Οι Έλληνες της Ισλανδίας: Ζεστές καρδιές στον παγωμένο Βορρά

Ο Βασίλης Κώτσης επισκέφτηκε τη μαγευτική σκανδιναβική χώρα, όπου τον υποδέχτηκαν23 ώρες μέρας και… αρκετοί Έλληνες

Billy Cotsis*

Μετάφραση: Μαρία Καμπύλη

Ομολογώ πως ό,τι ήξερα για την Ισλανδία περιοριζόταν στην Björk, τον James Bond και τον Idris Elba. Τι να πω; Είμαι κακομαθημένος με το κρύο. Τα χρόνια στο όμορφο Λονδίνο με έκαναν να μην θέλω να ξαναπαγώσω ποτέ, παρ’ ότι διαθέτω γενειάδα και… τριχωτό στήθος για μόνωση.

Πέρυσι ταξίδεψα στη Λατινική Αμερική, όπου συνάντησα έναν Έλληνα σε πισίνα/γυμναστήριο στον Παναμά. Τι έκανα εγώ σε γυμναστήριο; Νόμιζα πως η ρεσεψιονίστ μου είπε να πάω να βρω τον «Jim» (Gym) στην ταράτσα με την πισίνα. Τελικά εκεί δεν ήταν κανένας Jim αλλά ένας Χρήστος. Με εντόπισε αμέσως — φορούσα μπλουζάκι με το σύνθημα «I’m Greek». Δέσαμε αμέσως. Γνώρισα και τη φίλη του, τη Sara, που ξανασυνάντησα αργότερα στο Ρίο μαζί με την Ισλανδή φίλη της, την Irina. Η Sara, από τη Σλοβενία αλλά μόνιμος κάτοικος Ισλανδίας, είναι από τους πιο αξιαγάπητους ανθρώπους που μπορεί κανείς να γνωρίσει.

Η Sara και ο Χρήστος Ηλιάδης με προσκάλεσαν στην Ισλανδία. Από ευγένεια, έγνεψα, σκεπτόμενος ότι ποτέ δεν θα πάω. Μέχρι που ο Χρήστος είπε τη μαγική φράση: «Είμαι προπονητής ποδοσφαίρου και υπάρχουν ΕΛΛΗΝΕΣ στην Ισλανδία»! Έκλεισα εισιτήριο επιτόπου.

Σύμφωνα με τον Χρήστο, «υπάρχουν 800 Έλληνες καταγεγραμμένοι στην Ισλανδία», κυρίως από τη βόρεια Ελλάδα. Οι περισσότεροι εργάζονται για σύντομα χρονικά διαστήματα και απολαμβάνουν την καλοκαιρινή «ζέστη» — αν βέβαια θεωρείς ζέστη τους 14 βαθμούς του Ιουνίου. Ο ποδοσφαιριστής Λεωνίδας μού είπε πως πιστεύει ότι οι Έλληνες μπορεί να φτάνουν και τους 2.000.

Αστειευόμενος, βάφτισα τον Χρήστο «δήμαρχο του Greektown» (ή αλλιώς του «Ελληνοχωρίου») και, κατά κάποιον τρόπο, δεν έπεσα έξω. Όπου κι αν πηγαίναμε — σε μπαρ, μαγαζιά, δρομάκια — όλο και κάποιος Έλληνας εμφανιζόταν. Στο αρτοποιείο όπου ήπια τον ακριβότερο καφέ της ζωής μου, πίσω από τον πάγκο ήταν Ελληνίδες. Στο διάσημο Lebowski Bar, που ανοίγει την αυλή του όταν έχει «ζεστό» καιρό… πέντε βαθμούς, την ασφάλεια είχε αναλάβει ο Οδυσσέας. Όπου κι αν πηγαίναμε, όλο και κάποιος Έλληνας βρισκόταν στον δρόμο μας — ή, καλύτερα, τον εντόπιζε πάντα ο «δήμαρχος». Φαινόταν πως όλοι τον ήξεραν. Έμεινα μάλιστα στο σπίτι του, όπου ακόμη και ο Ισλανδός συγκάτοικός του αποδείχθηκε… Έλληνας.

Με τον Βασίλη και τον Μιχάλη έξω από το Loo Koo Mas. Φωτογραφίες: Bill Cotsis

ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΓΕΥΣΕΙΣ

Δυο φορές επισκεφθήκαμε το «Oriento Middle East Grill» για να γνωρίσουμε τον Mohamed, που φτιάχνει ελληνικό φαγητό. Μαζί με τη σύζυγό του μάς υποδέχτηκαν μιλώντας ελληνικά. Μου εξήγησε ότι τα παιδιά του γεννήθηκαν στην Αθήνα, μιλούν έξι γλώσσες —ανάμεσά τους και ελληνικά— ενώ ο ίδιος έζησε τη μισή του ζωή στην Ελλάδα. Η οικογένεια γύρισε στη Συρία τη στιγμή που ξεσπούσε ο εμφύλιος, κι έτσι μέσα σε έναν χρόνο έχασαν τα πάντα. Αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην Τουρκία και στη συνέχεια επέστρεψαν στην Ελλάδα. Όπως πολλοί άλλοι, αποφάσισαν να δοκιμάσουν την τύχη τους στην Ισλανδία, χάρη σε έναν φίλο που ζούσε ήδη εκεί. Με σκληρή δουλειά και επιμονή κατάφεραν πριν από δέκα χρόνια να ανοίξουν το Oriento, το οποίο συνεχίζουν να λειτουργούν καθημερινά, επτά μέρες την εβδομάδα.

Αν και το «Oriento» μπορεί να είναι το μοναδικό μαγαζί που σερβίρει αυθεντικό ελληνικό φαγητό, ο Χρήστος με πήγε και σε άλλα εστιατόρια όπου Έλληνες σεφ μαγείρεψαν για εμάς. Ανάμεσά τους και το «Look Koo Mas» (Λου Κου Μας)—χωρίς υπερβολή το κορυφαίο ζαχαροπλαστείο με «ντόνατς» και γλυκά στη Σκανδιναβία— που ανήκει στους Βασίλη και Μιχάλη. Την πρώτη φορά που πήγαμε με τον Χρήστο, νόμιζα πως ήταν νωρίς το απόγευμα· ήταν όμως 11 το βράδυ και ο ήλιος έλαμπε ακόμα, όπως κάνει για περίπου 23 ώρες την ημέρα το καλοκαίρι. Για τον Βασίλη θα μιλήσω ξανά λίγο αργότερα.

Μερικές μέρες μετά, ο Χρήστος με πήγε στο Multicultural Festival, όπου δοκιμάσαμε φαγητά από πολλές κουζίνες — φυσικά και ελληνική. Εκεί γνώρισα τη χαρισματική Nina Basdras.

Η Ισλανδία είναι μια ανοιχτόμυαλη κοινωνία.

ΟΙ ΝΤΟΠΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ

Μέσω της Ελένης, προέδρου της Ελληνικής Κοινότητας Ισλανδίας, γνώρισα τη διακεκριμένη λυρική σοπράνο και vocal coach, Νίνα Μπασδρά. Η Νίνα βρέθηκε στην Ισλανδία μέσω Αμβέρσας, όπου έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο κλασικό τραγούδι, και εκεί γνώρισε τον Ισλανδό σύζυγό της. Από την πρώτη στιγμή σε κερδίζει με την απλότητά της. Έχει έναν αξιολάτρευτο μικρό γιο, που έγινε το κίνητρο και η έμπνευσή της για να κυκλοφορήσει τον επερχόμενο δίσκο της με τίτλο «Νάνι».

Το «Νάνι» ηχογραφήθηκε με τη συμμετοχή ενός Ισλανδού μουσικού που παίζει μπουζούκι. «Ο δίσκος σηματοδοτεί την επιστροφή μου ως καλλιτέχνιδα, ως τραγουδίστρια. Στην Αθήνα ήμουν κυρίως θεατρική ηθοποιός», μου είπε η χαρισματική Νίνα, αμέσως μετά από μια εμφάνιση όπου μάγεψε το κοινό με το ελληνικό α καπέλα της. Στην αίθουσα ξεχώριζε εύκολα ο σύζυγός της, κουνώντας περήφανα την ελληνική σημαία.

Χάρη στη Νίνα πήρα μια πιο ουσιαστική εικόνα από τη ζωή στο Ρέικιαβικ. Όλα όσα χρειάζεται βρίσκονται εδώ: σπίτι, οικογένεια, σπουδές, μουσική, φίλοι. Την επόμενη φορά που συναντηθήκαμε, έφθασε από το πανεπιστήμιο στο καφέ με ένα μικρό σκούτερ. Μια πόλη εύκολη, που διασχίζεται γρήγορα.

Η Νίνα ετοιμάζει επίσης μια παιδική εκπομπή στο YouTube για να προωθήσει την ελληνική γλώσσα στα παιδιά της Διασποράς αλλά και σε γονείς που ενδιαφέρονται να τη μάθουν. Όπως μου εξήγησε η Ελένη από την Κοινότητα, πρόκειται για μια εξαιρετική καλλιτέχνιδα.

Ένα βράδυ —ή μάλλον ξημέρωμα, στις 2 το πρωί, (έξω μέρα βέβαια)— παρακάλεσα τον Χρήστο να με αφήσει να καλέσω ταξί ή Uber, καθώς είχα ξεπαγιάσει περπατώντας. Το μεσογειακό μου δέρμα είχε ασπρίσει σαν του Michael Jackson. Με βραχνή φωνή, εξαιτίας ενός κρυολογήματος που κόλλησε όταν είχε πάει να δει τον Λεωνίδα στο γήπεδο, μου εξήγησε ότι στην πόλη ουσιαστικά δεν υπάρχουν ταξί ή Uber. Ομολογουμένως, περπατώντας πιο γρήγορα και με την προσμονή να γνωρίσουμε κι άλλους Έλληνες, το «μαρτύριο» του κρύου γινόταν πιο υποφερτό. Άλλωστε, η εντυπωσιακή αρχιτεκτονική και ο ωκεανός που αγκαλιάζει τα περίχωρα του Ρέικιαβικ έκαναν τη βόλτα να αξίζει, ακόμη και σε «συνθήκες Σιβηρίας».

Σε μια από αυτές τις βόλτες γνωρίσαμε τον Παναγιώτη Παπαδόπουλο, γεννημένο στην Ελλάδα, διευθυντικό στέλεχος σε μεγάλο ξενοδοχείο και φίλο του Χρήστου. Ήρθε στην Ισλανδία το 2022, αφού πρώτα είχε περάσει από την Αγγλία, όπου όμως δεν ήταν ευτυχισμένος. «Η Ισλανδία είναι χωρίς άγχος, με απλότητα. Ένα ασφαλές μέρος όπου η ζωή κυλάει ομαλά. Εδώ είμαι ευτυχισμένος», μου είπε. Η διαφορά ήταν τεράστια: από μια ζωή σε “mode επιβίωσης”, πέρασε σε μια ζωή με «καλή ποιότητα». «Βρήκα δουλειά την πέμπτη κιόλας μέρα… Τοπίο μαγευτικό, μοναδικό στον πλανήτη. Ακόμη και η οδήγηση εδώ μοιάζει με διακοπές»!

Συζητώντας μαζί του σε ένα μπαρ, με θέα τη θάλασσα και το φως της μέρας στο φόντο, ο Παναγιώτης μού εξήγησε ότι η Ισλανδία έχει ανθρώπινη παρουσία μόλις 500 χρόνια και «δεν γνώρισε ποτέ πολέμους ή κατακτήσεις», κάτι που συμβάλλει στην ηρεμία που αποπνέει μακριά από την τρέλα του κόσμου. Η κουβέντα μας διακόπηκε από άλλους Έλληνες που πέρασαν να πουν μια «καλησπέρα».

Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Κωνσταντίνος Παρασκευόπουλος

ΛΕΩΝΙΔΑΣ: Ο ΑΝΕΡΧΟΜΕΝΟΣ ΑΣΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ

Το ποδόσφαιρο μπορεί να ζεστάνει τον καθένα — εκτός, φυσικά, από δύο Έλληνες που κάθονται στην άκρη του γηπέδου με τον αέρα να λυσσομανά. Σε ένα μικρό γήπεδο παρακολουθήσαμε ντόπιους παίκτες, έναν διεθνή από το Trinidad & Tobago και τον νεαρό Λεωνίδα Μπάσκα. Ο Λεωνίδας μάς εντυπωσίασε τόσο με την απόδοσή του στο γήπεδο όσο και με τον χαρακτήρα του, την επόμενη μέρα στον καφέ μας στο Ρέικιαβικ, παρέα με τον Χρήστο και τον Οδυσσέα.

Ο Λεωνίδας μιλούσε στους ανθρώπους γύρω του στα ισλανδικά. Είναι από τους λίγους Έλληνες που έχουν κατακτήσει τη γλώσσα, καθώς τα αγγλικά είναι ευρέως διαδεδομένα και οι Έλληνες φυσικά μιλούν μεταξύ τους ελληνικά — ή Greeklish σε μένα. Ο Λεωνίδας ακολούθησε την αδελφή του στην Ισλανδία το 2022, δουλεύοντας στη φιλοξενία και παίζοντας ποδόσφαιρο στη δεύτερη κατηγορία. «Μου αρέσει η ποιότητα του ποδοσφαίρου εδώ», λέει με ενθουσιασμό. Τον ρωτώ αν θέλει να επιστρέψει στην Ελλάδα. «Κάποτε, ναι. Προς το παρόν απολαμβάνω τη ζωή εδώ· δουλεύω το πρωί και παίζω ποδόσφαιρο το απόγευμα».

Με τον Οδυσσέα

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΙ «LOO.KOO.MAS»

Όχι μακριά από το σημείο όπου συνάντησα τον Λεωνίδα, βρίσκεται το «Loo.koo.mas», σε έναν από τους πιο γραφικούς δρόμους του Ρέικιαβικ. Η γλυκιά μυρωδιά, η εμφάνιση του μαγαζιού και η φροντίδα στην εξυπηρέτηση δικαιολογούν απόλυτα τη σχεδόν άριστη βαθμολογία του στο Google (4.9). Ο Βασίλης Παντελόγλου έφτασε το 2016 για να δουλέψει σε μια εταιρεία. Σε συνεργασία με τον φίλο και χρόνια συγκάτοικό του, τον Μιχάλη, δημιούργησαν τελικά τη δική τους εκδοχή «ελληνικής γεύσης». Το κατάστημά τους θεωρείται πλέον από τα πιο δημοφιλή ζαχαροπλαστεία στη Σκανδιναβία. Τόσο πολύ, που σχεδιάζουν να επεκταθούν στη Στοκχόλμη την επόμενη χρονιά, καθώς και οι Σουηδοί ανυπομονούν να δοκιμάσουν τους περίφημους λουκουμάδες τους. Αυτό που με εντυπωσίασε είναι ότι το μέλι προμηθεύεται προσωπικά ο Βασίλης από την Ιταλία, το οποίο το οποίο συνδυάζει με ελληνικά και ισλανδικά υλικά.

Το «Loo.koo.mas» άνοιξε στη διάρκεια της πανδημίας και γνώρισε αμέσως μεγάλη επιτυχία. «Η COVID ήταν μια ευκαιρία για μένα και τον Μιχάλη καθώς οι τιμές είχαν πέσει, οπότε τολμήσαμε», μου είπε ο Βασίλης, προσθέτοντας ότι θα ήταν πολύ πιο δύσκολο να ανοίξουν ελληνικό εστιατόριο, καθώς τα προϊόντα είναι πιο δύσκολο να βρεθούν.

Ο Βασίλης δεν είναι μόνο ζαχαροπλάστης, είναι και αναγνωρισμένος σχεδιαστής, με αξιόλογη καριέρα στην Ελλάδα.

Οι δυο τους είναι δικαιολογημένα περήφανοι για το «Loo.koo.mas». «Μέσα σε τέσσερα χρόνια έχουμε πουλήσει τέσσερις τόνους σοκολάτας και 3,5 τόνους μέλι»! λένε με ενθουσιασμό. Δουλεύουν 364 μέρες τον χρόνο και δεν θα το άλλαζαν με τίποτα.

Σε έναν καταρράκτη της Ισλανδίας

Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ

Ένα βράδυ έξω —ή, μάλλον, μέρα που έφτανε ως τα ξημερώματα— συναντήσαμε τον Ελληνοκαναδό σκηνοθέτη και σεναριογράφο Κωνσταντίνο Παρασκευόπουλο, ιδιοκτήτη της AMMNI Studios. Ο Κωνσταντίνος έχει σκηνοθετήσει βίντεο κλιπς για το MTV και φωτογραφήσει εξώφυλλα διεθνών περιοδικών, έχει περάσει χρόνο με τον Quentin Tarantino στο Kill Bill (όχι εγώ!) και έχει συνεργαστεί με τον Alfonso Cuarón.

Στα 39 του, ο Παρασκευόπουλος ετοιμάζεται να παρουσιάσει τη νέα του ταινία «BFFS». Έχει ήδη γράψει και σκηνοθετήσει το «Second City Toronto» και έχει συνεργαστεί σε παραγωγές μεγάλων στούντιο, ανάμεσά τους και το My Big Fat Greek Wedding. Η διαμονή του στο Ρέικιαβικ τού δίνει την ευκαιρία να χρησιμοποιεί τα ελληνικά του ακόμη και στα μπαρ, βρίσκοντας έτσι τρόπους να συνδέεται με τους Έλληνες της πόλης.

ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ

Χάρη στον Χρήστο κατάφερα να επισκεφθώ παγετώνες και αρκετούς καταρράκτες. Οι παγετώνες ήταν σαν να βρίσκεσαι στη Σελήνη — με τη διαφορά ότι στη Σελήνη δεν υπάρχουν Έλληνες! Με την εταιρεία Holiday Tours Iceland έκανα μια συναρπαστική εκδρομή, όπου γνώρισα τον φίλο μου Mixael, Τσέχο που πλέον είναι Ισλανδός πολίτης και συνάδελφος του Χρήστου. Η ύπαιθρος σε στιγμές θύμιζε σκηνικό από ταινία Bond, μαγευτική παρά τη βροχή και τον κρύο αέρα. Το να περπατάς πάνω σε παγετώνα δεν περιγράφεται· σε κάνει να συνειδητοποιείς πόσο επιτακτική είναι η ανάγκη να προστατεύσουμε το περιβάλλον μας. Αν η θερμοκρασία του πλανήτη ανέβει κι άλλο, αυτοί οι θησαυροί θα λιώσουν.

Ο Βασίλης Κώτσης επισκέφθηκε τη μαγευτική Ισλανδία, όπου τον υποδέχθηκαν 23 ώρες μέρας και… αρκετοί Έλληνες. Φωτογραφίες: Βασίλης Κώτσης

Η μέρα έκλεισε με μεσημεριανό παρέα με τον Mixael, ενώ τεράστια κύματα έσκαγαν στην παραλία λίγα μέτρα πιο πέρα. Ο Αυστραλός μέσα μου ήθελε να βρει μια σανίδα του σερφ, ενώ ο Λονδρέζος μέσα μου αρκέστηκε σε ένα πράσινο τσάι, να μείνει ζεστός και να γκρινιάζει για τον καιρό — κάτι στο οποίο, ομολογώ, είμαι καλός.

Κάποιος που σίγουρα δεν πρόκειται να ζεσταθεί; Ένας Έλληνας ψαράς που ζει στο βόρειο άκρο της Ισλανδίας· ναυτικός τη δεκαετία του ’60, μαγεύτηκε από τη χώρα και εγκαταστάθηκε εκεί, υψώνοντας τη σημαία ως ο βορειότερος Έλληνας του πλανήτη.

Κι εγώ με τη σειρά μου ύψωσα τη σημαία της Ελλάδας, της Αυστραλίας και όλων όσοι γκρινιάζουν για τον καιρό, σε μια χώρα με ψυχρό κλίμα αλλά και τη ζεστασιά των Ελλήνων που την έχουν αγκαλιάσει.

*Ο Billy Cotsis είναι συγγραφέας του βιβλίου «Aristotle Roberto Carlos Smithopolous».

Στο Oriento Grill για ελληνικό φαγητό
Παρέα με τον Παναγιώτη και τον Χρήστο. Φωτογραφίες: Bill Cotsis
Ο Λεωνίδας σε αγώνα της Β΄ Κατηγορίας
Με τον Χρήστο και έναν Έλληνα σεφ.
Με τον Χρήστο, τον Οδυσσέα και τον Λεωνίδα

Με τη Sara, που γνώρισα στον Παναμά, ξανασυνάντησα στη Βραζιλία και τώρα στην Ισλανδία