Από τη στήλη αυτή στις 4-10-2018 αναφέρθηκα στην παγκόσμια οικονομική ύφεση που ακολούθησε την κατάρρευση της αμερικανικής εταιρείας Lehman Brothers το 2008.

Το παράδοξο είναι ότι κατά τη διάρκεια της οικονομικής αυτής ύφεσης διευρύνθηκε ακόμα περισσότερο το χάσμα μεταξύ των δισεκατομμυριούχων επιχειρηματιών και των χαμηλόμισθων εργαζομένων.

Ενδιαφέροντα είναι τα ακόλουθα στοιχεία που δίνει η Oxfam, οργάνωση που συστάθηκε το 1995 και απαρτίζεται από μια ομάδα μη κυβερνητικών οργανισμών του Ηνωμένου Βασιλείου, στόχος των οποίων είναι η δραστηριοποίηση για τη μείωση της φτώχειας και της αδικίας σε παγκόσμια κλίμακα.

Μεταξύ άλλων η Oxfam, σε άρθρο που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα Συντακτών, στις 22/1/2018, αναφέρει και τα ακόλουθα:

«Το 82% του πλούτου που δημιουργήθηκε πέρυσι σε παγκόσμιο επίπεδο κατέληξε στα χέρια του 1% των πλουσιότερων ανθρώπων του Πλανήτη, ενώ οι γυναίκες συνέχισαν να πληρώνουν το πιο βαρύ τίμημα σε αυτήν την εντεινόμενη ανισότητα, καταγγέλλει σε έκθεσή της η ΜΚΟ (Μη Κυβερνητική Οργάνωση) Oxfam. Η Oxfam International συστάθηκε το 1995 από μια ομάδα μη κυβερνητικών οργανισμών. Στόχος της Oxfam International είναι η μείωση της οικονομικής ανισότητας σε διεθνές επίπεδο.

Αυτή η αύξηση των δισεκατομμυριούχων δεν είναι ένδειξη μιας ευημερούσας οικονομίας, αντιθέτως είναι σύμπτωμα της αποτυχίας του οικονομικού συστήματος, τονίζει η διευθύντρια της Oxfam, Ουίνι Μπιανίμα, στο δελτίο Τύπου που συνοδεύει την έκθεση της οργάνωσης υπό τον τίτλο «Ανταμείψτε τη δουλειά, όχι τον πλούτο».

Η έκθεση -που δόθηκε στη δημοσιότητα σήμερα, μία ημέρα πριν από την έναρξη του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός- αποκαλύπτει πως «οι οικονομίες μας ανταμείβουν τον πλούτο αντί για τη σκληρή δουλειά εκατομμυρίων ανθρώπων», εξήγησε η ίδια στο Reuters.

Οι ελάχιστοι στην κορυφή της πυραμίδας γίνονται όλο και πιο πλούσιοι, ενώ τα εκατομμύρια στη βάση μένουν παγιδευμένα σε μισθούς φτώχειας», συμπλήρωσε.

{…} Σύμφωνα με την έκθεση της Oxfam, 3,7 δισεκατομμύρια άνθρωποι, το φτωχότερο 50% του παγκόσμιου πληθυσμού, δεν είχε το παραμικρό όφελος από την παγκόσμια ανάπτυξη της περασμένης χρονιάς, την ώρα που το πλουσιότερο 1% ενθυλάκωσε το 82% του πλούτου που παρήχθη πέρυσι.

Από το 2010, δύο χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης του 2008, ο πλούτος της λεγόμενης «οικονομικής ελίτ» αυξάνεται κατά μέσο όρο περίπου 13% σε ετήσια βάση, διευκρινίζει η Oxfam.

{…} Στις ΗΠΑ, θυμίζει η Oxfam, οι τρεις πλουσιότεροι άνθρωποι κατέχουν πλούτο ίσο με αυτόν του φτωχότερου μισού του πληθυσμού της χώρας».

Όπως βλέπουμε, ο παγκόσμιος πλούτος αυξάνεται, αλλά παράλληλα διευρύνονται και οι παγκόσμιες οικονομικές ανισότητες. Όταν το 1% των πιο πλούσιων ανθρώπων σε παγκόσμια κλίμακα πήρε το 82% του πλούτου που δημιουργήθηκε το 2017, αντιλαμβανόμαστε πως η οικονομική ανισότητα έχει πάρει γιγαντιαίες διαστάσεις.

ΔΙΕΥΡΥΝΕΤΑΙ Η ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ

Πρόσφατες έρευνες δείχνουν πως οι διαφορές των κατώτατων μισθών στις 27 χώρες-μέλη της ΕΕ είναι τεράστιες, καθώς μεγάλες είναι και οι διαφορές στο κόστος ζωής στις χώρες-μέλη. Για λόγους σύγκρισης, τα κράτη-μέλη της ΕΕ χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες.

Στην πρώτη κατηγορία κατατάσσονται έξι χώρες της Βόρειας Ευρώπης (Ιρλανδία, Βέλγιο, Ολλανδία, Γερμανία, Γαλλία και Βρετανία), στις οποίες οι βασικοί μισθοί κυμαίνονται από τα 1.397 ευρώ έως τα 1.563 ευρώ.

Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τις ακόλουθες πέντε μεσογειακές χώρες μεσαίου εισοδήματος: Ισπανία, Σλοβενία, Μάλτα, Ελλάδα και Πορτογαλία, όπου ο κατώτατος μηνιαίος μισθός κυμαίνεται από τα 649 ευρώ μέχρι τα 825 ευρώ. Στην Ελλάδα ο κατώτατος μηνιαίος μισθός το 2017 ήταν 684 ευρώ.

Η τρίτη κατηγορία συγκεντρώνει τις ακόλουθες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης: Πολωνία, Εσθονία, Κροατία, Σλοβακία, Τσεχία, Ουγγαρία, Λετονία, Λιθουανία, Ρουμανία και Βουλγαρία. Στην Βουλγαρία συγκεκριμένα, το 2017 ο κατώτατος μηνιαίος μισθός ήταν 235 ευρώ. Αυτός είναι και ο λόγος που πολλοί Έλληνες επιχειρηματίες μεταφέρουν τις παραγωγικές τους δραστηριότητές στην Βουλγαρία, αφού εκεί τα ημερομίσθια είναι κατά πολύ χαμηλότερα από τα ημερομίσθια στην Ελλάδα. Αυτός είναι και ένας λόγος για το υψηλό επίπεδο ανεργίας στην Ελλάδα.

Τα ακόλουθα έξι κράτη-μέλη της ΕΕ: Ιταλία, Κύπρος, Αυστρία, Δανία, Σουηδία και Φινλανδία δεν έχουν θεσπίσει ενιαίο κατώτατο μισθό για τους εργαζομένους. Στις χώρες αυτές οι κατώτατοι μισθοί για διάφορες επαγγελματικές κατηγορίες καθορίζονται με τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας.

Στην ΕΕ δεν υπάρχει συναίνεση για ενιαίο ευρωπαϊκό μισθό. Ο Εμανουέλ Μακρόν, Πρόεδρος της Γαλλίας, σε ομιλία του στην Σορβόννη για το μέλλον της ΕΕ, τόνισε ότι ο κατώτατος μισθός πρέπει να ορίζεται με βάση την οικονομική πραγματικότητα κάθε χώρας-μέλους.

Από την πλευρά του ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, Πρόεδρος της ΕΕ, επανειλημμένως έχει ταχθεί υπέρ της καθιέρωσης ενός κοινού ευρωπαϊκού κατώτατου μισθού.
Είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό το γεγονός ότι ακόμα και στις πιο αναπτυγμένες οικονομικά χώρες, όπως στα κράτη-μέλη της ΕΕ, καθώς και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, οι ανισότητες διευρύνονται, η εργασιακή ανασφάλεια επεκτείνεται και το κοινωνικό κράτος συρρικνώνεται.

Η αυξανόμενη ανισότητα καθίσταται μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα στο βαθμό που πλήττει κυρίως τη νέα γενιά, η οποία βλέπει να μεγαλώνει συνεχώς η απόσταση από το βιοτικό επίπεδο των ατόμων μέσης ηλικίας, τα οποία έχουν εξασφαλίσει εργασίες με ικανοποιητικούς μισθούς, και προοπτικές ικανοποιητικών συντάξεων. Εξαιρέσεις φυσικά υπάρχουν, κυρίως για τους νέους που έχουν τα εφόδια να εξοικειώνονται με τις τεχνολογικές εξελίξεις, καθώς και τη δυνατότητα μετοικεσίας σε βιομηχανικά κέντρα.

Η ειρωνεία είναι ότι ενώ ένα μέρος της παγκόσμιας πολιτικής ηγεσίας αναγνωρίζει το πρόβλημα της ανισότητας, αδιαφορεί ή αδυνατεί να λάβει τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα.

Οι προβλέψεις για το μέλλον αναφορικά με την αυξανόμενη οικονομική ανισότητα είναι ιδιαίτερα ανησυχητικές, καθώς μέχρι το 2030 προβλέπεται πως τα 2/3 του παγκόσμιου πλούτου θα ελέγχεται από το πλουσιότερο 1% της ανθρωπότητας.

Επιστημονικοί Σύμβουλοι του Βρετανικού Κοινοβουλίου, σε μελέτη τους που δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο του 2018, κατέληξαν στο συμπέρασμα πως αν οι τάσεις που σημειώθηκαν μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, που άρχισε μετά την κατάρρευση της αμερικανικής εταιρείας Lehman Brothers, συνεχιστούν και τα επόμενα χρόνια, τότε ως το 2030 το πλουσιότερο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού θα κατέχει το 64% του παγκόσμιου πλούτου.

Η συγκέντρωση του πλούτου σε αυτό το μικρό ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού αποδίδεται από τους αναλυτές του Βρετανικού Κοινοβουλίου στην τρέχουσα εισοδηματική ανισότητα.

Σύμφωνα με την Oxfam, στην οποία αναφέρθηκα πιο πάνω, 8 δισεκατομμυριούχοι το 2017 κατείχαν τόσα, όσα ο μισός πληθυσμός της Γης, με άλλα λόγια πάνω από 3,6 δισεκατομμύρια άνθρωποι.

Σε σχετικό του άρθρο ο Ντάνι Ντόρλινγκ, Καθηγητής Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, τονίζει πως ακόμη και αν οι περιουσίες των πλουσιότερων ανθρώπων του κόσμου σταματήσουν να αυξάνονται με τον τρέχοντα ρυθμό, αυτές θα συνεχίσουν να μεγαλώνουν για κάποιο καιρό.

«Το τελευταίο αποκορύφωμα οικονομικής ανισότητας στην ανθρώπινη ιστορία σημειώθηκε το 1913. Είμαστε ξανά κοντά σε αυτό. Ακόμη κι αν μειώσουμε σήμερα την ανισότητα, αυτή θα συνεχίσει να αυξάνεται για μία με δύο δεκαετίες», προειδοποιεί ο Ντάνι Ντόρλινγκ.

Από την πλευρά της, η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), σε άρθρο της δημοσιευμένο τον Ιούνιο του 2017, ανέφερε πως το 2016 το ένα τρίτο του πληθυσμού της Ελλάδας ήταν αντιμέτωπο με τη φτώχεια ή τον κοινωνικό αποκλεισμό.

Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το κατώφλι της φτώχειας προσδιορίζεται στο ποσό των 4.500 ευρώ ετησίως ανά άτομο και σε 9.450 ευρώ για νοικοκυριά µε δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των αντίστοιχων νοικοκυριών το 2016 κυμαινόταν γύρω στις 14.900 ευρώ.

Μια από τις σοβαρότερες κοινωνικές επιπτώσεις της ανισότητας είναι το γεγονός ότι, μεταξύ άλλων, οδηγεί σε άνιση πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και, ως εκ τούτου, συμβάλλει στις άνισες οικονομικές και κοινωνικές ευκαιρίες για τις επόμενες γενιές. Και αυτό γιατί δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι στις ανταγωνιστικές κοινωνίες της εποχής μας η εκπαίδευση αποτελεί, μεταξύ άλλων, και βασικό όργανο για την κοινωνική κινητικότητα των πολιτών.

Παράλληλα, η ανισότητα οδηγεί σε ένα λιγότερο σταθερό και αποδοτικό κοινωνικό και οικονομικό σύστημα, καθώς καταπνίγει την οικονομική ανάπτυξη, και αποστερεί ένα μεγάλο ποσοστό των μελών της κοινωνίας από την πρόσβασή του στην αγορά εργασίας.

Υψηλά επίπεδα κοινωνικής ανισότητας προκαλούν πολλά προβλήματα και ανωμαλίες στην υγεία, στην ψυχολογία και στην συμπεριφορά μεγάλου αριθμού πολιτών στις σύγχρονες κοινωνίες, με συνέπεια να καθίσταται ολοένα δυσκολότερη η επίτευξη από τις κρατικές αρχές των προγραμμάτων τους για κοινωνική και πολιτική συναίνεση, που αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για την αποτελεσματική διακυβέρνηση μιας χώρας.