κοσμούσε τον Παρθενώνα και ο Κολοσσός της Ρόδου που υψωνόταν πάνω από τα πλοία που εισέρχονταν στο λιμάνι, έτσι και το άγαλμα του Ελευθερίου Βενιζέλου αποτελεί πλέον μόνο μια ανάμνηση.
Η απώλειά του άφησε ένα κενό στην Κρητική Αδελφότητα και μια βαθιά πληγή στα μέλη της κοινότητας.
Πρόκειται για έναν πόνο που κουβαλούσα σιωπηλά για χρόνια – μέχρι που ένας φίλος μού έστειλε έναν σύνδεσμο, ανασύροντας στην επιφάνεια εκείνη την κακώς επουλωμένη πληγή.
Αυτό που μου έστειλε ήταν μια σειρά αναρτήσεων στο Facebook, που δημοσιεύθηκαν από τον ομογενή συγγραφέα Κωνσταντίνο Καλυμνιό, οι οποίες παρουσίαζαν μια επινοημένη ιστορία γύρω από την προσπάθεια ανάκτησης του αγάλματος του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Ήμουν πολύ θυμωμένος με αυτό που είχε συμβεί στην πραγματικότητα, ότι δηλαδή το άγαλμα είχε χαθεί οριστικά.
Ωστόσο, η ιστορία με βοήθησε να συνειδητοποιήσω ότι το άγαλμα του Βενιζέλου ήταν σημαντικό για πολλά άτομα, πέρα από την κρητική κοινότητα.
Άρχισα να αναλογίζομαι τον αντίκτυπο της δημόσιας τέχνης και τις διαφορές μεταξύ των ειδών έργων τέχνης που έχουν ανατεθεί στην Ελλάδα σε σύγκριση με εκείνα στην Αυστραλία.
Το άγαλμα του Βενιζέλου λειτουργούσε ως γέφυρα ανάμεσα σε αυτούς τους δύο κόσμους της τέχνης, συνδυάζοντας την ευρωπαϊκή παράδοση των ιστορικά εμπνευσμένων μνημείων με την πιο ποικιλόμορφη σκηνή δημόσιας τέχνης της Αυστραλίας.
Όταν σκέφτομαι τη δημόσια τέχνη στην Ευρώπη, στο μυαλό μου έρχονται κυρίως έργα εμπνευσμένα από ιστορικά γεγονότα ή προσωπικότητες.
Πρόκειται για αγάλματα και σιντριβάνια που δημιουργήθηκαν και τοποθετήθηκαν κατά τη διάρκεια αιώνων, κυρίως με την οικονομική στήριξη των εύπορων κοινωνικών στρωμάτων, συχνά με στόχο την ενίσχυση της πολιτιστικής τους επιρροής και κυριαρχίας.
Στην Ελλάδα, η δημόσια τέχνη συχνά περιλαμβάνει αγάλματα ιερέων, πολιτικών και επαναστατών, μετατρέποντας τον περίπατο σε μια πόλη σε ένα «ταξίδι» στην ιστορία της χώρας που αναδεικνύει τα πρόσωπα και τα γεγονότα-κλειδιά του παρελθόντος.
Το άγαλμα του Ελευθερίου Βενιζέλου εντάσσεται σε μεγάλο βαθμό σε αυτήν την παράδοση, προσφέροντας στην τοπική κοινότητα μια οπτική σύνδεση με την Ελλάδα των αρχών του 20ού αιώνα και τιμώντας ταυτόχρονα τη συμβολή της κρητικής κοινότητας στην περιοχή.
Αντιθέτως, όταν σκέφτομαι τη δημόσια τέχνη στην Αυστραλία, οι εικόνες που μου έρχονται στο μυαλό είναι κυρίως αφηρημένες.
Έργα όπως το «Vault» στο Southbank ή το «Three Businessmen» στην Bourke Street αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Αναμφίβολα, υπάρχουν και στην Αυστραλία μνημεία αφιερωμένα σε ιστορικά πρόσωπα, όμως είναι λιγότερο κυρίαρχα στον δημόσιο χώρο σε σύγκριση με την Ευρώπη. Αντί να αφηγείται μια εξωτερική, κοινή ιστορία που καλεί τον θεατή να την αναγνωρίσει, η αφηρημένη τέχνη συχνά προκαλεί πιο εσωτερικούς προβληματισμούς. «Πώς με κάνει να νιώθω αυτό;» αντί για «Ποιος είναι αυτός;».
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το άγαλμα του Ελευθερίου Βενιζέλου ξεχώριζε ως κάτι ασυνήθιστο για το Brunswick – τουλάχιστον μέχρι να λάβει κανείς υπόψη την ποικιλομορφία που χαρακτηρίζει το ευρύτερο οικοσύστημα της δημόσιας τέχνης στην Αυστραλία.
Σε αντίθεση με πόλεις όπως το Παρίσι ή η Αθήνα, όπου κυριαρχεί μια πιο ομοιογενής αισθητική και η νέα τέχνη αξιολογείται βάσει αυστηρότερων, καθιερωμένων κριτηρίων, οι αυστραλιανές πόλεις λειτουργούν ως σχεδόν λευκοί καμβάδες, που επεκτείνονται και εξελίσσονται παράλληλα με τα προάστιά τους.
Εν μέρει λόγω αυτής της δυναμικής, η δημόσια τέχνη στην Αυστραλία συχνά χαρακτηρίζεται από έντονο εκλεκτισμό – γεγονός που αντανακλά τις πολιτισμικές ποικιλίες που συνθέτουν την αυστραλιανή κοινωνία.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το άγαλμα του Βενιζέλου ήταν βαθιά αυστραλιανό – τολμηρό στην παρουσία του, αρχικά παράταιρο, αλλά σταδιακά έγινε αγαπημένο στοιχείο της γειτονιάς – όπως ακριβώς και η ελληνική διασπορά, που τελικά βρήκε τη θέση της στον πολυπολιτισμικό ιστό της Αυστραλίας.
Ωστόσο, το ίδιο αυτό πολυπολιτισμικό περιβάλλον μπορεί συχνά να οδηγήσει στη δημιουργία έργων τέχνης που σκοπίμως δεν αντικατοπτρίζουν καμία συγκεκριμένη ταυτότητα.
Σε μια προσπάθεια αποφυγής προσβολών ή αποκλεισμών, οι δημοτικές αρχές συχνά επιλέγουν την ασφαλή οδό, προτιμώντας αφηρημένα ή ουδέτερα έργα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το άγαλμα του Βενιζέλου ξεχώριζε ως μια τολμηρή πράξη συλλογικής αυτοέκφρασης της κοινότητας – μια καλλιτεχνική παρέμβαση που, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα είχε υλοποιηθεί χωρίς την αυτοχρηματοδότηση της ίδιας της κοινότητας.
Οι εθνοτικές κοινότητες συχνά αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες στην εξασφάλιση της στήριξης από δημοτικά συμβούλια ή κυβερνητικούς φορείς για την ανέγερση μνημείων, καθώς τέτοιου είδους έργα ενδέχεται να προκαλέσουν πολιτικές αντιπαραθέσεις λόγω του προσώπου ή του γεγονότος που απεικονίζουν, ή ακόμη και εσωτερικές εντάσεις λόγω του μόνιμου χαρακτήρα τους.
Αν και τα μέλη μιας κοινότητας που διαφωνούν είναι συχνά διατεθειμένα να ανεχθούν μορφές έκφρασης όπως οι τοιχογραφίες, που χρηματοδοτούνται από τοπικούς φορείς και μπορούν εύκολα να αφαιρεθούν ή να καλυφθούν, ή τα ετήσια πολιτιστικά φεστιβάλ, τα αγάλματα υπόκεινται συχνά σε αυστηρότερο έλεγχο.
Αυτό οφείλεται εν μέρει στο υψηλό τους κόστος, αλλά κυρίως στη μόνιμη και έντονα ορατή παρουσία τους στον δημόσιο χώρο. Ως αποτέλεσμα, η ανέγερση αγαλμάτων αντιμετωπίζεται συχνά με επιφυλάξεις ή και ανοιχτή αντίδραση σε τοπικό επίπεδο — ακόμη και μέσα σε κοινότητες που κατά τα άλλα δηλώνουν υποστηρικτικές ως προς την πολιτιστική ποικιλομορφία.
Αυτό έγινε εμφανές όταν η πρόταση για την τοποθέτηση αγάλματος του βασιλιά Λεωνίδα στο Brunswick προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Ορισμένοι τοπικοί έμποροι εξέφρασαν δημόσια την αντίθεσή τους, επικαλούμενοι καλλιτεχνικούς λόγους, αν και το έργο αποσκοπούσε κυρίως στην αναγνώριση της πολυπληθούς λακωνικής κοινότητας της περιοχής και της σχέσης αδελφοποίησης με τη Σπάρτη. Ευτυχώς για την ελληνική παροικία, το άγαλμα τελικά ανεγέρθηκε και σήμερα στέκει εκεί, καλωσορίζοντας περαστικούς που επισκέπτονται τα γύρω καταστήματα ή καταφθάνουν για να απολαύσουν μία από τις φημισμένες βραδιές ζωντανής τζαζ της περιοχής.
Η περίπτωση του αγάλματος του βασιλιά Λεωνίδα αναδεικνύει τη σημασία της ανεξάρτητης πολιτιστικής έκφρασης των κοινοτήτων, αλλά και τις δυσκολίες που συχνά συνοδεύουν τη συνεργασία με δημοτικά συμβούλια ή κρατικούς φορείς. Το άγαλμα του Ελευθερίου Βενιζέλου αποτέλεσε μια σπάνια εξαίρεση, καθώς χρηματοδοτήθηκε αποκλειστικά από την ίδια την κρητική κοινότητα, αποτελώντας έτσι μια τολμηρή μορφή συλλογικής αυτοέκφρασης.
Είναι, ωστόσο, ενθαρρυντικό το γεγονός ότι, παρά την ιδιαιτερότητά του, το άγαλμα τελικά έγινε αποδεκτό και «αγκαλιάστηκε» από την ευρύτερη γειτονιά — όπως συνέβη και με άλλα εμβληματικά έργα της ελληνικής διασποράς, όπως το άγαλμα του βασιλιά Λεωνίδα στο Brunswick, το άγαλμα του Αγίου Δημητρίου στην οδό Lonsdale και το Μνημείο Λήμνου–Καλλίπολης στο Albert Park.
Η ενσωμάτωση των μνημείων στον αστικό ιστό έχει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι ενεργοποιεί μοναδικές, προσωπικές σχέσεις – σχέσεις που διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο. Στην περίπτωση του αγάλματος του Ελευθερίου Βενιζέλου, κάποιοι το εκτιμούσαν για την καλλιτεχνική του αξία.
Για άλλους, αποτελούσε ένα αγαπημένο σημείο ενδιαφέροντος στο δημοφιλές παιχνίδι Pokémon Go, ενώ, για πολλούς ακόμη, υποψιάζομαι πως δεν ήταν τίποτε παραπάνω από ένα παράδοξο αξιοθέατο, που απλώς συνόδευε τη διαδρομή τους προς τη γειτονική στάση του τραμ.
Όταν επικοινώνησα με την Αδελφότητα Κρητών για το θέμα, εξέφρασαν τον ίδιο προβληματισμό. Ο πρόεδρος, Milton Stamatakos, προχώρησε στην εξής δήλωση:
«Η Κρητική Αδελφότητα Μελβούρνης και Βικτώριας, μαζί με την επιτροπή της, παραμένει ακλόνητα δεσμευμένη στην τιμή της κληρονομιάς του Ελευθερίου Βενιζέλου. Το άγαλμά του στεκόταν περήφανα έξω από το κλαμπ μας για δεκαετίες ως σύμβολο της κληρονομιάς μας, της ιστορίας της κοινότητάς μας και της σύνδεσής μας τόσο με την Κρήτη όσο και με την Αυστραλία. Είμαστε αποφασισμένοι να δούμε το άγαλμα του Βενιζέλου να επιστρέφει στη θέση που του αξίζει, ώστε να μπορεί και πάλι να στέκεται σε περίοπτη θέση μπροστά από την Αδελφότητα μας και να συνεχίσει να εμπνέει τις μελλοντικές γενιές».
Ως μέλος της Κρητικής Αδελφότητας, μου διηγήθηκαν πώς το άγαλμα του Ελευθερίου Βενιζέλου αποτέλεσε τον πυρήνα της κοινοτικής δράσης των παππούδων μου, ενώ είδα τον πατέρα μου να συνοδεύει τη μητέρα μου στις πρώτες της κρητικές εκδηλώσεις.
Το άγαλμα με συνόδευε καθώς μεγάλωνα, παίζοντας ποδόσφαιρο με τον αδελφό μου μετά τις πρόβες χορού και προσέφερε ένα ήσυχο σημείο συνάντησης με τους φίλους μου κατά τις βραδιές της Youth Tavern.
Για μένα, όμως, το άγαλμα δεν ήταν απλώς μια φυσική παρουσία, ήταν πηγή έμπνευσης και περιέργειας.
Με ώθησε να αναρωτηθώ γιατί οι πολιτικοί γίνονται αντικείμενο μνημείων, να μάθω περισσότερα για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία και να αποδεχτώ πως οι Έλληνες αξίζουν να τιμώνται και στην Αυστραλία.
Το άγαλμα του Ελευθερίου Βενιζέλου με βοήθησε να εξερευνήσω την πολιτιστική μου ταυτότητα και ελπίζω πως, παρά τη σταδιακή υποβάθμιση της χρήσης της ελληνικής γλώσσας και τη μείωση των κοινοτικών θεσμών, θα συνεχίσει να υπάρχει για να εμπνέει και τα παιδιά μου με το ίδιο αίσθημα περιέργειας. «Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; Ποιος τον τοποθέτησε εδώ;».
Με το να προκαλεί τέτοιου είδους ερωτήματα, το άγαλμα του Βενιζέλου θα έχει εκπληρώσει τον σκοπό του, καθοδηγώντας τους ανθρώπους σε αναζητήσεις που αποκαλύπτουν την τοπική ιστορία και προσφέρουν πληροφορίες για την ταυτότητά τους.
Η απώλεια του αγάλματος σηματοδοτεί ότι οι μελλοντικές γενιές δεν θα θέτουν τις ίδιες ερωτήσεις με τον ίδιο τρόπο. Ωστόσο, αντί για σιωπή, ελπίζω ότι το κενό θα λειτουργήσει ως προειδοποίηση, καθοδηγώντας μας καθώς περιηγούμαστε σε μια κοινότητα σε διαρκή μετάβαση. Αν και ήδη αντιμετωπίζουμε την αποδυνάμωση της πρώτης γενιάς μεταναστών, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι ακόμα και η υλική κληρονομιά τους δεν είναι διαρκής χωρίς υπεύθυνη φροντίδα και φύλαξη. Δεν μπορούμε να θεωρούμε δεδομένη καμία πτυχή της υποδομής ή της πολιτισμικής κληρονομιάς της κοινότητάς μας.
Αυτό μας επαναφέρει στην παρούσα πραγματικότητα: το άγαλμα του Ελευθερίου Βενιζέλου έχει χαθεί και, δυστυχώς, ούτε η φανταστική αφήγηση του Καλυμνιού μπορεί να το επαναφέρει. Παρόλα αυτά, ελπίζω ειλικρινά πως έχουμε αντλήσει το σωστό μάθημα από αυτή τραγωδία και ότι, ως απάντηση στην απώλεια ενός αγάλματος, πολλά άλλα θα πάρουν μια μέρα τη θέση του.