Η συγκρότηση ενός κράτους σπάνια επιτυγχάνεται μόνο με τον ένοπλο αγώνα. Οι επαναστάτες μπορούν να υψώσουν σημαίες, να διακηρύξουν συντάγματα και να θυσιάσουν ζωές· χωρίς όμως αναγνώριση η κυριαρχία παραμένει αιωρούμενη, ανάμεσα στο όραμα και την πραγματικότητα. Η αναγνώριση έχει διπλή διάσταση, νομική και επιτελεστική: δεν καταγράφει απλώς μια κατάσταση, αλλά συμβάλλει στη γέννησή της. Μέσω της αναγνώρισης ένα κράτος καθίσταται ορατό, εντάσσεται στο λεξιλόγιο του διεθνούς δικαίου και τοποθετείται στην κοινότητα των εθνών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Ελληνική Επανάσταση του 1821. Για τους Έλληνες η ανεξαρτησία ήταν διακηρυγμένο και αναπόδραστο πεπρωμένο μετά από αιώνες δουλείας. Οι διακηρύξεις όμως, όσο υψηλόφρονες κι αν ήταν, δεν αρκούσαν χωρίς εξωτερική επιβεβαίωση. Η αναγνώριση από ξένες δυνάμεις, είτε με συμβολικές πράξεις αλληλεγγύης είτε με στρατιωτική και διπλωματική επέμβαση, αποδείχθηκε καθοριστική στη μετατροπή της εξέγερσης σε κυρίαρχο κράτος. Δύο αιώνες αργότερα, η αναγνώριση παλαιστινιακού κράτους από την Αυστραλία επαναφέρει το ίδιο δίδαγμα: η κυριαρχία δεν θεμελιώνεται απλώς με διακηρύξεις· εδραιώνεται και διατηρείται χάρη στην αποδοχή εκείνων που διαθέτουν μεγαλύτερη ισχύ από τον λαό που την οραματίζεται.
Στις αρχές του 19ου αιώνα η θέση των Ελλήνων επαναστατών φαινόταν επισφαλής, αν κρινόταν με τα κριτήρια που είχαν θέσει οι θεμελιωτές του διεθνούς δικαίου, όπως ο Γκρότιους και ο Βαττέλ. Ο πρώτος υποστήριξε ότι τα κράτη διαθέτουν δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από το φυσικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένου του δικαίου του πολέμου και του σεβασμού της κυριαρχίας. Κατά τον δεύτερο, προϋπόθεση για την αναγνώριση μιας κοινότητας ως κράτους είναι να έχει σαφή εδαφικά όρια, λειτουργική κυβέρνηση και δυνατότητα διεθνούς εκπροσώπησης, ενώ όλα τα κράτη θεωρούνται ίσα και απολαμβάνουν το δικαίωμα της μη επέμβασης. Με βάση αυτά τα κριτήρια, οι Έλληνες δεν διέθεταν ούτε σταθερή επικράτεια ούτε συνεκτική κυβέρνηση. Ωστόσο, η αναγνώριση τελικά παραχωρήθηκε, καταδεικνύοντας την ικανότητά της να γεννά την ίδια την κρατική υπόσταση.
Το 1822 η Αϊτή, κράτος νέο και εύθραυστο, έσπευσε να επιδείξει αλληλεγγύη. Ο πρόεδρος Ζαν Πιερ Μπουαγιέ απηύθυνε μήνυμα σε Έλληνες επαναστάτες που δεν είχαν ακόμη συγκροτήσει κεντρική διοίκηση. Δεν αναγνώριζε κράτος με θεσμούς, αλλά ένα κίνημα· μια πράξη που προανήγγειλε την υπόσταση του μελλοντικού ελληνικού κράτους.
Οι συνέπειες για την Παλαιστίνη είναι άμεσες. Η κυριαρχία της παραμένει διασπασμένη: η συνεχιζόμενη κατοχή, τα αμφισβητούμενα σύνορα και η διάκριση θεσμών ανάμεσα στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη μαρτυρούν την αδυναμία συγκρότησης συνεκτικού κράτους. Σύμφωνα με τα κριτήρια της Σύμβασης του Μοντεβιδέο (1933), η Παλαιστίνη εμφανίζεται ελλιπής. Ωστόσο, αναγνωρίσεις όπως εκείνη της Αυστραλίας παραπέμπουν στην πρωτοβουλία της Αϊτής προς τους Έλληνες: οι Παλαιστίνιοι αντιμετωπίζονται ήδη ως υποκείμενα του διεθνούς δικαίου, προτού αποκτήσουν πλήρη υλική υπόσταση. Μια τέτοια αναγνώριση δεν επιβεβαιώνει απλώς αλλά συμβάλλει στη διαμόρφωση της κυριαρχίας.
Η κίνηση της Αϊτής, όσο συγκινητική κι αν ήταν, δεν είχε πρακτικό αντίκτυπο στην Ελλάδα. Αντιθέτως, καθοριστική υπήρξε η παρέμβαση της βρετανικής χρηματοδότησης. Το 1824 και 1825 συνήφθησαν στο Λονδίνο δάνεια προς τους επαναστάτες, με σιωπηρή κυβερνητική συναίνεση. Ο ιστορικός Ντάγκλας Ντάκιν τα χαρακτήρισε πρόωρη αναγνώριση, που προϋπέθετε αρχή ικανή να δανείζεται για λογαριασμό ενός κυρίαρχου συνόλου. Αν και μεγάλο μέρος των κεφαλαίων εξανεμίστηκε λόγω ανικανότητας, διαφθοράς και φατριασμού, η ίδια η πράξη του δανεισμού απέδειξε ότι η Ελλάδα υπήρχε ήδη ως νομικό υποκείμενο.
Η παρατήρηση του Καρλ Μαρξ ότι η παγκόσμια αγορά μεσολαβεί την πολιτική ύπαρξη βρίσκει εδώ την επιβεβαίωσή της: η Ελλάδα έγινε δεκτή στο χρηματοπιστωτικό σύστημα πριν ακόμη στη διπλωματία, με βαρύ τίμημα την εξάρτηση από ξένους πιστωτές. Ο Μαρξ επεσήμανε ότι η παγκόσμια αγορά δεν λειτουργεί ουδέτερα αλλά ως εργαλείο υποδούλωσης των μικρών εθνών στα συμφέροντα του κεφαλαίου. Στην ελληνική περίπτωση, η εξάρτηση από δάνεια προανήγγειλε την κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου πάνω στο ίδιο το κράτος. Η εμπειρία αυτή φωτίζει την Παλαιστίνη, όπου η εξάρτηση από ξένη βοήθεια αναπαράγει σχέσεις άνισης ανάπτυξης και νεοαποικιακής επιτήρησης.
Η διπλωματική αναγνώριση από τις μεγάλες δυνάμεις ήρθε αργότερα και κάτω από πίεση. Τόσο το Λονδίνο, όσο και το Παρίσι και η Αγία Πετρούπολη δίσταζαν, καθώς η Συνθήκη της Βιέννης του 1815 είχε προβλέψει τη διατήρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για λόγους ισορροπίας. Η ελληνική ανεξαρτησία θα μπορούσε να αφυπνίσει και άλλους λαούς, Πολωνούς, Ιταλούς ή Ούγγρους. Τελικά όμως, η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και οι στρατηγικοί υπολογισμοί κατέστησαν αναπόφευκτη την αλλαγή πορείας: η Ρωσία πρόβαλε ως προστάτιδα της Ορθοδοξίας, η Βρετανία έβλεπε την ανάγκη να ασφαλίσει τις μεσογειακές ναυτιλιακές οδούς και η Γαλλία δεν ήθελε να μείνει εκτός. Η αναγνώριση δεν υπήρξε λοιπόν πράξη αλληλεγγύης αλλά προϊόν ιμπεριαλιστικής λογικής, όπως θα τόνιζε ο Μαρξ: οι Μεγάλες Δυνάμεις παρενέβησαν όχι για να χειραφετήσουν ένα έθνος, αλλά για να ενισχύσουν την ίδια την ισχύ τους στο μεσογειακό και παγκόσμιο πεδίο.
Η Συνθήκη του Λονδίνου το 1827 αποτέλεσε καμπή. Οι Έλληνες τοποθετήθηκαν στο ίδιο διπλωματικό επίπεδο με τον Σουλτάνο· η άρνησή του να το παραδεχθεί οδήγησε στο Ναυαρίνο και στην καταστροφή του οθωμανικού αιγυπτιακού στόλου. Ως το 1830, με τη δεύτερη Συνθήκη του Λονδίνου, η Ελλάδα ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη. Σε αυτήν την περίπτωση η αναγνώριση δημιούργησε κυριαρχία: το κράτος υπήρξε επειδή το αποφάσισαν οι μεγάλες δυνάμεις, όχι επειδή είχαν ακόμη διαμορφωθεί οι υλικές και θεσμικές προϋποθέσεις.
Η αναγνώριση αυτή όμως είχε κόστος. Ο βαυαρός πρίγκιπας Όθων επιβλήθηκε ως μονάρχης από το εξωτερικό, ενώ τα δάνεια που είχαν διασώσει την επανάσταση μετατράπηκαν σε μόνιμο βάρος, καθιστώντας το νέο κράτος εξαρτημένο από τους ευρωπαίους πιστωτές. Η ανεξαρτησία ήταν υπαρκτή αλλά υπό όρους· η κυριαρχία επισκιάστηκε από συνεχή επιτήρηση. Επαληθεύθηκε έτσι η διαλεκτική του Χέγκελ, σύμφωνα με την οποία η αυτονομία απαιτεί αναγνώριση από τον άλλον, και η παρατήρηση του Κοσκεννιέμι ότι το διεθνές δίκαιο λειτουργεί ως λεξιλόγιο ισχύος.
Ο εθνικισμός, προϊόν του Διαφωτισμού και του Ρομαντισμού, υπήρξε άλλη δυτική εισαγωγή. Για την Ελλάδα σήμανε απελευθέρωση αλλά και τη δέσμευση στη Μεγάλη Ιδέα. Οδήγησε σε πολέμους με Οθωμανούς και Βουλγάρους και κορυφώθηκε στη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Από μαρξιστική σκοπιά, ο εθνικισμός λειτούργησε ως ιδεολογικός μηχανισμός που συγκάλυψε ταξικές συγκρούσεις και μετέφερε την ενέργεια του λαού σε επεκτατικά σχέδια. Αντίστοιχα, για την Παλαιστίνη, το αίτημα κρατικής υπόστασης δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από τις ταξικές ανισότητες που διαπερνούν την κοινωνία της. Η ελευθερία συνδέθηκε με θυσία και συμφορά. Παραλλήλως τα σύνορα του μελλοντικού παλαιστινιακού κράτους παραμένουν ασαφή. Όπως οι μεγάλες δυνάμεις δεν χάραξαν στην Ελλάδα σύνορα που να ανταποκρίνονται στον εθνικό της χώρο, καταδικάζοντάς την σε συγκρούσεις ως το 1975, έτσι και η Παλαιστίνη κινδυνεύει να κληρονομήσει αμφίσημα ή επιβεβλημένα σύνορα που θα γεννήσουν νέες διενέξεις. Η νακμπά μπορεί να υπήρξε το ιδρυτικό της τραύμα, όμως το ερώτημα είναι αν το δυτικό πρότυπο του εθνικού κράτους μπορεί να συνδυαστεί με τις αραβικές παραδόσεις χαλαρών συνομοσπονδιών και διαπραγματευόμενης κοινοτικής αυτονομίας. Η επιβολή ξένου μοντέλου εγκυμονεί τον κίνδυνο επανάληψης του ελληνικού παραδείγματος και νέων συγκρούσεων.
Σήμερα οι παλαιστινιακές φιλοδοξίες συναντούν αυτό το παράδοξο. Η αναγνώριση είναι εκτεταμένη: το 2012 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ τους παραχώρησε καθεστώς παρατηρητή, ενώ πάνω από 140 κράτη έχουν αναγνωρίσει την παλαιστινιακή κυριαρχία. Παρά ταύτα, η ανεξαρτησία παραμένει ανεκπλήρωτη: η επικράτεια είναι κατακερματισμένη, η διακυβέρνηση διαιρεμένη και ισχυρές δυνάμεις επιφυλάσσουν ή περιορίζουν την επίσημη αποδοχή. Η Παλαιστίνη βιώνει αυτό που ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν περιγράφει ως κατάσταση εξαίρεσης: αναγνωρισμένη από το διεθνές δίκαιο αλλά με την αναγνώριση ανεφάρμοστη στην πράξη.
Η αναγνώριση από την Αυστραλία το 2025 αποτέλεσε ένα ακόμη βήμα νομιμοποίησης. Δεν μπορεί να καθορίσει σύνορα ούτε να επιβάλει ειρήνη, όμως η επιβεβαίωση αυτή έχει βαρύτητα. Όπως και η χειρονομία της Αϊτής προς την Ελλάδα, ενισχύει την ένταξη σε έναν ηθικό και νομικό λόγο όπου ο αποκλεισμός θα ήταν ολέθριος. Η αναγνώριση προσδίδει ταυτότητα και ενισχύει τις διεκδικήσεις. Όμως το ελληνικό προηγούμενο δείχνει ότι σπάνια γίνεται άνευ όρων: η χρηματοδότηση, στρατιωτική στήριξη και οι διπλωματικές συμμαχίες συνεπάγονται μακροχρόνιες δεσμεύσεις. Η Παλαιστίνη πρέπει να προετοιμαστεί για μια ανεξαρτησία που πιθανόν θα συνοδευτεί από εξαρτήσεις.
Το ελληνικό παράδειγμα προειδοποιεί ότι η αναγνώριση μπορεί να παραδώσει ένα κράτος όχι πλήρως αυτόνομο. Το χρέος, ο ξένος μονάρχης και οι στρατηγικές επιταγές που υπαγορεύθηκαν απ’ έξω διαμόρφωσαν την πρώιμη ελληνική εμπειρία. Η ανεξαρτησία καθορίστηκε περισσότερο από την ισορροπία εξωγενών δυνάμεων παρά από την αυτοδιάθεση. Η Παλαιστίνη διατρέχει ανάλογο κίνδυνο: αν η κυριαρχία της ολοκληρωθεί με διεθνή επιβολή, με σύνορα χαραγμένα αλλού και θεσμούς εξαρτημένους από εξωτερικούς δωρητές, τότε το παράδοξο της υπό όρους ανεξαρτησίας θα επαναληφθεί.
Στο πεδίο της θεωρίας της κυριαρχίας, η ρήση του Καρλ Σμιτ ότι «κυρίαρχος είναι όποιος αποφασίζει για την εξαίρεση» αποδεικνύεται προβληματική στην περίπτωση της Παλαιστίνης. Εκεί μια τέτοια απόφαση, αν δεν επικυρωθεί από το εξωτερικό, μένει κενή περιεχομένου. Η έννοια της αναστολής του Αγκάμπεν αποδίδει εύστοχα την πολιτική της κατάσταση: αναγνωρισμένη στο διεθνές δίκαιο, αλλά χωρίς πλήρη υπόσταση στην πράξη. Παρόμοια και η Ελλάδα βρέθηκε σε αυτή την ενδιάμεση συνθήκη, ούτε ως πλήρως οθωμανική επαρχία ούτε ακόμη κυρίαρχο κράτος, έως ότου οι μεγάλες δυνάμεις αποφασίσουν για την τύχη της.
Συμπερασματικά, η αναγνώριση δεν απλώς καταγράφει τα γεγονότα αλλά τα συγκροτεί. Όμως ό,τι προσφέρεται δεν είναι ποτέ χωρίς κόστος. Η Ελλάδα γεννήθηκε μέσα σε καθεστώς ευρωπαϊκής κηδεμονίας· η Παλαιστίνη κινδυνεύει να αποκτήσει κράτος περιορισμένο και εξαρτημένο. Η αναγνώριση φέρει μέσα της και την υπόσχεση και τον κίνδυνο. Χαρίζει ορατότητα και νομιμοποίηση, αλλά μπορεί να ανοίξει και τον δρόμο σε επιβολή ξένων θελήσεων, που διαμορφώνουν κράτη όχι σύμφωνα με τη δική τους βούληση, αλλά με τις βουλές άλλων. Για την Παλαιστίνη, όπως και άλλοτε για την Ελλάδα, το ερώτημα δεν είναι μόνο αν θα υπάρξει κυριαρχία, αλλά αν αυτή θα είναι αληθινή και ακέραιη ή αν θα μείνει ένα φάντασμα ανεξαρτησίας, μια νακμπά σε αργή εξέλιξη που αντηχεί το αρχαίο παράδοξο της ελευθερίας που γεννιέται αλυσοδεμένη.