Η ΑΙΝΙΓΜΑΤΙΚΗ μορφή του Γεωργίου Ευθύφρονα Ιωαννίδη συγκαταλέγεται στις διασπορικές ζωές που κύλησαν κυρίως στο περιθώριο, αφήνοντας όμως καθαρά ίχνη σε κρίσιμες στιγμές της ιστορίας. Η διαδρομή του αποτυπώνει το παράδοξο του Έλληνα μετανάστη που εγκαταλείπει την πατρίδα για να ενταχθεί σε μηχανισμούς εξουσίας, οι οποίοι του προσφέρουν κύρος αλλά του περιορίζουν την αυτονομία. Γεννημένος στην Αθήνα το 1922 και μεταφερμένος βρέφος στη Νέα Υόρκη, ενσαρκώνει εκείνο που οι μετααποικιακοί θεωρητικοί περιγράφουν ως μεταναστευτικό υποκείμενο, ενταγμένο στο μητροπολιτικό κέντρο και απορροφημένο σε καθεστώτα πειθαρχίας και επιτήρησης. Η πορεία του δείχνει πώς η διασπορά μπορούσε να περάσει από το περιθώριο στο επίκεντρο, επιστρατευμένη στην υπηρεσία θεσμών που κυριάρχησαν σε όλο τον Ψυχρό Πόλεμο.
Από νωρίς η πορεία του Ιωαννίδη ακολούθησε διαφορετικό δρόμο από εκείνον που συνήθως χαράσσουν τα παιδιά μεταναστών. Σπούδασε στο City College της Νέας Υόρκης και κατόπιν στη Νομική Σχολή του St. John’s, αποκτώντας εφόδια που του άνοιξαν την πόρτα σε κύκλους επιρροής. Μιλούσε άπταιστα αγγλικά, ελληνικά και γαλλικά, ενώ τα ισπανικά του σε λειτουργικό επίπεδο ενίσχυαν την εικόνα ενός ανθρώπου με κοσμοπολίτικη παιδεία. Η μόρφωση και η γλωσσομάθειά του τον ξεχώριζαν από πολλούς συνομηλίκους του, των οποίων οι δυνατότητες ήταν πιο περιορισμένες. Οι πρώτες επαγγελματικές του επιλογές επιβεβαίωσαν αυτό το ιδιαίτερο προφίλ.
Στον «Εθνικό Κήρυκα», κορυφαία εφημερίδα της ελληνικής ομογένειας στις ΗΠΑ, βρέθηκε σε περιβάλλον διαμορφωμένο από τις κεντρώες φιλελεύθερες παραδόσεις του Βενιζελισμού και τις αντικομμουνιστικές πεποιθήσεις της πρώιμης ψυχροπολεμικής περιόδου. Η εφημερίδα ενθάρρυνε την ενσωμάτωση των Ελλήνων στην αμερικανική κοινωνία, διατηρώντας παράλληλα την αφοσίωση στον ελληνικό πολιτισμό, και προέτρεπε τους αναγνώστες να συνδυάζουν την υπερηφάνεια για την καταγωγή τους με την ενεργό συμμετοχή στη νέα τους πατρίδα. Σε αυτό το καμίνι ταυτότητας, όπου η νοσταλγία φιλτραριζόταν μέσα από το πρίσμα της αμερικανικής ευπρέπειας, ο Ιωαννίδης κατανόησε πώς ο λόγος μπορεί να διαμορφώσει τόσο τη μνήμη όσο και τις φιλοδοξίες. Ο Εθνικός Κήρυκας λειτούργησε ως «φαντασιακή κοινότητα», κατά τον Άντερσον, ενώνοντας τους μετανάστες μέσα από κοινές αφηγήσεις και μεταφέροντας παράλληλα τις ιδεολογικές γραμμές της Ελλάδας και της Αμερικής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Ιωαννίδης καλλιέργησε την τέχνη της διαμεσολάβησης και της πειθούς, που αργότερα θα γινόταν το κύριο επαγγελματικό του όπλο.
Η θητεία του στο Γραφείο Τύπου της Ελληνικής Πρεσβείας στην Ουάσιγκτον διεύρυνε ακόμη περισσότερο τους διπλωματικούς του ορίζοντες. Εκεί γνώρισε τη γλώσσα της διπλωματίας, όπου η ακρίβεια και η αμφισημία συνυπάρχουν. Η μετάβαση από τη δημοσιογραφία στην ημιδιπλωματική υπηρεσία φανέρωσε μια διαδρομή κατά την οποία οι δεξιότητες του μεσολαβητή προσανατολίζονταν όλο και περισσότερο στις ανάγκες του κράτους. Έτσι βρέθηκε στη μεθόριο μιας υβριδικής ταυτότητας: οικείος και ξένος ταυτόχρονα. Σε τέτοια περιβάλλοντα η μετάφραση ισοδυναμεί με ισχύ και η ενδιάμεση θέση γίνεται πλεονέκτημα.
Το 1950 εντάχθηκε στην Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (CIA) και το επόμενο έτος επέστρεψε στην Αθήνα με εντελώς διαφορετικό ρόλο: όχι πια ως παιδί μετανάστη που επισκέπτεται την πατρίδα, αλλά ως αξιωματούχος ξένης δύναμης, επιφορτισμένος με την παρακολούθηση της σοβιετικής παρουσίας και των κομμουνιστικών δικτύων σε μια χώρα που μόλις είχε βγει από τον Εμφύλιο. Η γλωσσική του ευχέρεια, η κατανόηση της πολιτικής κουλτούρας και η γνώση των εσωτερικών αντιπαραθέσεων τον καθιστούσαν πολύτιμο στέλεχος. Σε σύντομο χρόνο αναγνωρίστηκε ως ειδικός στα ελληνικά ζητήματα και προήχθη γοργά στα ανώτερα αξιώματα. Αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που η μετααποικιακή ανάλυση ορίζει ως οικειοποίηση της γνώσης της διασποράς για τη διατήρηση της ηγεμονίας. Η ελληνική του ταυτότητα δεν λειτούργησε ως αυτοσκοπός, αλλά μετατράπηκε σε εργαλείο στρατηγικής.
Το 1962 μετατέθηκε στο Μαϊάμι, στον σταθμό JMWAVE, τη μεγαλύτερη βάση της CIA εκτός ΗΠΑ. Εκεί η εμπειρία του στη δημοσιογραφία και τη διπλωματία αξιοποιήθηκε στο έπακρο. Ως επικεφαλής του ψυχολογικού πολέμου διηύθυνε προσωπικό και διαχειριζόταν τεράστια κονδύλια. Οργάνωνε προπαγανδιστικές εκστρατείες, υπονόμευε φιλοκαστρικές οργανώσεις και έλεγχε δίκτυα Κουβανών εξόριστων. Ανάμεσά τους και το Directorio Revolucionario Estudantil, μέλη του οποίου συγκρούστηκαν δημόσια με τον Λη Χάρβεϋ Όσβαλντ στη Νέα Ορλεάνη το 1963. Οι συζητήσεις τους μεταδόθηκαν στο ραδιόφωνο και τα αρχεία τους παραδόθηκαν στον καθοδηγητή τους: τον Ιωαννίδη. Μία από αυτές τις κασέτες, που έφτασε στα χέρια του, απέκτησε ιδιαίτερο βάρος μετά τα γεγονότα του Ντάλας.
Η συγκάλυψη αυτής της σχέσης υπήρξε εξίσου εντυπωσιακή. Η Επιτροπή Γουόρεν δεν πληροφορήθηκε ποτέ τον ρόλο του Ιωαννίδη. Όταν δεκαπέντε χρόνια αργότερα το Κογκρέσο συγκρότησε την Ειδική Επιτροπή για την Δολοφονία, η CIA απέκρυψε ξανά την ταυτότητά του. Και με ειρωνικό τρόπο, ο ίδιος διορίστηκε ελεγκτής της Επιτροπής. Ο άνθρωπος που είχε εποπτεύσει την ομάδα που συνάντησε τον Όσβαλντ έλεγχε τώρα τα έγγραφα και τις καταθέσεις. Ερευνητές κατέθεσαν ότι ο ίδιος περιόρισε την πρόσβαση και παρεμπόδισε την έρευνα. Η CIA, αντίθετα, τον επαίνεσε για την υπηρεσία του. Στα μάτια του οργανισμού υπήρξε θεματοφύλακας των μυστικών· για την ιστορία, έγινε ο άνθρωπος που έκρυψε τα ίχνη.
Οι επόμενες αποστολές του ακολούθησαν το γεωγραφικό χάρτη του Ψυχρού Πολέμου: στην Αθήνα, στο Βιετνάμ και στην Ανατολική Ασία. Σε κάθε ρόλο διαχειριζόταν δίκτυα και συντόνιζε μυστικές επιχειρήσεις. Το 1975 προήχθη σε ανώτερο βαθμό, επίσημη αναγνώριση της ικανότητάς του να διευθύνει μεγάλης κλίμακας αποστολές. Αποσύρθηκε το 1979, ύστερα από σχεδόν τριάντα χρόνια υπηρεσίας, και το 1981 τιμήθηκε με το Μετάλλιο Σταδιοδρομίας. Η βράβευση επισφράγισε την εικόνα του πιστού και ικανού στελέχους, αλλά κατοχύρωσε και τη σιωπή γύρω από τις πιο σκοτεινές πτυχές της δράσης του.
Η σιωπή παρέμενε. Στη δεκαετία του ’90 το Συμβούλιο Αναθεώρησης Αρχείων για τη Δολοφονία οδηγήθηκε σε πλάνη, κρίνοντας τη δράση του αμελητέα. Τα αιτήματα ερευνητών για πρόσβαση στα αρχεία του συνάντησαν σθεναρή αντίσταση. Ακόμη και όταν ο Πρόεδρος Τραμπ εξήγγειλε ότι θα ανοίξει τα αρχεία για τον Κέννεντυ, πολλά από τα έγγραφα του Ιωαννίδη παρέμειναν απόρρητα. Η άρνηση δημοσιοποίησής τους φανερώνει, όπως τόνισε ο Φουκώ, την εξουσία που ασκείται μέσω του ελέγχου της γνώσης: τα αρχεία λειτουργούν όχι μόνο ως μνήμη, αλλά και ως μηχανισμός κυριαρχίας.
Η ζωή του Ιωαννίδη φωτίζει με ιδιαίτερο τρόπο την ελληνική διασπορά. Δείχνει ότι η μετανάστευση δεν συνεπάγεται μόνο αφομοίωση ή διατήρηση ταυτότητας, αλλά μπορεί να σημαίνει και ένταξη σε μηχανισμούς εξουσίας, ως όργανο επιτήρησης και ελέγχου. Οι δεξιότητες που καλλιεργούνται στη διασπορά: η γλωσσική ευχέρεια, η πολιτισμική διαμεσολάβηση, η ικανότητα εναλλαγής ταυτοτήτων, είναι ακριβώς εκείνες που αναζητούν οι ισχυροί θεσμοί. Στην περίπτωση του Ιωαννίδη, αυτές οι ικανότητες τέθηκαν στην υπηρεσία της αμερικανικής ηγεμονίας. Όπως σημειώνει ο Σαΐντ σχετικά με την εξορία, πρόκειται για θέση που συνδυάζει προνόμιο και στέρηση: πρόσβαση, αλλά και συνενοχή στη συγκάλυψη.
Συνεπώς, οι μετανάστες συχνά εντάσσονται σε δομές εξουσίας επειδή η υβριδικότητά τους τούς καθιστά πολύτιμους μεσολαβητές. Ανταμείβονται για τις ικανότητές τους, αλλά η αυτονομία τους περιορίζεται από τις ανάγκες του συστήματος. Έτσι και ο Ιωαννίδης: η ελληνική του ταυτότητα, που αρχικά ήταν κεντρική, απορροφήθηκε στη λογική της Υπηρεσίας. Δεν αποτέλεσε εξαίρεση, αλλά παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο οι ζωές των μεταναστών διοχετεύονται στην υπηρεσία ισχυρών δομών.
Ο Ιωαννίδης πέθανε το 1990, πριν οι συζητήσεις γύρω από τον ρόλο του λάβουν δημοσιότητα. Το όνομά του επανήλθε χάρη στην επιμονή ερευνητών που ανέδειξαν τις κρυφές συνδέσεις ανάμεσα στον Όσβαλντ, τα δίκτυα Κουβανών εξόριστων και τη CIA. Οι φάκελοι που παραμένουν κλειστοί εξακολουθούν να τροφοδοτούν εικασίες, γιατί η σιωπή τους αποτελεί από μόνη της τεκμήριο εξουσίας.
Ο Γεώργιος Ευθύφρων Ιωαννίδης στέκει ως μνημείο της πολυπλοκότητας της μεταναστευτικής εμπειρίας στον εικοστό αιώνα. Η διασπορά δεν περιορίστηκε στη φύλαξη της παράδοσης, αλλά διείσδυσε και σε αφανείς περιοχές, όπου υφάνθηκαν αφηγήσεις και χαράχθηκαν αποφάσεις με οικουμενικές συνέπειες. Εκεί ο μετανάστης δεν υπήρξε μόνο μάρτυρας, αλλά και όργανο της αυτοκρατορικής στρατηγικής. Το παράδειγμα του Ιωαννίδη καταδεικνύει ότι η διασπορά μπορεί να λειτουργεί διττά: ως μάρτυρας και ως φορέας εξουσίας· παρούσα στον πυρήνα της ιστορίας, κι όμως αόρατη στα μάτια εκείνων που τη βίωναν.