Σε μια παράλληλη ζωή, ο Nick Polidoros θα έπαιζε με το συγκρότημά του, τους Expozay, σε μια sold-out συναυλία στο Wembley Stadium.

Αλλά τώρα, καθώς βλέπει τα προϊόντα του μέσα από τα παράθυρα ξενοδοχείων σε όλο τον Κόσμο, δεν θα άλλαζε τίποτα.

Ο Nick είναι ο ιδρυτής της IHS Global Alliance, έχοντας αφιερώσει πάνω από 35 χρόνια στην κατασκευή των καλύτερων ξενοδοχειακών προϊόντων για τον χώρο της φιλοξενίας.

Η οικογένεια του Nick όταν έφτασε στην Αυστραλία τη δεκαετία του 1950

Και, ναι, πιστεύει ακράδαντα ότι τα δικά του είναι τα καλύτερα! Τα τρόλεϊ αποσκευών που βλέπετε στα ξενοδοχεία; Τα έχει φτιάξει ο Nick. Στα Peninsula, Armani, Raffles, Four Seasons, Ritz Carlton – όποιο και αν ονομάσετε, εκεί μέσα θα βρείτε τη σφραγίδα του.

Τώρα, καθώς όλοι περιμένουν το επόμενο και ίσως τελευταίο «άλμπουμ» του, που θα κυκλοφορήσει σύντομα, ο Nick μιλάει στον «Νέο Κόσμο» για μια ζωή που θα άξιζε να γίνει μυθιστόρημα.

Ο Nick είναι γιος Ελλήνων μεταναστών, η μητέρα του, η Γεωργία, από ένα μικρό χωριό λίγο έξω από την Καλαμάτα που ονομάζεται Μάλτα, και ο πατέρας του, ο Βασίλης, από ένα απομακρυσμένο χωριό, τα Περιβόλια, ψηλά στα βουνά στο κέντρο του Μοριά.

«Είναι αρκετά εντυπωσιακό αυτό που πέτυχαν όλοι μετά τον πόλεμο και δεν θα μπορούσα να είμαι πιο περήφανος για την εμπειρία μας και για το πώς μεγαλώσαμε», λέει.

Ο πατέρας του Nick στο παλιό London Hotel της Μελβούρνης τη δεκαετία του 1960

Ο Nick μεγάλωσε μέσα στον χώρο της φιλοξενίας, στα οικογενειακά καφέ. Ο πατέρας του δούλευε ως μάγειρας σε ξενοδοχεία.

Η οικογένεια του Nick μετακόμισε από τη Μελβούρνη στην Τασμανία όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας, κάτι που, όπως λέει, του δίδαξε πολλά για τη ζωή, καθώς υπήρχαν πολύ λίγοι Έλληνες εκεί.

«Αφήσαμε την ζεστή υποδοχή της Μελβούρνης και αυτό μας άνοιξε τα μάτια στον ρατσισμό και τη βία».

Θυμάται μια φορά τον γιο του να λέει: «Λυπάμαι πολύ για το πώς μεγάλωσες», κι εκείνος απλώς τον κοίταξε και είπε: «Δεν θα άλλαζα τίποτα».

«Ευχαριστώ συνέχεια τον πατέρα μου που είχε το θάρρος να έρθει σε μια χώρα της οποίας δεν ήξερε καν τη γλώσσα», λέει.

Η τραγουδίστρια των Expozay, Kate Ceberano

«Αυτό θα έπρεπε να προκαλεί θαυμασμό. Εγώ είμαι το αποτέλεσμα αυτής της γενναιότητας. Θέλω οι άνθρωποι να καταλάβουν ότι χωρίς γράμματα τα κατάφεραν μόνο με τις αξίες και την όρεξη για δουλειά.

«Οφείλω να το αναγνωρίσω, πόσο μάλλον τις επιτυχίες που μου επέτρεψαν να πετύχω, κάτι που πολλοί Έλληνες γονείς δεν επέτρεπαν στα παιδιά τους… Να έχω δηλαδή την ελευθερία να κάνω αυτό που θέλω».

Οι συνήθεις φράσεις: «Να γίνεις γιατρός», «Να μην παίζεις αυτό το ποδόσφαιρο».

Ο Nick πήγαινε ενάντια στο ρεύμα.

Απόκομμα εφημερίδας με άρθρο που αναφέρεται στους Expozay

Στα νιάτα του έπαιζε ποδόσφαιρο σε επίπεδο Πολιτείας, και ήταν ένα από τα πιο γρήγορα παιδιά στο στίβο, αλλά το αστείο ήταν ότι το έκανε αυτό μόνο και μόνο γιατί ήθελε «να αποφύγει το μαγαζί».

«Θυμάμαι μια φορά που ήμουν στην τηλεόραση, σε έναν τελικό της Πολιτείας, και είπα στον πατέρα μου ‘κοίτα, κοίτα’, και μου λέει ‘άφησέ με τώρα, έχουμε φαΐ να φτιάξουμε’».

«Όταν μπήκα στην ομάδα ποδοσφαίρου της Τασμανίας, ο πατέρας μου δεν με άφησε καν να παίξω, αλλά ευτυχώς η μητέρα μου κατάφερε να τον πείσει».

Ο Nick κέρδισε ακόμη και το βραβείο του καλύτερου και πιο έντιμου παίκτη, αλλά κανείς δεν ήταν εκεί να τον χειροκροτήσει.

«Δεν ξέρω πώς να το πάρω, από μια άποψη είναι λυπηρό, καταλαβαίνεις», λέει.

«Γι’ αυτό και τελικά βρέθηκα να προπονώ τα δικά μου παιδιά για τέσσερα χρόνια στην τοπική ποδοσφαιρική ομάδα, γιατί ήθελα να βεβαιωθώ ότι δεν θα ένιωθαν αυτή τη μοναξιά».

ΤΙ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΕΙΧΕ ΣΥΜΒΕΙ

Όπως πολλές μπάντες, το γκρουπ του Nick, οι Expozay, σχηματίστηκε μετά το Λύκειο, και δούλεψαν πολύ σκληρά. Για να δώσω ένα παράδειγμα της ποιότητάς τους, η Kate Ceberano ήταν η βασική τους τραγουδίστρια.

Ο Nick θυμάται μια νύχτα που οδηγούσε και άκουσε τον ραδιοπαρουσιαστή Billy Pinnell, να λέει στο πρόγραμμά του: «Αυτή πρέπει να είναι η επόμενη μεγάλη μπάντα της Αυστραλίας», και το τραγούδι που έπαιξε ήταν από τους Expozay.

«Μια εικόνα μου έχει μείνει από μια βραδιά που παίζαμε στο Macy’s. Κοιτάζω και δεν βλέπω μόνο τον David Briggs, αλλά και τον Glenn Wheatley, τον Michael Gudinski και πολλούς άλλους διάσημους παραγωγούς».

Όλα πήγαιναν καλά για τους Expozay.

Μέχρι που μια μέρα, η μητέρα της Kate εμφανίστηκε λέγοντας ότι χρειάζονται νέο μάνατζερ…

Η Kate απομακρυνόταν … Η μπάντα τελείωσε.

«Στο βιβλίο της αναφέρει το όνομά μου, κάτι που με εκνεύρισε. Λέει ότι κατέστρεψε το όνειρό μου να γίνω θεός της rock».

Αλλά εκείνος δεν το βλέπει έτσι. Τίποτε δε θα άλλαζε.

«Πιθανότατα είμαι ο πιο επιτυχημένος εξαγωγέας σε αυτή τη χώρα. Και βρίσκομαι σε κάθε πρωτεύουσα. Κάθομαι εδώ σε ένα όμορφο διαμέρισμα σε μια πόλη, όπου δε μένω καν, και κοιτάζω έξω και βλέπω τα προϊόντα μου μέσα από τα παράθυρα των ξενοδοχείων», λέει.

Όταν ο Nick γύρισε σπίτι και είπε στον πατέρα του τι είχε συμβεί, εκείνος γέλασε και είπε «Expozay, βυθίζεστε μαζί με το καράβι».

«Στην ουσία με κορόιδευε. ‘Τον ρώτησα γιατί γελάς; Μόλις έχασα μια καλή ευκαιρία’. Δεν διέφερε και πολύ από την επιχειρηματική μου πορεία που κατέληξα σε χρεοκοπία [περισσότερα γι’ αυτό αργότερα]».

«Έπεσε στο πάτωμα από τα γέλια. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Ήταν ένας άνθρωπος τόσο ηθικός, θρησκευόμενος, πολύ ευθύς, και να τον βλέπω να πέφτει στο πάτωμα και να γελάει… και τον ρώτησα, ‘γιατί γελάς; Τα πετάξανε όλα, μπαμπά, τα έχασα όλα!’»

«Και μου είπε, γιατί τώρα είσαι έτοιμος για τις επιχειρήσεις, γιε μου».

Ο πατέρας του Nick τον είχε διδάξει για την αποτυχία.

ΧΤΊΖΟΝΤΑΣ ΜΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ

Ο Nick ίδρυσε την IHS, αλλά η ιστορία πίσω από αυτό είναι ότι μετά τη διάλυση της μπάντας, άρχισε να εργάζεται σε ξενοδοχεία όπως ο πατέρας του.

Δούλευε στο Hilton, τώρα Pullman, στο room service, 80 ώρες την εβδομάδα, όταν μια μέρα άκουσε τη διοίκηση να μιλάει για την αγορά νέων τρόλεϊ αποσκευών που κόστιζαν 1.000 δολάρια (αυτό ήταν το 1985).

Έχοντας σπρώξει αυτά τα τρόλεϊ για χρόνια και ασχολούμενος με την επεξεργασία μετάλλου ως χόμπι στα νιάτα του, ο Nick σκέφτηκε ότι ίσως θα μπορούσε να σχεδιάσει ένα μόνος του.

Όταν ρώτησε αν μπορεί ο ίδιος να δοκιμάσει, τον κορόιδεψαν και του είπαν «έχεις δύο μήνες».

Τότε ξεκίνησε τη δουλειά. Βρήκε τους κατάλληλους ανθρώπους να τον βοηθήσουν και επέστρεψε με 10 τρόλεϊ και 10 θερμαντήρες φαγητού, προς μεγάλη έκπληξη των εργοδοτών του.

Ως νέα και αναπτυσσόμενη βιομηχανία, ο Nick κατάφερε να δημιουργήσει μια θέση στην κορυφή, με μεγάλα έσοδα και αποκτώντας γρήγορα το 100% της αγοράς σε κάθε ξενοδοχείο στην Αυστραλία.

ΣΤΟΧΟΣ Η ΑΜΕΡΙΚΗ… Ή ΕΤΣΙ ΝΟΜΙΖΕ

Ο Nick παραδέχεται ότι τότε έγινε λίγο υπερόπτης. Σκέφτηκε πως, αν τα κατάφερε εδώ, μπορούσε να κατακτήσει και την Αμερική.

Για να αποδώσει το πόσο ψηλά βρισκόταν εκείνη την περίοδο, συνήθιζε να χρησιμοποιεί μια γνωστή αναφορά από την ποπ κουλτούρα όταν δίδασκε φοιτητές διεθνούς επιχειρηματικότητας στο πανεπιστήμιο.

Έδειχνε σκηνές από το «The Wolf of Wall Street» και τους έλεγε πως, σε σύγκριση με εκείνον, ο Jordan Belfort ήταν… ελαφριά περίπτωση.

«Όταν πήρα αυτή την επιχείρηση, λούστηκα στο χρήμα— και μπορείτε να φανταστείτε τι επρόκειτο να συμβεί», λέει.

Ο Nick πήγε στο Σικάγο και ταξίδευε σε όλη την Αμερική για τρία χρόνια. Στο Σικάγο ήρθε σε επαφή με τους Έλληνες εκεί, πηγαίνοντας στην Greektown, που ήταν το αντίστοιχο της Lonsdale Street στη Μελβούρνη.

Συνάντησε έναν εκδότη με το ίδιο όνομα με τον ίδιο και διαπίστωσε ότι οι Έλληνες εκεί ήταν όπως η τρίτη γενιά Ελληνοαυστραλών σήμερα.

«Ισχυρίζονταν ότι είχαν τον μεγαλύτερο ελληνικό πληθυσμό, και τους είπα όχι, όχι, όχι, είναι η Μελβούρνη», λέει ο Nick.

«Δεν πρόκειται να τους μετρήσω όλους, αλλά πρέπει να είναι μία από τις μεγαλύτερες ελληνικές κοινότητες εκεί».

Το κτήμα του Nick

Ενδιαφέρον είναι ότι διαπίστωσε πως οι Έλληνες κατείχαν το μεγαλύτερο μέρος της εστίασης εκεί, όχι μόνο σουβλατζίδικα αλλά και ιταλικά εστιατόρια.

«Οι Έλληνες κατέκτησαν το χώρο της εστίασης στην Αμερική, κάτι που δεν προκαλεί έκπληξη. Δεν έχω γνωρίσει θεία που να μην ξέρει να μαγειρεύει».

Στη συνέχεια ήρθε η κατάρρευση του ’91 και η ύφεση, και έπρεπε να επιστρέψει «με την ουρά στα σκέλια».

Αλλά κοιτάζοντας πίσω, θυμάται τι του δίδαξε ο πατέρας του. Ότι η αποτυχία είναι μέρος της ζωής.

«Όταν βλέπω τα παιδιά μου να αποτυγχάνουν και να στενοχωριούνται, τους λέω ότι στην πραγματικότητα είναι επιτυχία. Είναι μια κρυφή επιτυχία», λέει ο Nick.

«Δεν φτάνεις πουθενά στη ζωή αν δεν αποτύχεις, και αν δεν έχεις αποτύχει, δεν θα επενδύσω σε σένα».

Ο Nick επέστρεψε στην Αυστραλία χωρίς φράγκο, και χρωστούσε πολλά χρήματα σε συγγενείς που τον είχαν βοηθήσει.

Λέει ότι ένιωθε παγιδευμένος και ήταν καταθλιπτικό, αλλά σιγά-σιγά έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή, δουλεύοντας μόνος του σε ένα μικρό εργοστάσιο τη νύχτα ώστε να μπορεί να βγει και να πουλήσει περισσότερα προϊόντα.

Αλλά επειδή «η Αυστραλία ήταν στα κάτω της», έπρεπε να πάει στην Ασία για διανομή και να επιλέξει τα καλύτερα ξενοδοχεία.

ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΦΩΤΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑΣ

Ο Nick δηλώνει πως παραμένει ταπεινός και δεν συνηθίζει να καυχιέται. Προτιμά να μένει μακριά από τα φώτα, κι έτσι η επιτυχία και η περιουσία του περνούν σχεδόν απαρατήρητες.

Έχει ξοδέψει μάλιστα μια μικρή περιουσία για να εξασφαλίσει ότι κανείς δεν μπορεί να δει τη φάρμα που δημιούργησε — ένα κτήμα που ο ίδιος περιγράφει ως Ακρόπολη.

«Κατά κάποιο τρόπο συμβολίζει εμάς· το κτήμα ονομάζεται Περιβόλια», λέει.

Διατηρεί επίσης οινοποιεία που φέρουν τα ονόματα των γονιών του. Παρ’ όλα αυτά, του λείπει η κοινότητα.

«Δεν υπάρχει πια ο τρόπος ζωής με τον οποίο μεγάλωσα… αλλά αρχίζω να φέρνω πίσω όλες τις θείες που έχουν απομείνει», προσθέτει.

«Πρόσφατα είχα στο σπίτι την αδερφή της μητέρας μου. Είμαι τύπος που του αρέσει να φιλοξενεί… και της έφτιαξα πρωινό και μου λέει ‘Νίκο, είναι η πρώτη φορά που κάποιος μαγειρεύει για μένα’».

«Τι αποκάλυψη!»

Της έδειξε επίσης για πρώτη φορά την ταινία «My Big Fat Greek Wedding» και εκείνη δεν μπορούσε να σταματήσει να γελά βλέποντάς τον να τρέχει μέσα στο σπίτι με ένα μπουκάλι Windex, σαν τη σκηνή από την ταινία.

«Το χιούμορ είναι ένας υπέροχος τρόπος να ολοκληρώνουμε τη ζωή μας μαζί».

Θέλει επίσης αυτή η ιστορία να φτάσει στην 94χρονη μητέρα του, για να της δώσει χαρά και υπερηφάνεια.

Ο Nick λέει ότι θέλει να τους βάλει σε πτήση πρώτης θέσης και να τις ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο.

«Πρέπει να δουν τον υπόλοιπο κόσμο πριν φύγουν. Δεν είναι δίκαιο που δούλεψαν τόσο σκληρά για εμάς. Μπορεί να μην το ζητούν, αλλά εγώ θέλω να τους το προσφέρω.

«Έχω εκθέσεις των προϊόντων μου σε όλο τον κόσμο. Λονδίνο, Ντουμπάι, Χονγκ Κονγκ. Το όνειρό μου είναι να πάρω τη μητέρα μου στα ‘καφέ’ μου. Να μπει μέσα, να δει τις αφίσες σε πραγματικό μέγεθος και τον πατέρα μου με τη στολή του σεφ στην προωθητική έκθεση. Θέλω εκείνη τη στιγμή να την κοιτάξω στα μάτια και να δω το συναίσθημα».

Σχεδιάζει να πάρει μαζί και τον εξάδελφό του, που είναι γιατρός, και τονίζει πως, ακόμη κι αν χρειαστεί να ξοδέψει ένα τέταρτο του εκατομμυρίου, δεν τον απασχολεί.

«Θέλω να πω ευχαριστώ».