Ένα αγοράκι δύο ετών πέθανε από ασιτία, μεγαλώνοντας σε σπίτι υπό άθλιες συνθήκες υγιεινής κατά τη διάρκεια των lockdowns της πανδημίας COVID-19 στη Βικτώρια.

Οι Αρχές εντόπισαν το νήπιο εντός οικίας, όπου ζούσε περιβαλλόμενο από μουχλιασμένο φαγητό, λερωμένες πάνες, έντομα, ναρκωτικά, σπασμένα έπιπλα και ακόμη ένα νεκρό ποντίκι.

Το σοκαριστικό περιστατικό παραμέλησης του παιδιού οδήγησε τον Ιατροδικαστή της Βικτώριας, John Cain, να προτείνει στις τοπικές Αρχές μέτρα για την ενίσχυση της φροντίδας και της παρακολούθησης ευάλωτων παιδιών και οικογενειών.

Το άτυχο αγοράκι, η ταυτότητα του οποίου παραμένει ανώνυμη, πέθανε στις 3 Ιουλίου 2021, αφού η 26χρονη μητέρα του είχε χάσει την επαφή με τις υπηρεσίες υποστήριξης κατά τα δύο χρόνια που προηγήθηκαν της τραγωδίας.

Η ιατροδικαστική έκθεση, που δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα, αποκάλυψε ότι κατά την άφιξή τους σε κλήση της μητέρας, μέλη παραϊατρικού προσωπικού και η Αστυνομία εντόπισαν δάπεδα και τοίχους καλυμμένους με ξερό φαγητό, ενώ στην κουζίνα υπήρχε ένα νεκρό τρωκτικό.

Στο δωμάτιο του άτυχου παιδιού, το οποίο ήταν σχεδόν απροσπέλαστο λόγω επίπλων και άλλων αντικειμένων που βρίσκονταν διάσπαρτα στον χώρο, υπήρχαν ληγμένες τηγανητές πατάτες και κοτομπουκιές (nuggets).

Στο γκαράζ, η Αστυνομία εντόπισε ένα σακουλάκι με αμφεταμίνες, καθώς και αντικείμενα χρήσης ναρκωτικών ουσιών.

Μέλος του παραϊατρικού προσωπικού εντόπισε τον μεγαλύτερο αδελφό του νεκρού παιδιού να φορά πάνες που δεν είχαν αλλαχθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα και περιέγραψε τις συνθήκες στο σπίτι ως «τις χειρότερες που είχε δει ποτέ».

Κατά τη διάρκεια της έρευνας, οι παραϊατρικοί παρατήρησαν ότι τα μάτια και η κοιλιά του παιδιού έδειχναν βυθισμένα, υπήρχε δυσάρεστη οσμή και εξανθήματα που συνέπιπταν με την παραμονή σε λερωμένες πάνες για εκτεταμένες περιόδους.

Η νεκροψία έδειξε ότι ο θάνατος του δίχρονου αγοριού προήλθε από επιπλοκές του υποσιτισμού, ενώ παράλληλα διαπιστώθηκαν σημάδια αφυδάτωσης που είχαν οδηγήσει σε νεφρική ανεπάρκεια.

Επιπλέον, στα μαλλιά του βρέθηκαν ίχνη μεθαμφεταμίνης και συνταγογραφούμενων φαρμάκων.

Παρά το γεγονός ότι το παιδί ζύγιζε 10,4 κιλά σε ηλικία 21 μηνών, το βάρος του είχε μειωθεί στα 8,6 κιλά μέχρι τον θάνατό του, γεγονός που, σύμφωνα με τη Δρ Jennifer Sutherland Smith από την Παιδιατρική Ιατροδικαστική Υπηρεσία της Βικτώριας (Victorian Forensic Paediatric Medical Service), αποδίδεται πιθανότατα σε «εβδομάδες έως μερικούς μήνες» υποσιτισμού.

«Είναι δύσκολο να κατανοήσουμε πώς, αν (το παιδί) επιβλεπόταν συχνά από το άτομο που το φρόντιζε τις ώρες ή τις ημέρες πριν από τον θάνατό του, θα μπορούσαν να έχουν παραλειφθεί τα σημάδια αφυδάτωσης και ασθένειας», δήλωσε η Δρ Smith στον ιατροδικαστή.

Ο ιατροδικαστής John Cain ανέφερε ότι η μητέρα του παιδιού είχε υποστεί εγκεφαλική βλάβη έπειτα από τροχαίο ατύχημα που είχε υποστεί κατά την παιδική της ηλικία και είχε διαγνωστεί με επιληψία, διατραχή μετατραυματικού στρες (PTSD) και οριακή διαταραχή προσωπικότητας.

Η μητέρα βρισκόταν υπό παρακολούθηση από επαγγελματία υγείας, ωστόσο κατά τη διάρκεια των lockdowns στη Βικτώρια, δύο ραντεβού πραγματοποιήθηκαν τηλεφωνικά, με αποτέλεσμα το παιδί να μην παρακολουθήσει τις προγραμματισμένες επισκέψεις για την ηλικία του 1 έτους, 18 μηνών και 2 ετών.

Παρά την υποστήριξη που παρείχαν το Εθνικό Σύστημα Ασφάλισης Αναπηρίας (NDIS), η Επιτροπή Τροχαίων Ατυχημάτων και οι State Trustees σε διάφορα στάδια, η εμπλοκή τους είχε σταματήσει τα χρόνια πριν από τον θάνατο του παιδιού, ενώ τα παιδιά δεν ήταν εγγεγραμμένα σε παιδικό σταθμό, νηπιαγωγείο ή άλλες κοινωνικές δραστηριότητες.

Μία φίλη της μητέρας, η οποία είχε βοηθήσει στο καθάρισμα του σπιτιού έως τις αρχές του 2021, ανέφερε ότι το σπίτι ήταν βρώμικο, με χαλασμένο φαγητό στο ψυγείο και πολλές λερωμένες πάνες των παιδιών, κάποιες ακόμη από την προηγούμενη νύχτα.

Η ίδια μοιράστηκε επίσης ότι είχε βρει τον μεγαλύτερο γιο σε μπανιέρα γεμάτη κρύο νερό και χλωρίνη, ενώ είχε παρατηρήσει τη μητέρα να αυτοτραυματίζεται και να δυσκολεύεται να βγει από το σπίτι από τον Φεβρουάριο ή Μάρτιο του 2021.

Τους μήνες πριν από την τραγωδία, τα αγόρια και η μητέρα τους πέρασαν πέντε εβδομάδες με τους γονείς της μητέρας, οι οποίοι ανέφεραν ότι η κόρη τους ετοίμαζε καθημερινά πρωινό και μεσημεριανό, ενθαρρύνοντας τα παιδιά να τρώνε φρούτα.

Ωστόσο δεν επέτρεπε στους γονείς της να μπουν στο σπίτι της γιατί το θεωρούσε «ακατάστατο», και όταν επισκέφθηκαν το σπίτι στις 27 Ιουνίου για να τη βοηθήσουν με τα ψώνια, αρνήθηκε την προσφορά τους να καθαρίσουν.

Έξι ημέρες αργότερα, όταν η Αστυνομία και παραϊατρικοί ανταποκρίθηκαν σε τηλεφώνημα έκτακτης ανάγκης, βρήκαν τα περισσότερα τρόφιμα ανέγγιχτα και το δεύτερο παιδί απελπισμένο για τροφή και νερό.

Η ιατροδικαστική έκθεση ανέφερε ότι η μητέρα αρνήθηκε να συνεργαστεί με τον ιατροδικαστή Cain, ο οποίος διαπίστωσε ότι πιθανώς δεν ζήτησε βοήθεια, φοβούμενη ότι θα έχανε τα παιδιά της.

Η Αστυνομία δεν προχώρησε σε επίσημη συνέντευξη με τη μητέρα, και ο ιατροδικαστής τόνισε ότι παραμένει ασαφές γιατί ένα άτομο που φαινομενικά εμφανιζόταν φροντιστικό και προσεκτικό απέτυχε να δράσει σύμφωνα με την εικόνα που παρουσίαζε στους γύρω της.

Ο ιατροδικαστής ανέφερε ότι έκθεση παιδιατρικής θνησιμότητας της πολιτείας είχε δείξει πως μεταξύ Σεπτεμβρίου 2020 και Ιανουαρίου 2022 πέντε παιδιά είχαν χάσει τη ζωή τους από επιπλοκές υποσιτισμού και παραμέλησης, υπογραμμίζοντας την «επείγουσα ανάγκη» ενίσχυσης των υπηρεσιών μητρότητας και παιδικής υγείας για καλύτερη παρακολούθηση ευάλωτων οικογενειών.

«Φαίνεται να υπάρχει σημαντικό χάσμα μεταξύ της ικανότητας της μητέρας να φροντίζει τα παιδιά της και των αξιολογήσεων των υπηρεσιών παιδικής προστασίας, του παρόχου NDIS και των γονέων της, που επίσης προσπάθησαν να τη βοηθήσουν», διαπίστωσε ο Cain.

Ο ίδιος εξήγησε ότι γονείς με νοητικές ή γνωστικές δυσκολίες συχνά δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν με τις αρμόδιες υπηρεσίες, λόγω στίγματος και αρνητικών αντιλήψεων για τις γονεϊκές τους ικανότητες.

Αυτό, όπως είπε, μπορεί να τους κάνει διστακτικούς στο να ζητήσουν βοήθεια ή να συνεργαστούν με τις υπηρεσίες, από φόβο κριτικής από τις διαθέσιμες αρμόδιες υπηρεσίες.