Η Καίτη Αλεξοπούλου θυμάται το μακρινό ταξίδι του 1957, τότε που έφτασε παιδί στη Μελβούρνη, κρατώντας το χέρι της μητέρας, της γιαγιάς και του αδερφού της. Μέσα από τη ματιά της, αναβιώνουν εικόνες μιας εποχής γεμάτης ελπίδα, στέρηση και επιμονή — μιας γενιάς που πάλεψε να ριζώσει σε μια νέα γη χωρίς να ξεχάσει την πατρίδα. Η αφήγησή της είναι ταυτόχρονα προσωπική και συλλογική· ένα νήμα που ενώνει το τότε με το τώρα, φωτίζοντας τις ζωές των πρώτων Ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία.
Αυτή είναι η ιστορία της…
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΠΑΤΡΙΔΑ
Είμαι το αποτέλεσμα της μεταναστευτικής ιστορίας της δεκαετίας του 1950 και του 1960, αφού έφτασα στο αεροδρόμιο του Έσεντον τον Μάρτιο του 1957 με τη μητέρα μου, τη γιαγιά μου και τον αδερφό μου. Ο πατέρας μου είχε φτάσει δύο χρόνια νωρίτερα και είχε φροντίσει για τα εισιτήριά μας μέσω του Τμήματος Επανεγκατάστασης του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών. Το συνολικό κόστος ανερχόταν σε πάνω από 400 λίρες Αυστραλίας και έπρεπε να αποπληρωθεί μέσα σε δύο χρόνια.
Καθώς το αεροπλάνο πετούσε πάνω από τη Μελβούρνη λίγο πριν την προσγείωση, έμεινα άφωνη αντικρύζοντας τις κόκκινες τσίγκινες σκεπές, τα τούβλινα κτίρια και τα πράσινα γκαζόν, όλα τακτοποιημένα και σε σειρά – τι αντίθεση με την αστική εικόνα της Αθήνας.
ΡΙΤΣΜΟΝΤ: ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ ΣΟΚ
Στην αρχή ζήσαμε σε ένα σπίτι στο Ρίτσμοντ με αρκετές άλλες οικογένειες, όπως συνηθιζόταν τότε. Ήταν μεγάλο πολιτισμικό σοκ για τη μητέρα και τη γιαγιά μου, που έρχονταν από τα προάστια της Αθήνας – τη Νέα Φιλαδέλφεια – και ζούσαν στο δικό τους σπίτι χωρίς κανείς να διαταράσσει την ιδιωτικότητά τους.
Ο αδερφός μου κι εγώ ξεκινήσαμε το σχολείο στο τοπικό δημοτικό, αλλά επειδή δεν ξέραμε αγγλικά, μας έβαλαν σε τάξη μικρότερη από την ηλικία μας. Καθόμουν σε ένα θρανίο για πολύ μικρά παιδιά και μου έδιναν βιβλία όπως το «John and Betty». Τα διαλείμματα ήταν τα χειρότερα – κανείς δεν ήθελε να παίξει μαζί μας γιατί δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε και συνεχώς ακούγαμε τη φράση “ge rea” (get out), την οποία εγώ καταλάβαινα ως «κεραία». Θυμάμαι επίσης τις μικρές βαλιτσούλες για τα φαγητά (lunch boxes) – όλα έμοιαζαν ξένα και δυσνόητα.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΑΣ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ST. ALBANS
Στο μεταξύ, ο πατέρας μου είχε αγοράσει ένα μεγάλο γωνιακό οικόπεδο στο αναπτυσσόμενο προάστιο St. Albans. Δεν υπήρχαν ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι, πεζοδρόμια ή αποχέτευση. Όταν έβρεχε, η λάσπη έφτανε μέχρι τον αστράγαλο – και έβρεχε συχνά. Ο πατέρας μου έχτισε ένα πρόχειρο σπίτι – δύο δωμάτια, με μία πόρτα, χωρίς παράθυρα, χωρίς νερό ή ρεύμα. Τα λεφτά τελείωσαν. Θυμάμαι τα κεριά και τη λάμπα πετρελαίου που χρησιμοποιούσαμε. Μια μέρα ο αδερφός μου την έριξε από το τραπέζι και παραλίγο να κάψουμε το σπίτι.
Η κουζίνα ήταν έξω, σε μια πρόχειρη παράγκα, και η τουαλέτα ακόμη πιο μακριά – ένα αποχωρητήριο όπως τα έλεγαν τότε. Ήταν σοκ για την οικογένειά μου, που μπορεί να μην είχε όλες τις ανέσεις στην Ελλάδα, αλλά τουλάχιστον είχε κουζίνα, φούρνο, ψυγείο, νερό, ηλεκτρικό και τουαλέτα μέσα στο σπίτι.

ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΜΙΚΡΑ ΘΑΥΜΑΤΑ
Η μητέρα μου υπέφερε από βαριά κατάθλιψη και αν δεν υπήρχε ένας οικογενειακός γιατρός που μιλούσε άπταιστα γαλλικά – γλώσσα που η μητέρα μου καταλάβαινε – τα πράγματα θα ήταν πολύ δύσκολα. Ο Δρ. Brooks έγινε σωτήρας της μητέρας μου σε εκείνους τους σκοτεινούς καιρούς.
Η γιαγιά και ο πατέρας μου άρχισαν να φυτεύουν δέντρα, λαχανικά, πατάτες για να μαλακώσουν το χώμα κι έβαλαν κότες – και έναν κόκορα που μας έκανε τη ζωή δύσκολη κάθε φορά που μπαίναμε στο χώρο του.
Σιγά σιγά, με πολύ κόπο και αποταμιεύσεις, οι γονείς μου έχτισαν το υπόλοιπο σπίτι, για το οποίο νιώθαμε υπερηφάνεια. Αργότερα αποκτήσαμε και τηλεφωνική γραμμή και, ακόμα πιο μετά, μια ασπρόμαυρη τηλεόραση.
ΣΧΟΛΕΙΟ, ΦΙΛΟΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΔΑΣΚΑΛΑ-ΦΑΡΟΣ
Ο αδερφός μου κι εγώ γραφτήκαμε στο τοπικό δημοτικό σχολείο που ήταν απέναντι από το σπίτι, οπότε μπορούσαμε να πηγαίνουμε σπίτι για μεσημεριανό και να ξαναφεύγουμε όταν χτυπούσε το κουδούνι. Όταν ο πατέρας μου πήγε να μας γράψει στο καινούργιο σχολείο, επέμεινα να τοποθετηθώ στην τάξη που αντιστοιχούσε στην ηλικία μου και όχι να ξαναζήσω την εμπειρία του προηγούμενου σχολείου. Το σχολείο αυτό είχε κυρίως παιδιά μεταναστών, και οι δάσκαλοι είχαν τη διορατικότητα να δημιουργήσουν «τάξεις μεταναστών», διδάσκοντάς μας τα βασικά της αγγλικής γλώσσας – τα υπόλοιπα εξαρτιόνταν από το παιδί και τον εκάστοτε δάσκαλο.
Ήμουν πολύ τυχερή που βρέθηκα σε τάξη με μια από τις καλύτερες δασκάλες που έχω γνωρίσει στην εκπαιδευτική μου πορεία – τη Mrs Leigh. Για δύο χρόνια, με στήριξε και με καθοδήγησε, βλέποντας την αξία κάθε μαθητή και προσπαθώντας να τη φέρει στο φως.
Θυμάμαι μια χρονιά, λίγο πριν την επέτειο της ANZAC Day, που τα σχολεία συμμετείχαν επίσημα με εκπροσώπους στις εκδηλώσεις. Η συζήτηση στην τάξη περιστρεφόταν γύρω από τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους και, με τα λίγα αγγλικά που ήξερα, ανέφερα ότι ο πατέρας μου είχε πολεμήσει στην Κρήτη κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή η αναφορά στάθηκε αφορμή για τη δασκάλα μου να με επιλέξει – μαζί με άλλα παιδιά – για να εκπροσωπήσουμε το σχολείο στην επίσημη τελετή.

ΤΟ… ΑΛΑΤΟΠΙΠΕΡΟ ΤΗΣ ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΣΗΣ
Έχω πολλές ιστορίες από τα χρόνια του δημοτικού που θα μπορούσαν να γεμίσουν ένα βιβλίο, αλλά θα μοιραστώ μία που δείχνει τις δυσκολίες και τη σημασία της αποταμίευσης, την οποία ακολουθούσε όλη η οικογένεια. Είχα κάνει φίλους από διάφορες εθνικότητες και μια μέρα με κάλεσαν σε ένα πάρτι γενεθλίων. Ήθελα να αγοράσω δώρο και πήγα με τη μητέρα μου σε ένα μαγαζί με εργαλεία – δεν υπήρχαν τότε καταστήματα με δώρα όπως σήμερα – και διάλεξα δύο μικρά πορσελάνινα αγαλματάκια. Η μητέρα μου αντέδρασε αμέσως: «Ένα μόνο». Και συμφώνησα. Όταν φτάσαμε στο ταμείο, ο υπάλληλος μας είπε πως δεν μπορούσαμε να πάρουμε μόνο το ένα γιατί ήταν σετ αλατοπίπερου…
ΑΠΩΛΕΙΑ, ΦΩΤΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ ΞΕΚΙΝΗΜΑΤΑ
Αλλά η ζωή δεν κυλούσε πάντα ήρεμα. Τον Ιανουάριο του 1961, η αγαπημένη μου γιαγιά πέθανε από καρκίνο του μαστού στο νοσοκομείο Footscray. Το ίδιο απόγευμα, ενώ η μητέρα μου ξεκινούσε για τη νέα της δουλειά – καθαρίστρια στην Κρατική Τράπεζα Ταμιευτηρίου – και ο πατέρας μου οργάνωνε την κηδεία, το καινούργιο μας σπίτι, χτισμένο μόλις πριν από τέσσερα χρόνια, παραλίγο να καεί ολοσχερώς. Πώς να πεις σε μια μάνα, που άκουσε τις σειρήνες της πυροσβεστικής στον δρόμο της για τη δουλειά, ότι καιγόταν το ίδιο της το σπίτι;
Μετά την πυρκαγιά, φύγαμε από το St. Albans και μετακομίσαμε στο Windsor – μια άλλη πλευρά της Μελβούρνης, πιο οργανωμένη, με συγκοινωνίες, λιγότερους ανοιχτούς χώρους, ασφαλτοστρωμένους δρόμους και σύστημα αποχέτευσης. Πηγαίναμε στο Caulfield Central School με το τραμ και αποκτήσαμε καινούριους φίλους, κυρίως εβραϊκής καταγωγής. Θα έπρεπε να είχα κρατήσει αυτές τις φιλίες – ποτέ δεν ξέρεις ποιον μπορεί να χρειαστείς στο μέλλον…

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ST. ALBANS
Στο μεταξύ, ο πατέρας μου ξαναέχτιζε το καμένο σπίτι στο St. Albans – είχε αποφασίσει να επιστρέψει εκεί, στην ελληνική κοινότητα που ο ίδιος είχε βοηθήσει να δημιουργηθεί. Αυτό που δεν σκέφτηκε ήταν οι εκπαιδευτικές και κοινωνικές ευκαιρίες που θα είχαμε αν μέναμε στα εσωτερικά προάστια. Ο πατέρας μου είχε πανεπιστημιακή μόρφωση στην Ελλάδα και, αν δεν τον είχαν διακόψει ο πόλεμος και ο θάνατος του πατέρα του, θα είχε ολοκληρώσει τις νομικές του σπουδές. Αυτή ήταν μια ακόμη χαμένη ευκαιρία, αποτέλεσμα της άγνοιας των μεταναστών για το σύστημα της νέας τους πατρίδας.
ΜΟΥΣΙΚΗ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΟΝΕΙΡΑ
Ξανασυνδέθηκα με παλιούς φίλους και ξεκίνησα μια νέα ζωή. Ήθελα πολύ να αρχίσω μαθήματα πιάνου και πίεζα τον πατέρα μου να μας αγοράσει ένα πιάνο. Τελικά το έκανε – αγόρασε ένα μεταχειρισμένο πιάνο που χρειαζόταν κούρδισμα και κάποιες επισκευές. Το πρόβλημα όμως δεν ήταν το πιάνο, αλλά το να βρούμε δάσκαλο που να έρχεται ως το σπίτι μας, παίρνοντας το τρένο και μετά περπατώντας τουλάχιστον δέκα λεπτά από τον σταθμό, κάθε Σάββατο απόγευμα. Αυτό δεν κράτησε πολύ… Έτσι, αποφάσισα να μάθω μόνη μου, χρησιμοποιώντας ό,τι είχα από παλιά μαθήματα, παρατηρώντας τη φίλη μου που έπαιζε υπέροχα και, φυσικά, επιμένοντας.
Μεγαλώνοντας ανάμεσα σε οικογένειες μεταναστών από την Πολωνία, Ρωσία, Ουκρανία, Λιθουανία, Εσθονία, Γιουγκοσλαβία, Ουγγαρία, Γερμανία, Ελλάδα και Κύπρο, η λέξη “WOG” δεν λεγόταν ούτε ακουγόταν προσβλητικά – γιατί όλοι βράζαμε στο ίδιο καζάνι. Όμως υπήρξε μια στιγμή που με πλήγωσε – όταν η καλύτερή μου φίλη, Αυστραλή, σχολίασε τον τρόπο που πρόφερα τη λέξη “almond”, δίνοντας έμφαση στο “L”. Ένιωσα ταπεινωμένη, αλλά η ζωή συνέχισε με τα μαθήματά της.
Η μουσική ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της κουλτούρας για τις περισσότερες οικογένειες μεταναστών και πολλοί είχαν πιάνο ή βιολί στο σπίτι. Μεγάλωσα ακούγοντας φίλους να παίζουν διάφορα όργανα και συμμετείχα σε συναυλίες στο Melbourne Town Hall με ετήσια συνδρομή στις μηνιαίες συναυλίες της Νεανικής Ορχήστρας.
Αγαπούσα το σχέδιο, το σκίτσο, τον σχεδιασμό – οτιδήποτε δημιουργικό – και τότε είχαν γίνει μόδα τα χρωματιστά μολύβια Derwent. Αν είχες όλη τη συλλογή, ήταν σαν να είχες χρυσάφι. Τελικά απέκτησα ένα μικρό σετ, αρκετό για να με κρατήσει ενθουσιασμένη.

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΘΕΣΗ ΓΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ
Η ελληνική κοινότητα, όπως και άλλες, στεκόταν πάντα δίπλα στα μέλη της – οικονομικά, συναισθηματικά, κοινωνικά, πρακτικά. Έτσι μεγάλωσα με τη διάθεση να προσφέρω. Θυμάμαι να προσφέρομαι ως διερμηνέας για οικογενειακούς φίλους με προβλήματα υγείας, χωρίς να ξέρω πάντα τις σωστές λέξεις ούτε στα ελληνικά ούτε στα αγγλικά – αλλά τα καταφέρναμε.
Θυμάμαι, επίσης, όταν η νεοϊδρυθείσα Ελληνική Κοινότητα St. Albans ήθελε να ξεκινήσει σχολείο για τα εκατοντάδες παιδιά της περιοχής, μου ανέθεσαν να διδάσκω τα βασικά ελληνικά στα μικρά παιδιά πρώτης και δευτέρας τάξης.
Αξέχαστοι και οι ρόλοι που έπαιξα σε θεατρικές παραστάσεις και εθνικές εορτές – για τη διασκέδαση και τη διατήρηση του ελληνικού πολιτισμού στην ομογένεια.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΜΝΗΜΕΣ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΖΩΗΣ
Πριν οι γονείς μου καταφέρουν να αγοράσουν τηλεόραση, ο αδερφός μου κι εγώ – και πολλά παιδιά από τη γειτονιά – πηγαίναμε στο σπίτι του Skip (τον λέγαμε έτσι γιατί ήταν αρχηγός στους Προσκόπους). Δίναμε από μια πέννα για να δούμε τηλεόραση για μισή ώρα – το Zig and Zag ή το Τρίο Στούτζες.
Παρόλο που το δημοτικό ήταν απέναντι, το λύκειο St. Albans απείχε μισή ώρα με τα πόδια. Η σχολική μου τσάντα ήταν γεμάτη με βιβλία, το ταπεράκι με το φαγητό, κασετίνα, ομπρέλα και αδιάβροχο. Τον χειμώνα, οι χιονίστρες (chilblains) ήταν αναπόφευκτες – όσο κι αν φορούσες γάντια, υπέφερες μήνες.
Τα χρόνια του λυκείου μου άφησαν ανεξίτηλο αποτύπωμα – ήταν τα θεμέλια της ζωής μου. Το διάβασμα και οι καλές επιδόσεις ήταν μόνο ένα μέρος. Αν και το σχολείο ήταν καινούργιο, με πολλούς νεοδιόριστους δασκάλους διαφόρων εθνικοτήτων συχνά με τα αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα, σταθήκαμε τυχεροί που είχαμε κάποιους έμπειρους καθηγητές που νοιάζονταν πραγματικά για την πρόοδό μας. Μία από αυτούς ήταν η καθηγήτρια των αγγλικών και λογοτεχνίας μου, η κυρία Glidden, που ήταν και υποδιευθύντρια του σχολείου. Ήταν εκεί για να μας καθοδηγήσει, να μας ακούσει, να μας προτείνει δραστηριότητες και να οργανώσει επισκέψεις σε θεατρικές παραστάσεις και ταινίες σχετικές με το σχολικό πρόγραμμα. Ήταν μέντοράς μου – η συμβολή της στην κοινωνική και ψυχική μου ευημερία δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Λυπάμαι που δεν πρόλαβα να την ευχαριστήσω πριν φύγει από τη ζωή.
Διαβάζαμε πολύ – αυτό περίμεναν από εμάς οι γονείς μας – αλλά υπήρχαν και στιγμές διασκέδασης και ελευθερίας. Θυμάμαι εκείνα τα χρόνια γεμάτα απλότητα, αθωότητα και έλλειψη αυστηρής γονικής επίβλεψης. Οργανώναμε τα σχολικά μας πάρτι στο τοπικό κοινοτικό κέντρο, νοικιάζαμε μουσικά συγκροτήματα, κανονίζαμε φαγητό και ποτά (χωρίς αλκοόλ), κάναμε εκδρομές σε διάφορα μέρη της Βικτώρια – στο Όρος Buller, το Bright, το Ocean Grove κ.ά. Συμμετείχαμε σε φιλανθρωπικές εκδηλώσεις του σχολείου, αναλαμβάνοντας περίπτερα και βοηθώντας όλοι. Οι θεατρικές παραστάσεις ήταν πάντα επιτυχία, αφήνοντας γλυκές, νοσταλγικές αναμνήσεις.

ΑΥΣΤΡΑΛΟΙ ΦΙΛΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΛΟΣΥΝΗΣ
Θέλω επίσης να αναφερθώ στην ανιδιοτελή υποστήριξη που πολλοί Αυστραλοί προσέφεραν στους νεοφερμένους. Όταν το σπίτι μας κάηκε, οι γονείς μου χρειάστηκε να πάρουν δάνειο για τις επισκευές. Η μητέρα μου, που εργαζόταν στην Κρατική Τράπεζα Ταμιευτηρίου, ζήτησε από την προϊσταμένη της να μεσολαβήσει στον διευθυντή δανείων. Το άτομο που ανέλαβε να τη στηρίξει ήταν η φίλη και συνάδελφός της, η Edith, μια Αυστραλή, η οποία μίλησε εκ μέρους της και κατάφερε να εξασφαλίσει δάνειο με πολύ ευνοϊκό επιτόκιο. Αυτή η υπέροχη γυναίκα έγινε στενή φίλη της μητέρας μου και η οικογένειά μας τη σεβόταν και την τιμούσε όπως της άξιζε.
ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ
Δεν πρέπει να παραλείψω τις μικρές πράξεις που διαμόρφωσαν την αίσθηση ανεξαρτησίας μου και με δίδαξαν τι σημαίνει να προσφέρεις στην οικογένεια. Κάθε Σάββατο πρωί, για χρόνια, πριν αποκτήσουμε αυτοκίνητο ή δίπλωμα, πηγαίναμε με τον πατέρα μου με τρένο και τραμ στη λαϊκή αγορά της Βικτώριας για τα εβδομαδιαία ψώνια. Γεμίζαμε άπειρες πάνινες τσάντες με τρόφιμα, παίρναμε το τρένο για Flinders Street και μετά μέχρι το St. Albans, όπου μας περίμενε ο αδερφός μου με το ποδήλατο για να τα μεταφέρει σπίτι. Μια αποστολή όχι για τους αδύναμους!
Ένιωθα την ανάγκη να βοηθήσω οικονομικά την οικογένεια και πάντα έψαχνα τρόπους να το κάνω. Η πρώτη μου αμειβόμενη δουλειά ήταν στον Στρατό Σωτηρίας, σερβίροντας πρωινό στους άστεγους. Με τη φίλη μου παίρναμε το πρωινό τρένο το Σάββατο ή την Κυριακή, κατεβαίναμε στο σταθμό Spencer Street και φτάναμε έγκαιρα για να σερβίρουμε και μετά να καθαρίσουμε. Θυμάμαι τον πρώτο μου κίτρινο φάκελο μισθοδοσίας λες και ήταν χθες.
Δεν θυμάμαι να πήγαμε ποτέ διακοπές, παρόλο που ο πατέρας μου εργαζόταν στους σιδηροδρόμους και κάθε χρόνο είχαμε το δικαίωμα για δωρεάν μετακίνηση με τρένο σε όλη την Αυστραλία. Κάθε χρόνο δήλωνε και άλλη Πολιτεία – αστεία το κάναμε μεταξύ μας, γιατί ποτέ δεν το πραγματοποιούσαμε.
Αυτό που ήταν πραγματικό όμως ήταν οι άπειρες καλοκαιρινές προσωρινές δουλειές που έκανα – στο πολυκατάστημα Waltons, ως υπάλληλος σε δικηγορικό γραφείο, στην εταιρεία ηλεκτρικών Healing, στην ασφαλιστική Commercial στο τμήμα πυρκαγιών, και τέλος ως σερβιτόρα στο καφέ The Legend. Η τελευταία αυτή δουλειά κράτησε αρκετά χρόνια, τα Σαββατοκύριακα και στα φεστιβάλ στη Μελβούρνη.
ΣΠΟΥΔΕΣ ΚΑΙ ΝΕΑ ΑΡΧΗ
Δεν θυμάμαι ποτέ να αγοράζω καινούργια ρούχα από βιτρίνα – τουλάχιστον όχι πριν περάσει πολύς καιρός. Θυμάμαι όμως ότι έραβα μόνη μου τα ρούχα μου με τη βοήθεια της θείας μου, χρησιμοποιώντας πατρόν και τη ραπτομηχανή μας. Θυμάμαι επίσης τη μητέρα μου να πηγαίνει κάθε μήνα στο Myer όταν είχαν προσφορές σε υφάσματα – πάντα με το σκεπτικό ότι κάποιο κομμάτι μπορεί να γινόταν φόρεμα για εκείνη ή για μένα. Σίγουρα ξεχώριζα – τα ρούχα μου ήταν διαφορετικά από των άλλων.
Τα χρόνια πέρασαν. Μετά την ολοκλήρωση του λυκείου, ο αδερφός μου κι εγώ γραφτήκαμε στο Πανεπιστήμιο Monash, αλλά η απόσταση από το St. Albans μέχρι το Clayton με το τρένο ήταν εξαντλητική. Τελικά, οι γονείς μου αγόρασαν σπίτι στην ιστορική συνοικία του Glen Iris.
Η ζωή πήρε πάλι άλλη τροπή. Η ωριμότητα και οι νέες ευθύνες μπήκαν στο προσκήνιο. Οι σπουδές ήταν στο επίκεντρο, αλλά εμπλέχθηκα και σε διάφορους εθελοντικούς οργανισμούς που μου άνοιξαν κοινωνικούς ορίζοντες. Ήταν η εποχή των χίπηδων, των Beatles, των Rolling Stones, της τζαζ, του πολέμου στο Βιετνάμ και της επιστράτευσης — για να αναφέρω μερικά μόνο από τα γεγονότα που σημάδεψαν τη γενιά εκείνη.
*Η ιστορία μετανάστευσης της Καίτης Αλεξοπούλου είναι ένα από τα πολλά αφιερώματα που περιλαμβάνονται στο φετινό περιοδικό «Αντίποδες» (Τόμος 71, 2025), το οποίο ο Ελληνοαυστραλιανός Πολιτιστικός Σύνδεσμος Μελβούρνης θα παρουσιάσει την Κυριακή 19 Οκτωβρίου, στις 3μμ., στο κτήριο του Παναρκαδικού Συλλόγου, στο 570 Victoria St., North Melbourne.
Η εκδήλωση και το περιοδικό είναι αφιερωμένα στο κύμα των Ελλήνων που μετανάστευσαν στην Αυστραλία κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960.
Η εκδήλωση θα περιλαμβάνει αξιόλογους ομιλητές, ταινίες αντιπροσωπευτικές της εποχής, επίδειξη μόδας, έπιπλα και αντικείμενα που αναπαριστούν την περίοδο, έκθεση φωτογραφίες, καθώς και γευστικές λιχουδιές της εποχής. Οι παρευρισκόμενοι ενθαρρύνονται να φορέσουν ή να κρατούν κάτι από εκείνη την εποχή και να μοιραστούν τη σημασία του.
Για να δηλώσετε την παρουσία σας επικοινωνήστε: infogaclm@gmail.com ή με την Cathy Alexopoulos στο 0428968715.
Η είσοδος είναι ελεύθερη και όλοι είναι ευπρόσδεκτοι.
